Του Δημήτρη Πετρίδη
«Αγγίζω, ακούω, μυρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι».
Ήταν σαφής από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε, μέσω τρίτων, πριν από 20+ χρόνια. Αν δε με απατά η μνήμη μου- που, ok, δεν είναι ότι με έχει κάνει και τάρανδο αλλά δύσκολα θα έβγαζε 10 γύρους στο ρινγκ μ’ εκείνη ενός ελέφαντα- ήταν το 2001, όταν και πήγαμε σ’ ένα ξεχασμένο από τον αγωνιστικό θεό indoor τουρνουά στο Μιλάνο.
«Κολλήσαμε» εξ αρχής. Αν κάποιος επέλεγε να κάνει μια λεκτική κατάδυση στον μελοδραματισμό, θα μπορούσε να πει πως ήμασταν δύο διψασμένα τενιστικά ημίσεα που όταν ήρθαν κοντά το ένα στο άλλο, κούμπωσαν καλύτερα κι από διπλανά κομμάτια παζλ.
Έχω χάσει το μέτρημα σε πόσες διοργανώσεις πήγαμε μαζί την τελευταία 20ετία (θεία Μάργκαρετ από την Αυστραλία, να είσαι καλά τόσο εσύ όσο και η θρόμβωση στεφανιαίας που σε βρήκε ένα πρωινό που έπλενες την μασέλα σου και μας άφησες χρόνους, αφήνοντάς μου παράλληλα και 4.3 εκατομμύρια ευρώ στον λογαριασμό μου), όμως δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω το ψυχολογικό roller–coaster που μας προκαλούσε ο αγαπημένος μας παίκτης.
Στην αρχή- από το Wimbledon του 2003 και μετά, δηλαδή- βρισκόμασταν μονίμως στην κορυφή: για μία σχεδόν γεμάτη πενταετία ο Ελβετός υπήρξε ο πιο «θελκτικός» δυνάστης στην ιστορία του αθλήματος και οι πιθανότητες να χάσει κάποιον μεγάλο τίτλο ήταν όσες και να κερδίσει Χρυσαυγίτης πανελλήνιο διαγωνισμό ορθογραφίας.
Μιλούσαμε πολύ την ώρα των παιχνιδιών, μα δε γινόταν αλλιώς. Το τένις είναι ένα άθλημα στο οποίο το mute από την πλευρά των θεατών είναι μονόδρομος, όμως άπαντες καταλάβαιναν και ουδέποτε μας έκαναν παρατήρηση.
Συνήθιζε να μου λέει πως η δημιουργία της ομορφιάς είναι τέχνη κι έπειτα μου έδειχνε ασαφώς προς την πλευρά του αγαπημένου μας παίκτη. Ένευα ξανά και ξανά, κι έπειτα στρωνόμουν στη δουλειά.
Κάποιοι ισχυρίζονται πως τα ωραία πράγματα δεν αντέχουν στην περιγραφή, πως όταν τα «ντύνουμε» με λέξεις ασχημίζουν, όμως δεν υπήρξα ποτέ θιασώτης μιας τέτοιας μισανθρωπικής, στον πυρήνα της, θεωρίας.
Έτσι… μιλούσα. Περιέγραφα τα πιο άψογα εκτελεσμένα slice στην ιστορία, τα ερωτεύσιμα one handed backhand, το χειρουργικής ακρίβειας forehand, τα εκκωφαντικά smash στο φιλέ, το αψεγάδιαστο serve–and–volley, ακόμα και το (βραχύβιο μεν, εξαιρετικά αποτελεσματικό δε) “SABR”, τα οποία, όλα μαζί, συνέθεταν ένα αδιανόητης τεχνικής ποιότητας οπλοστάσιο, που ξεδιπλωνόταν στα κορτ με χάρη που θα ζήλευε και το Βαλς των Κύκνων στην δεύτερη πράξη της διαβόητης Λίμνης τους.
Έπειτα από την παραμονή στον Κολοφώνα της δόξας, ήρθε, μοιρολατρικά σχεδόν, η πτώση. Η συνεχής άνοδος του κτηνώδους και αλύγιστου Ισπανού και το ρομποτικής «υφής» μυαλό και κορμί του Σέρβου άρχισαν να καταφέρνουν καίρια χτυπήματα στην ψυχολογία του ήρωά μας, εκμεταλλευόμενοι εν πολλοίς και το γεγονός πως η ATP έκανε τα γήπεδα ολοένα και πιο αργά, ωθώντας το άθλημα στο μέλλον.
Ένα μέλλον καμωμένο από εικόνες δύο μονομάχων ν’ ανταλλάσσουν χτυπήματα μέχρι να βρει καπέλο που να του ταιριάζει ο Ακέφαλος Καβαλάρης, ράλι των 68 shots, όπου η baseline αποτελούσε χώρο λατρείας και το φιλέ διακεκαυμένη ζώνη.
Το ουρανόμηκες ταλέντο του Ελβετού τον έφερε (κατά διαστήματα) εκ νέου στην κορυφή την επόμενη δεκαετία, με το comeback του το 2017 να είναι τόσο λυρικά εκπληκτικό που μας έκανε να πάψουμε να είμαστε αγωνιστικές και να πιστέψουμε πως υπάρχει Θεός. Όποτε πηγαίναμε στους αγώνες του βεβαιωνόμασταν για την ύπαρξή Του.
Η ομορφιά, ωστόσο, έχει έναν θανάσιμο εχθρό: τον χρόνο. Με τον φίλο μου συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε, να μιλάμε εν ώρα αγώνων, να χαμογελάμε και να πανηγυρίζουμε (2018) ή να τραγουδάμε Στράτο Διονυσίου, και πιο συγκεκριμένα το «Η ζωή εδώ τελειώνει», μετά τον τελικό του Wimbledon το 2019, να δίνουμε το «παρών» σε όσα περισσότερα τουρνουά μπορούσαμε.
Ολ’ αυτά μέχρι που το σώμα του αγαπημένου μας παίκτη επαναστάτησε κι άρχισε να καταρρέει επανειλημμένως, με τις εγχειρήσεις στα πόδια να είναι συχνότερες κι από τα «ασούμε» του Γιώργου Παράσχου.
Κάπου εκεί, χάσαμε τη διάθεση για τενιστική ζωή. Εξακολουθήσαμε να λέμε ο ένας στον άλλον ότι δεν μπορεί, ο Βασιλιάς θα το κάνει εκ νέου, θα επιστρέψει για έναν τελευταίο χορό («Είπε ότι θέλει ν’ αγωνιστεί μία έσχατη φορά στο Wimby» – «Σήμερα ανέβασε στο Instagram βιντεάκι από την προπόνησή του. Το backhand του φαίνεται πραγματικά καλό!»), μεταμφιέζαμε τους ευσεβείς μας πόθους σε απτή, δήθεν, πραγματικότητα, όμως…
Όμως πριν από 10 περίπου μέρες, όταν ήρθε σπίτι μου για να διεξαγάγουμε ενδελεχή μελέτη στα όρια του ανθρώπινου στομαχιού (η μητέρα μου είχε αφήσει την προηγουμένη δύο ταψιά παστίτσιο αποκλειστικα για μας), με βρήκε ν’ ακούω στο κινητό μου τις εξής λέξεις:
«Δούλεψα σκληρά για να επιστρέψω σε πλήρη ανταγωνιστική φόρμα, αλλά γνωρίζω τα όρια του σώματός μου και το μήνυμά του τον τελευταίο καιρό είναι ξεκάθαρο…».
To my tennis family and beyond,
With Love,
Roger pic.twitter.com/1UISwK1NIN— Roger Federer (@rogerfederer) September 15, 2022
Πάγωσε σα να είχε ακούσει αστείο του Μάρκου Σεφερλή. «Είναι;…»
«Είναι».
«Γαμώτο. Γαμώτο!»
Μετά από μερικές στιγμές που προβήκαμε σε μια τέλεια μίμηση της Μαρίας της σιωπής, μου είπε «Πρέπει να πάμε. Είναι το τελευταίο του τουρνουά. Κλείσε εισιτήρια, όσο και να κάνουν. Άλλωστε, έχεις και μια 87χρονη θεία στον Καναδά που δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά εσχάτως. Τα τριγλυκερίδιά της είναι τέσσερις φορές πάνω από το φυσιολογικό.»
Κι έτσι, ταξιδέψαμε στο Λονδίνο για το Laver Cup του 2022. Μπήκαμε στην επιβλητική O2 Arena με την καρδιά μας να πάλλεται σε φρενήρεις ρυθμούς και όταν βγήκε για ακροτελεύτια φορά στο κορτ αφήσαμε το άλγος να μας αγκαλιάσει μέχρι που έγινε δεύτερο δέρμα μας.
Στο μεσοδιάστημα, όμως, είχα μία δουλειά να κάνω: μίλησα για τα ύστατα ανεβάσματα στο φιλέ, για ένα backhand down the line που ξεσήκωσε το κοινό, για τη δύναμη της θέλησης που επιβλήθηκε έναντι των τσακισμένων γονάτων, για ένα σερβίς 180 χιλιομέτρων ακριβώς στο ταυ, για την καλύτερη εποχή του τένις που πια έμοιαζε να έχει βουτηχτεί στο κίτρινο της νοσταλγίας.
Όταν τα πάντα τελείωσαν και επήλθε το αναπόφευκτο φινάλε, υποκλιθήκαμε σαν πιστοί τενιστικοί υπηρέτες στον αδιαμφισβήτητο Βασιλιά, με τη φιγούρα του να χάνεται υπό τους ήχους που παρήγαγε μια αγέλη χειροκροτημάτων, μέχρι που άρχισαν να θυμίζουν θνησιμαίο κλαψούρισμα αποχαιρετισμού της νιότης μας.
Αίφνης, τ’ αντικειμενικά κριτήρια στην περιλάλητη (και τελικά τόσο ανούσια) «μάχη» για τον GOAT, πήγαν περίπατο. Ναι, ο Ναδάλ και ο Τζόκοβιτς είχαν περισσότερα Majors, όμως παρά το γεγονός πως μιλάμε για δύο διαγαλαξιακού διαμετρήματος παίκτες, η καρδιά της συντριπτικής πλειονότητας των φιλάθλων είχε διαφορετική γνώμη.
Φύγαμε από το γήπεδο με την χαρμολύπη να φέγγει σαν ταμπέλα neon στο πρόσωπό μας. Τον πείραξα για τρισχιλιοστή φορά, λέγοντάς του πως είχε μια θαυματουργή αντίληψη των πραγμάτων, αν και ήξερα πως κάτι τέτοιο δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό και φλέρταρα με το να μου σούρουν ακόμα και το προπατορικό αμάρτημα. Γι’ αυτό δεν κουβαλούσα πάντα κι ένα φύλλο συκής στην τσάντα μου;
Φτάσαμε στην Ελλάδα, μπήκαμε στο αμάξι και οδηγήσαμε αμίλητοι σχεδόν μέχρι το κέντρο της πόλης.
«Θες να σε πάω μέχρι το σπίτι;», τον ρώτησα. Μου είπε πως προτιμούσε να περπατήσει.
Του άνοιξα την πόρτα. Έβγαλε το λευκό του μπαστούνι και χτυπώντας το στον δρόμο έφτασε μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Σταμάτησε.
Γύρισε προς τα κει που υπέθετε πως καθόμουν.
«Η ομορφιά πάντα θα σώζει τον κόσμο, έτσι δεν είναι;», με ρώτησε θλιμμένα.
«Ναι, φυσικά.»
«Θα συνεχίσουμε να πηγαίνουμε σε αγώνες τένις;», μου είπε.
«Ναι, το ξέρεις».
«Δε θα είναι όμως το ίδιο χωρίς αυτόν. Θα είναι;».
Ήθελα να ουρλιάξω «ναι» με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, όμως αγαπούσα πολύ τον φίλο μου για να του πω ψέματα.
Από δω και πέρα απλώς δε θα ήταν το ίδιο.
Πώς θα μπορούσε, άλλωστε;
Είχαμε δει και οι δύο τον Ρότζερ Φέντερερ να παίζει τένις.
Πηγή: Sport DNA