Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που ουσιαστικά αποχώρησε από τον κόσμο του τένις ο Σουηδός επαναστάτης Μπγιορν Μποργκ.

Ήταν 13 Σεπτεμβρίου του 1981, στα αφιλόξενα κορτς του Flushing Meadows στη Νέα Υόρκη, όταν αντιμετώπιζε το μεγάλο του αντίπαλο, Τζον Μάκενρο.

Ο Σουηδός τότε ήταν το #1 στο παγκόσμιο ranking, στις μάχες με τον ιδιόρρυθμο Αμερικανό προηγείτο με 7-6.

Το US Open ήταν πάντοτε η νέμεσή του, δεν το είχε κατακτήσει ποτέ (όπως και το αυστραλιανό, αλλά αυτό δεν τον έκαιγε τόσο) κι ας είχε φτάσει τρεις φορές στον τελικό.

Η πρώτη φορά ήταν το 1976 στο Forest Hills, όταν λύγισε στο τέταρτο σετ στη μεθοδικότητα του Τζίμι Κόνορς, μετά από ένα συγκλονιστικό 11-9 στο tie break.

Το 1978, το Open μεταφέρθηκε στο Flushing Meadows Park, το χορτάρι αντικαταστάθηκε από τσιμέντο και ο Μποργκ ήταν στο peak της δημοφιλίας και της καριέρας του, έχοντας σαρώσει και στο Roland Garros και στο Wimbledon.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς την απόλυτη ανωτερότητα του Μποργκ τότε ή να τον συγκρίνει ας πούμε με τον σημερινό υπεραθλητή Νόβακ Τζόκοβιτς που εκτιμώ ότι του μοιάζει περισσότερο στο στυλ.

Ο Μποργκ δεν είχε ποτέ την εξωγήινη μεθοδικότητα και το class του Φέντερερ, δεν ήταν τόσο αθλητικός και σταθερός όσο ο Ναδάλ, αλλά ούτως ή άλλως είναι εντελώς αδόκιμο να συγκρίνει κανείς εκείνες της εποχές του αθλήματος με το σύγχρονο τένις.

Γεγονός είναι, ότι εκείνη την άνοιξη του ’78, ο Μποργκ είχε κερδίσει όλα τα παιχνίδια του, χωρίς να αφήσει αντίπαλο να κερδίσει πάνω από τρία σετ.

Στο Παρίσι, σε σύνολο 21, σετ είχε χάσει μόλις δύο, στο Λονδίνο τα πήγε χειρότερα. Έχασε τρία. Στον τελικό, και πάλι τον περίμενε ο Αμερικανός Τζίμι Κόνορς, μόνο που πριν το παιχνίδι ο Σουηδός παθαίνει κάταγμα στον αντίχειρα.

Χάνει, παρόλο που ο τραυματισμός γίνεται γνωστός μόνον εκ των υστέρων. Ήταν τόσο νάρκισσος που πίστευε ότι ακόμα και με σπασμένο αντίχειρα θα κερδίσει τον Κόνορς.

Περνούν ακόμη δυο χρόνια, ο Μποργκ φτάνει στη Νέα Υόρκη και πάλι σαν φαβορί, παρά το γεγονός ότι η χρονιά του δεν είναι το ίδιο διαστημική με το ’78. Έχει και πάλι κυριαρχήσει στο Παρίσι και στο Wimbledon, όπου νίκησε το «κακό παιδί» Μάκενρο.

Ακριβώς αυτός είναι ο αντίπαλος και στο Flushing Meadows, ένας Μάκενρο που έχει πετάξει εκτός τουρνουά και τον Ιβάν Λεντλ στα προημιτελικά και τον Κόνορς στον ημιτελικό.

Ο τελικός του 1980 είναι ο μεγαλύτερος τελικός στην μέχρι τότε ιστορία του τένις. Είχαν γίνει 130 τελικοί μέχρι τότε στο US Open, κανένας όπως η μάχη του 1980. Ο Αμερικανός επικρατεί με 6-4 στο πέμπτο σετ, είναι ο τελικός της καριέρας του, “The making of McEnroe”, όπως έμεινε στην ιστορία.

Ο Μποργκ δήλωσε ότι ο αντίπαλος το άξιζε γιατί το ήθελε περισσότερο. Και ανανέωσε το ραντεβού για την επόμενη σεζόν.

Πράγματι, έτσι έγινε.

Έναν χρόνο αργότερα, Μποργκ και Μάκενρο δίνουν τα χέρια στο φιλέ και ξεκινά ο τελικός του US Open. Όλος ο κόσμος περιμένει μια συγκλονιστική μάχη, αν όχι ανώτερη, ανάλογη της περασμένης σεζόν.

Ο Μποργκ κερδίζει το πρώτο σετ με 6-4, κατόπιν όμως δεν επανεμφανίζεται στα κορτ. Χάνει «σβηστά» με 1-3, κερδίζει μόλις 9 games όλα κι όλα. Προς έκπληξη όλων, δεν μένει καν στο τεραίν μετά την καθιερωμένη χειραψία με τον Μάκενρο στο φιλέ, κάνει ένα νεύμα με τη ρακέτα στο διαιτητή και αποχωρεί για τα αποδυτήρια.

Απόρησε ακόμη και ο «τρελός» Μάκενρο. Ο Μποργκ δεν μπήκε καν στα αποδυτήρια, πήρε απλώς τα κλειδιά από το αυτοκίνητο και έφυγε με τα στολή απ’ ευθείας από το γήπεδο, προσπαθώντας να αποφύγει fans και Τύπο. Όπως θα γράψει στη βιογραφία του “Serious” o Μάκενρο, από τη χειραψία στο φιλέ, είχε φανεί ότι ο Μποργκ ήταν σεληνιασμένος.

Εκείνη η χειραψία σήμανε και την εξαφάνιση του Μποργκ από το παγκόσμιο τένις. Ήταν μόλις 25 ετών, στην πιο παραγωγική θεωρητικά ηλικία της καριέρας του και έτοιμος να παγιωθεί στην κορυφή για πολλά χρόνια. Η αποχώρησή του εκτόξευσε τον Μάκενρο στο #1 της παγκόσμιας κατάταξης, τον βοήθησε να φτάσει στο απόγειο της καριέρας του που το τοποθετώ στο 1984.

Εκείνη η νίκη του Τζον στο Flushing Meadows ήταν και το ιστορικό «7-7», η ισοφάριση στις μεταξύ τους μονομαχίες. Ο Μποργκ αποχώρησε -ομολόγησε αργότερα- επειδή πλέον «δεν είχε πλάκα, δεν το ευχαριστιόταν».

Κατ’ άλλους, δεν άντεχε την πίεση, τους σπόνσορες, τη στροφή που είχε πάρει το τένις και απασχολούσε ολοένα και μεγαλύτερο κοινό, όχι μόνο τους «άριστους». Επισήμως, για την παγκόσμια Ομοσπονδία, «έκανε ένα διάλειμμα», αφού έτρεχαν δεκάδες συμβάσεις και οι ρήτρες, εάν και εφόσον ενεργοποιούνταν, ήταν ικανές να τον οδηγήσουν ακόμη και στην πτώχευση.

Το 1982 εμφανίστηκε μόνο στο Monte Carlo, απέκλεισε τον Ισπανό Φερνάντο Λούνα σε δύο σετ και τον Ιταλό Αντριάνο Πανάτα σε τρία σετ. Κόντρα στον Γιανίκ Νοά όμως, δεν πήρε ανάσα. Αποκλείστηκε στον τρίτο γύρο και, παρόλα αυτά, έμοιαζε ευτυχισμένος.

Στη διάρκεια του έτους, είχε παρουσιαστεί σε κάποια τουρνουά πιο πολύ επιδεικτικού χαρακτήρα, είχε κερδίσει μάλιστα και τον Λεντλ, τον Μάκενρο, τον Κόνορς, έμοιαζε να το διασκεδάζει, σχεδόν όσο στην προ-Open εποχή.

Η Παγκόσμια Ομοσπονδία Τένις (ITF) το εκλάμβανε ως κοροϊδία, θεωρούσε ότι ο Σουηδός εμπαίζει τους κανονισμούς, ότι ακολουθεί το δικό του ξεροκέφαλο μονοπάτι και γι’ αυτό θέσπισε έναν μίνιμουμ αριθμό αγώνων και τουρνουά, προκειμένου να έχει το δικαίωμα κανείς να συμμετάσχει στα μεγάλα τουρνουά και το Grand Slam.

Ο Σουηδός έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια και τους νομικούς που ζάλιζαν το κεφάλι του και ασφαλώς και την ITF που έψαχνε τρόπους να τον «συνετίσει».

Έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα το 1983, επανεμφανίστηκε εν μέσω αποθέωσης στο Monte Carlo και έχασε στον πρώτο γύρο από τον Ανρί Λεκόντ, μετά από ένα συγκλονιστικό 4-6, 7-5 και 7-6. Το ball boy ορκίζεται ότι στο τελευταίο ρεβέρ (χαρακτηριστική του κίνηση) του ψιθύρισε ότι θα αστοχήσει επίτηδες. Και αστόχησε. Για κάτι λιγότερο από πέντε εκατοστά.

Χαμογέλασε και δεν ξανακοίταξε πίσω. Ήταν σαν να φωνάζει “stop” σε όλο τον κόσμο, σόκαρε όλο τον «καθωσπρέπει» οργανισμό του τένις, μέχρι και ο Μάκενρο επιστρατεύτηκε για να τον κάνει να αλλάξει γνώμη και να επιστρέψει στα κορτ, ο Μπγιορν όμως ήταν αμετάπειστος. Δεν σόκαρε κανέναν η απόφασή του, τα υψηλά κλιμάκια επί μια διετία έψαχναν τρόπο να απαλλαγούν από την παρουσία του που «διακωμωδούσε» την αριστοκρατική ευγένεια του αθλήματος.

Προφανώς, οι «ειδικοί» ξεχνούσαν ότι ο Μποργκ ήταν και είναι ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών, ο αθλητής που έφερε επανάσταση στο παγκόσμιο τένις, που εισήγαγε την έννοια του top spin σαν να μην υπήρχε ποτέ πριν απ’ αυτόν.

Ο Μποργκ από εξαίρεση το έκανε κανόνα, έκανε θεαματικό ένα άθλημα «γραμμών», μία βαρετή ανταλλαγή ευθείων και διαγώνιων χτυπημάτων που ικανοποιούσαν μόνο το Λόρδο του Colchester στην κερκίδα και τη συνοδό του με το εκκεντρικό καπέλο.

Το drive του ήταν περίπου αυτό που θαυμάζουμε στον Ρότζερ Φέντερερ, το ρεβέρ ήταν εκείνο που έκανε χιλιάδες παιδάκια να πιάσουν μια ρακέτα και να ψάχνουν τρόπο να παίξουν τένις. Στο έμφυτο ταλέντο προσθέστε μια παροιμιώδη αυτοσυγκέντρωση, μια εκπληκτική φυσική κατάσταση και έχετε την εικόνα ενός αθλητή που έφερε την επανάσταση σε ένα άθλημα που είχε μείνει στάσιμο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Εικάζεται ότι οι παλμοί του όταν έπαιζε ήταν πολύ κάτω από το μέσο όρο των υπολοίπων συναθλητών. Δεν αισθανόταν καθόλου πίεση, ακολουθούσε το δικό του παιχνίδι, τη δική του θεωρία που επικεντρωνόταν στο βάθος του κορτ και καθόλου στα ανεβάσματα στο φιλέ ή στις διαγώνιους.

Κάποια στιγμή, τον είχαν βάλει να συναγωνιστεί το Γερμανό τετρακοσάρη πρωταθλητή του στίβου Χάραλντ Σμιντ «στο μίλι», όπως συνηθίζετο τότε. Για να του αποδείξουν ότι δεν είναι τόσο αθλητικός όσο νόμιζε ότι είναι. Ο Μποργκ κέρδισε με χαρακτηριστική άνεση. Στη γραμμή του τερματισμού, αφού αγκάλιασε το Σμιντ, γύρισε και έκλεισε το μάτι στους Γερμανούς δημοσιογράφους: “Alles klar?” -«όλα ξεκάθαρα;».

Αυτός ήταν ο Μποργκ, ο πρώτος που «δίδαξε» το ρεβέρ με δύο χέρια (που το έκανε και ο Κόνορς αλλά εντελώς άψυχα), τότε ανήκουστο και παράδοξο, σήμερα όποιος πιάσει με το ένα τη ρακέτα, είναι από hipster μέχρι νοσταλγός του παρελθόντος. Τόσο μπροστά ήταν ο Μπγιορν.

Το ζήτημα με τον Μποργκ είναι πως ουδέποτε διαφήμισε το στυλ του ή θέλησε να το υιοθετήσει ο υπόλοιπος κόσμος του τένις. Απλώς έπαιζε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ούτε επανάσταση ήθελε να επιφέρει ούτε επεδίωξε να τον μετονομάσουν αργότερα σε «προφήτη» του σπορ.

Δεν είπε ποτέ να παίρνουν όλοι βάθος και να παίζουν πίσω από τις γραμμές, δεν είχε καμία απαίτηση να βρίσκονται οι υπόλοιποι στο δικό του επίπεδο φυσικής κατάστασης.

Πρώτος απ’ όλους, το παραδέχτηκε ο μεγάλος Ιβάν Λεντλ, ίσως ο πιο αθλητικός τενίστας εκείνης της εποχής, βασιλιάς της προετοιμασίας και πιο «στεγνός» και από bodybuilder πριν τους αγώνες του Mister Olympia.

Οι δυο τους ήταν οι πρόδρομοι του τένις των τεσσάρων ωρών, του τένις των maximum δέκα βολέ σε ένα μεγάλο παιχνίδι Grand Slam.

Ένας από τους μεγάλους αντιπάλους του Μποργκ εκείνης της εποχής, ο Βιτάις Γκερουλάιτις, είχε πει χαρακτηριστικά:

«Πάντοτε, πριν τον αντιμετωπίσω, είχα καταστρώσει μαζί με το επιτελείο και τους προπονητές μου, τουλάχιστον τριάντα διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισής του. Τους ακύρωνε και τους τριάντα, πριν τελειώσει το δεύτερο σετ».

Ο δύσμοιρος Γκερουλάιτις είχε χάσει 16 συνεχόμενες φορές, τον έβλεπε στον ύπνο του και ξυπνούσε ιδρωμένος. Όχι ότι άλλοι, ακόμη πιο διάσημοι από τον Αμερικανό με τις λιθουανικές ρίζες, ήταν πιο τυχεροί.

Ο μεγάλος Τζίμι Κόνορς είχε χάσει 9 συνεχόμενες φορές, κάθε φορά εμφανιζόταν καλύτερος, πιο προετοιμασμένος, πιο έτοιμος και έχανε διότι ο Μποργκ έκρυβε συνεχώς καινούριους λαγούς κάτω από το καπέλο.

Ο Μποργκ κέρδισε έξι φορές το Roland Garros, πέντε το Wimbledon, τρεις σεζόν και τα δύο μαζί, το 1978-79 και το 1979-80. Ήταν ικανός να περνά με χαρακτηριστική ευκολία από το κόκκινο παρισινό χώμα στο serve and volley (στην πρώτη μπαλιά) του Wimbledon, σε ένα δίμηνο. Για πλάκα.

Ντεμπουτάρισε στο Davis στα 15 του, ολοκλήρωσε με 63 τίτλους, εκ των οποίων δύο Masters (το ‘79 και το ‘80), ανέβηκε στο #1, 23 Αυγούστου του 1977, έπεσε μια εβδομάδα αργότερα, ξανανέβηκε και έκτοτε συμπλήρωσε 108 βδομάδες στην κορυφή.

Είναι πια ο 8ος καλύτερος τενίστας όλων των εποχών, γιατί με τα «τέρατα» που εμφανίστηκαν από το 2000 και μετά, το άθλημα έλαβε άλλη μορφή.

Τα νούμερα όμως δεν αποτυπώνουν ποτέ όλη την αλήθεια. Δεν αποδίδεται με νούμερα το impact στο ίδιο το άθλημα, η επανάσταση στην προσέγγιση όχι του κοινού ή των κριτών, αλλά των ίδιων των συναθλητών του. Και πάνω απ’ όλα έφερε στον κόσμο του τένις την έννοια «μονομαχία», με εκείνες τις επικές μάχες με τον Τζον Μάκενρο.

Δύο διαφορετικοί χαρακτήρες, δύο διαφορετικοί τενίστες, δύο διαφορετικές αισθητικές. Οι δυο τους ήταν κάτι περισσότερο από δύο τενίστες, ήταν δύο τρόποι ζωής που απέκτησαν είτε φανατικούς οπαδούς είτε ακόμη πιο φανατικούς πολέμιους.

Ο Σκανδιναβός ήταν ο παγωμένος αθλητής-υπολογιστής με τα μεγαλοφυή χτυπήματα, ο Αμερικανός ήταν ο νευρώδης τύπος που θα ανέβει στο φιλέ, θα χτυπήσει τη ρακέτα στο έδαφος, θα ουρλιάξει στο λάθος, θα διαμαρτυρηθεί στον κριτή.

Ο Μάκενρο έβγαζε στο τεραίν όλο του το dna. Γεννημένος στη Γερμανία, με ιρλανδικό αίμα, παρόλα αυτά Αμερικανός 110%. Οι δυο τους είχαν δημιουργήσει μια αντιπαλότητα που τότε και λόγω μόδας άγγιζε τα όρια του Star Wars. Έπρεπε με το ζόρι να επιλέξεις πλευρά: ή θα είσαι με τους Jedi ή με τους Sith.

Από τη μια το ζεν του βίκινγκ με το μακρύ μαλλί και την κορδέλα στο μέτωπο, από την άλλη η τρέλα του Αμερικανού με το κατσαρό μαλλί. Περιττό να αναφερθεί ο πρώτος «πόλεμος» με τους σπόνσορες, με τις τότε θρυλικές Fila (του Μποργκ) και Sergio Tacchini (του Μάκενρο) να ερίζουν για το ποια θα παρουσιάσει το καλύτερο προϊόν και το ποια θα επικρατήσει.

Μποργκ και Μάκενρο ήταν δύο διαφορετικοί κόσμοι τον ίδιο πλανήτη, δύο τόσο εκ διαμέτρου αντίθετες κουλτούρες που στο τέλος έβρισκες κοινά σημεία στην αντίθεση. Διότι αμφότεροι ήθελαν τη μοναξιά της κορυφής, αμφότεροι τα κατάφεραν, καθένας με το δικό του τρόπο.

Μόνο που όταν τα κατάφερε ο Τζον, o Μπγιορν είχε αποφασίσει να κάνει πέρα, να αφήσει το παλκοσένικο κενό για τον επόμενο.

Ακόμα και σήμερα συναντά κανείς ανθρώπους -ερασιτέχνες τενίστες- που προσπαθούν να τους αντιγράψουν, να τους μοιάσουν.

Είναι πιστοί, κουλτούρες που έχουν τις ίδιες συνήθειες, τις ίδιες εμμονές, το ίδιο υπερμεγέθες «εγώ» που είχαν οι ήρωες των παιδικών τους χρόνων.

Τσακώνονται για το εάν ήταν «μέσα ή έξω», ζητούν τη συνδρομή των άτυχων περαστικών και φαντασιώνονται ότι βρήκαν κριτή στο Wimbledon.

Πάνω απ’ όλα, προσπαθούν να ξαναζήσουν εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου του 1980, τον «Αγώνα του Αιώνα» όπως είχε ονομαστεί ο τελικός του Λονδίνου της 5ης Ιουλίου του 1980.

Ο Μποργκ είχε ήδη κερδίσει πέντε φορές στο Roland Garros και τέσσερις στο Wimbledon. Συνεχόμενες.

Ο τελικός του Wimbledon δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιχνίδι τένις, είχε αναγορευθεί σε σύγκρουση τιτάνων από τα media της εποχής, ακόμα και στην Ελλάδα μεταδόθηκε ζωντανά.

Ήταν ένας τελικός από εκείνους που το hard drive του μυαλού κάνει save αυτόματα, θυμάσαι που ήσουν, με ποιους, τι έκανες, τι αισθανόσουν. Έχουν περάσει δεκάδες χρόνια από τότε κι όμως ακόμη θυμάμαι τον Διακογιάννη να λέει ότι ο Νέλσον Μαντέλα είχε ζητήσει από τους δεσμοφύλακές του στο Robben Island ένα τρανζιστοράκι για να ακούσει το παιχνίδι, ότι ο Άντι Γουόρχολ είχε ξυπνήσει νωρίς στο σπίτι της μάνας του για να μην χάσει την απευθείας μετάδοση.

Μου είχαν κάνει τρομερή εντύπωση τα λευκά μπαλάκια, ο κάκιστος αγωνιστικός χώρος, το βροχερό Λονδίνο, ενώ στην Αθήνα είχε περίπου 35 βαθμούς Κελσίου. Στο σπίτι βλέπαμε για πρώτη φορά όλη η οικογένεια τένις, ήταν ένα κλασικό Σάββατο μπροστά στην οβάλ οθόνη της Grundig, εκείνης με το «προστατευτικό» μπροστά. Οι πιτσιρικάδες όλοι με το Μάκενρο που ήταν ο showman, οι «μεγάλοι» με το σκανδιναβικό κομπιούτερ.

Ο Μποργκ προηγείται 2-1 σετ και σερβίρει στο τέταρτο με το σκορ στο 5-4 υπέρ του. 40-15. Του λείπει ένας μόλις πόντος για να (ξανα)γίνει ο βασιλιάς του Λονδίνου.

Ο Μάκενρο όμως απλώς αρνείται να χάσει, δεν καταδέχεται να χάσει. Παίρνει το game και σπάσει την απαράμιλλη ησυχία του αγγλικού ναού του τένις με ένα πολύ δυνατό “c’mon!”, όταν πρέπει να σερβίρει.

Ήταν θέμα χρόνου να πάμε στο tie break. «Εκείνο» το tie break.

Ο Τζον είναι πίσω συνέχεια. Ξανάρχεται από την κόλαση σε επτά matchpoint του Μποργκ, στο πέμπτο σετ λυγίζει. Ο Μποργκ στον τελευταίο πόντο γονατίζει και κοιτάζει στον ουρανό που έχει σχεδόν σκοτεινιάσει. Σηκώνεται αμέσως, χαιρετά στο φιλέ το Μάκενρο και ξανακοιτάζει ψηλά.

Την ίδια στιγμή, ο σπουδαίος Αμερικανός περπατά στη γωνία του. Είναι τα δυσκολότερα βήματα της καριέρας του όπως θα πει ο ίδιος χρόνια αργότερα.

Ο Μποργκ δεν ξαναείδε ποτέ εκείνον τον τελικό. Το έκανε μόνον όταν τον παρακάλεσε ο γιος του, σαν δώρο γενεθλίων. Ξανάνιωσε ακριβώς το ίδιο συναίσθημα με εκείνο το απόγευμα, θυμήθηκε ότι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή που φοβήθηκε την ήττα. Δεν το είχε ξανανιώσει ποτέ, εκείνος ο τελικός τον άλλαξε και τον προσδιόρισε ως άνθρωπο και ως αθλητή.

Το Λονδίνο πάντοτε το αντιμετώπιζε διαφορετικά, ήταν ούτως ή άλλως προληπτικός, αλλά στο Λονδίνο το τερμάτιζε. Έμενε στο ίδιο δωμάτιο του ίδιου ξενοδοχείου, είχε μαζί του ακριβώς τον ίδιο αριθμό από πετσέτες, άφηνε την τσάντα του ακριβώς στην ίδια θέση, φορούσε τα ίδια ρούχα. Ακόμα και με τις γυναίκες (και είχε αμέτρητες groupies τότε) επέλεγε να κάνει «ένα διάλειμμα», ήταν το μοναδικό τουρνουά στο οποίο «απείχε» από το σεξ, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για εκείνον.

Πάντοτε σαν playboy λογιζόταν ο Σουηδός, από την εποχή που άφησε την καλλονή Μαριάννα Σιμιονέσκου, για μια νικήτρια «διαγωνισμού βρεγμένο μπλουζάκι» στον οποίο τον είχαν καλέσει για «κριτή» κάποιο βράδυ σε ένα μπαρ.

Mάλιστα, έκανε και παιδί μαζί της, πριν την αφήσει κι αυτή για τη διάσημη Ιταλίδα ρόκερ Λορεντάνα Μπερτέ που του τη γνώρισε ο συμπαίκτης του και πρώην της Αντριάνο Πανάτα.

Με τη Λόρι έζησαν μια πολύ έντονη ιστορία, γεμάτη πάθη και τρελό έρωτα που εξελίχθηκε σε μίσος.

Πέρασε από χίλια κύματα η σχέση τους, υπάρχουν υπόνοιες για χρήση ναρκωτικών, για απόπειρες αυτοκτονίας, για ενδοοικογενειακή βία, για ατέλειωτες εξωσυζυγικές σχέσεις, για τη μητέρα του που δεν την ήθελε ποτέ επειδή «έπρεπε» τα παιδιά να είναι καθαρόαιμα «σουηδάκια» και όχι «μιγάδες» όπως έλεγε η κυρία Μποργκ.

Χώρισαν το 1992, ο Μποργκ (ξανα)παντρεύτηκε το 2002 πια με την Πατρίσια Όστφελντ, χωρίς να έχει εκδοθεί ποτέ διαζύγιο. Του κόστισε πέντε εκατομμύρια ευρώ εκείνη η απερισκεψία της διγαμίας, ανέκαθεν πίστευε όπως και στο τένις ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όποτε θέλει, χωρίς να δίνει λογαριασμό πουθενά.

Πολύ περίεργη περίπτωση ανθρώπου, σίγουρα απ’ αυτές που δεν συναντά κανείς κάθε μέρα. Το απέδειξε και το 1991, όταν ξαφνικά αποδέχθηκε την πρόταση των διοργανωτών στο Monte Carlo, για να ξαναπαίξει τένις.

Επειδή όπως είπε «ήθελα να παίξω λίγο τένις και ήταν δίπλα στο σπίτι μου». Πράγματι τότε ζούσε στο Μονακό, στο Cap Ferrat, είκοσι λεπτά από τα γήπεδα.

Βρήκε τον κόσμο του τένις αλλαγμένο, πρώτα απ’ όλα ήθελε να παίζει με ξύλινη ρακέτα, πήγε την Donnay του σε έναν τεχνίτη στο Cambridge και τον έβαλε να την αντιγράψει με σχολαστική ακρίβεια, να τη βάψει μαύρη και να αφαιρέσει το σπόνσορα της Pro One που είχε «μετακομίσει» στον Αντρέ Άγκασι.

Εμφανίστηκε ευδιάθετος στην συνέντευξη Τύπου, είπε ότι προπονήθηκε με το συμπατριώτη του Γιόνας Σβένσον, ο οποίος ρωτήθηκε σχετικά και απάντησε ότι «ο Μποργκ είναι ο καλύτερος στον κόσμο με ξύλινες ρακέτες».

Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι το τένις είχε ξεπεράσει προ πολλού την εποχή του ξύλου και ένας απλώς μέτριος τενίστας όπως ο Ζόρντι Αρέζε, δεν είχε κανένα πρόβλημα να κερδίσει κατά κράτος το Σουηδό, κρατώντας τη Dunlop του από γραφίτη.

Ήταν ένα πολύ μελαγχολικό παιχνίδι κι ας ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Στην εξέδρα ήταν οι groupies του που φώναζαν «ζήτω ο βασιλιάς». “Vive Le Roi – Long Live the King!”. Υπήρχε ο ρομαντισμός της δεκαετίας του ’70 διάχυτος στην ατμόσφαιρα, μόνο που δυστυχώς το ημερολόγιο έδειχνε 1991.

Ο ίδιος δεν φάνηκε να πτοείται από τον -κακά τα ψέματα- εξευτελισμό του. Δήλωσε ευδιάθετα ότι έχει σκοπό να παρουσιαστεί και στη Ρώμη, στο Roland Garros, στο Wimbledon, για να (ξανα)αποκτήσει επαφή με το άθλημα.

Δεν θα φτάσει σε κανένα από αυτά τα μεγάλα τουρνουά, θα χάσει σε οποιοδήποτε κορτ εμφανιστεί, διασύροντας το μύθο του. Τον κερδίζει ο κάθε πικραμένος που μπορεί να διηγείται στα εγγόνια του ότι «κάποτε, κέρδισα το Μποργκ».

Ο ίδιος ο Σουηδός, πολλά χρόνια αργότερα, θα παραδεχτεί ότι ήταν ένα από τα μεγάλα λάθη στη ζωή του. «Ήθελα μόνο να ξαναπαίξω τένις», είπε στην τελετή βράβευσής του στο Λονδίνο για το “BBC Sports Personality lifetime achievement award”.

Η αλήθεια είναι ότι για όλους ο Μποργκ είχε σταματήσει εκείνο το απόγευμα της ήττας από τον Λεκόντ και πάλι στο Monte Carlo. Είχε επιλέξει να φύγει #1 και τα κατάφερε, ίσως με έναν τρόπο μπρούσκο και γκροτέσκο, αλλά δεν είχε διασύρει την εικόνα του.

Η επιστροφή του στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και στα 35 του ήταν ένα έγκλημα. Πολύ απλά, γιατί χάλασε την ανάμνηση που είχε καθένας μας γι’ αυτόν.

Ίσως βέβαια, ήθελε να τα βάλει με τους εσωτερικούς του δαίμονες που τον κατέτρεχαν από μικρό παιδί, ίσως ήθελε να κλείσει ένα κεφάλαιο της ζωής του που αισθανόταν ότι είχε αφήσει ανολοκλήρωτο, ίσως είχε στο μυαλό του ένα ρομαντικό τέλος με τον ίδιο να υψώνει στον ουρανό του Λονδίνου ένα τρόπαιο και να λέει συγκινημένος ότι σταματάει.

Ήταν πολύ σκληρή εικόνα για όλους μας να τον παρακολουθούμε με οίκτο να «τρώει ξύλο» από μέτριους αθλητές, να μην του βγαίνει το παραμικρό και να τον έχει ξεπεράσει η εποχή.

Στο μυαλό όλων είχε μείνει η εικόνα του να γονατίζει μετά «τον τελικό του αιώνα» στο Wimbledon, με τα χέρια να καλύπτουν το πρόσωπο και μια υποψία δακρύων να αχνοφαίνεται στα μάτια.

Κατάλαβε αργά ότι ο κόσμος δεν είναι όλος δικός του, ότι δεν φτάνει η θέληση, αλλά χρειάζεται και η αθλητική ικανότητα.

Σκεφτείτε να επέστρεφε, παραδείγματος χάριν, ο Μάικλ Τζόρνταν, επτά χρόνια μετά από εκείνη την άθλια απόφαση να πάει να παίξει baseball. Σκεφτείτε τον κορυφαίο επτά ολόκληρα χρόνια μακριά από το μπάσκετ και αναλογιστείτε πόσο διαφορετικά θα μπορούσε να έχει γραφτεί η ιστορία.

Ο Μποργκ δεν κατάλαβε έγκαιρα ότι δεν είναι ανίκητος. Ήταν τόσο νάρκισσος, τόσο γοητευτικά αυτοκαταστροφικός.

Μετά το αποτυχημένο come-back, αποσύρθηκε στην πατρίδα του, γύρισε στη Σουηδία μήπως αναστήσει την εταιρεία με εσώρουχα που είχε ξεκινήσει τις εποχές που ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός. Την έφτασε στο #2 στην εγχώρια αγορά, πίσω μόνο από τον παντοκράτορα του χώρου Calvin Klein.

Πριν χρόνια, με μεγάλη λύπη διάβασα στα «ψιλά» μιας ξένης ιστοσελίδας ότι ο οίκος Bonhams έβγαλε σε πλειστηριασμό τα τρόπαια και τα κύπελλα που κέρδισε στην καριέρα του. Ότι ήταν η μόνη διέξοδος για να αποφύγει ο Μποργκ την οικονομική καταστροφή.

Κράτησε μόνο τα τρόπαια του Wimbledon και του Roland Garros, αργότερα αναγκάστηκε να τα διαθέσει κι αυτά σε πλειστηριασμό. Τα email από όλον τον κόσμο έφταναν κατά χιλιάδες, τα τηλεφωνήματα εκατοντάδες για να μην το κάνει.

Μέχρι και ο «αιώνιος εχθρός» Μάκενρο, του τηλεφώνησε για να τον αποτρέψει από την ανοησία, ο Αγκάσι προσφέρθηκε να τα αγοράσει για να τα δωρίσει σε κάποιο μουσείο, ο Κόνορς το ίδιο.

Η αγάπη του κόσμου κατάφερε να μαζέψει τελικά το απαιτούμενο ποσό, τα τρόπαια έμειναν στο σπίτι του μαζί με την αξιοπρέπειά του. Οι παλιοί του αντίπαλοι μάλιστα φρόντισαν να του επιστραφούν και τα περισσότερα από εκείνα που είχε προλάβει να πουλήσει.

Πιθανόν, εκεί αντιλήφθηκε ότι το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή του ήταν ότι δεν άφησε τον χώρο και το χρόνο στον εαυτό του να ασχοληθεί με τους γύρω του, να τους αγαπήσει και να τους σεβαστεί νωρίτερα, στο σωστό χρόνο.

Η ζωή του, παρότι γοητευτική και γεμάτη εμπειρίες όταν έλαμπε, ήταν κατ’ ουσίαν φτωχή, γιατί οι διαπροσωπικές σχέσεις με τους γύρω του ήταν ανύπαρκτες.

Εδώ είναι το οξύμωρο του Μποργκ. Λατρεύτηκε και θαυμάστηκε από τον περίγυρό του, όπως θα ήθελε κάθε star, ενώ είχε ήδη γεννηθεί νάρκισσος.

Κι αυτό, τον κάνει μοναδικό.

Πηγή: Athletes’ Stories