Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

Το τέλειο τετράγωνο δεν έχει γωνίες.

Η τέλεια τέχνη δεν έχει νόημα.

Η τέλεια συνουσία δεν έχει οργασμό.

Η τέλεια μορφή δεν έχει σχήμα.

Η διδασκαλία ΤΑΟ που συμπεριλαμβάνει όλες τις δοξασίες της παραδοσιακής κινεζικής θρησκείας, εμπλουτισμένης από τη διδασκαλία του Λάο Τσε και από τη σκέψη άλλων θρησκευτικών κινημάτων της Άπω Ανατολής, συμφωνεί απόλυτα με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Πως τίποτε δεν είναι άψογο, αλλά πάντα υπάρχουν ελαττώματα και παραλείψεις.

Στην πραγματικότητα, η τελειότητα επιτυγχάνεται, όχι όταν δεν υπάρχει τίποτα να προσθέσεις μα όταν δεν υπάρχει τίποτα να αφαιρέσεις.

Όσοι λοιπόν είχαν την τύχη να μεγαλώσουν ποδοσφαιρικά στα 80s και τα 90s θα έβαζαν άνετα το χέρι τους στη φωτιά ισχυριζόμενοι πως ποτέ τους δεν είδαν να υπάρχει μεγαλύτερη ισορροπία, πως τίποτα δεν άγγιξε περισσότερο την τελειότητα, όσο το παίξιμο του Λόταρ Ματέους.

Ωστόσο, εκείνος εμφανίστηκε στο χορτάρι για να ακυρώσει όλες τις πεποιθήσεις του αρχαίου κόσμου. Το πρόβλημά του ήταν πως δεν είχε κανένα ελάττωμα, δεν εμφάνιζε κανένα απολύτως ψεγάδι. Το πιο ξεχωριστό πάνω του ήταν πως τα κατάφερνε, δίχως να είναι φαντεζί με την έννοια του jogo bonito. Τα πάντα υπήρξαν αφτιασίδωτα, απλά, σταθερά, συγκεκριμένα, μα πάντοτε ανώτερα. Έμοιαζε πιο πολύ με ένα αδάμαστο άλογο που ξεχύνεται και τίποτα δεν μπορεί να βάλει φρένο στον καλπασμό του.

«Πουλάρι» και ψίθυροι

«Τη μισή μέρα παίζαμε μπάλα στην αυλή με τον αδερφό μου. Ήμασταν ευτυχισμένοι και τυχεροί. Ο πατέρας εργαζόταν στο εργοστάσιο της Puma και τα Σαββατοκύριακα μάς έπαιρνε μαζί του. Πακετάραμε κι εμείς και πάντοτε μας έδιναν ένα δώρο. Είχαμε πολλές μπάλες και καινούργια παπούτσια. Όλα ήταν φανταστικά. Ο αδερφός μου ήθελε να είναι ο Μπεκενμπάουερ, αλλά εγώ ήμουν πάντοτε ο Πούσκας.

Ήθελα να βάζω γκολ, αλλά βαριόμουν και να περιμένω στην επίθεση. Οπότε, γυρνούσα πίσω, έπαιρνα την μπάλα, τους πέρναγα όλους και σκόραρα. Και όλοι θύμωναν μαζί μου».

Ήταν εννέα ετών, όταν μπήκε για πρώτη φορά σε ακαδημία. Η αρχή έγινε με την ομάδα της πόλης του, Έρλανγκεν, στη Βαυαρία, μα δύο χρόνια αργότερα το παιδομάζωμα της Χέρζογκεναουραχ θα του έδινε την πρώτη σημαντική ευκαιρία.

Εκεί αρχικά τον λογάριαζαν για επιθετικό. Δικαίως. 20 γκολ σε 22 αγωνιστικές έβαλε στα 17 του στην Γ’ κατηγορία της Γερμανίας, ώσπου το 1979 τράβηξε το ενδιαφέρον της Γκλάντμπαχ.

Ο Γιουπ Χάινκες είχε μόλις αναλάβει τα πιο υπέροχα «Πουλάρια» που υπήρξαν ποτέ. Εκείνη την ομάδα όνειρο που είχε στήσει ο Ούντο Λάτεκ, σάρωνε στη Γερμανία με πέντε κατακτήσεις Bundesliga στη δεκαετία, πρωταγωνιστούσε στην Ευρώπη με τον χαμένο Τελικό του Πρωταθλητριών (1977) και δύο κατακτήσεις του Κυπέλλου UEFA (1975, 1979). Ο Χάινκες ήταν ο πρώτος που κατάλαβε την ολότητα του ακατέργαστου διαμαντιού που είχε στα χέρια του. Το πρώτο που έκανε ήταν να τον τοποθετήσει πίσω από τους δύο επιθετικούς του, τον τεράστιο Άλαν Σίμονσεν και τον μετέπειτα τεχνικό του Πανιωνίου, Έβαλντ Λίνεν.

Το πρόβλημα ήταν όμως πως η ομάδα είχε αρχίσει να χάνει την αίγλη της. Τερμάτισε στη χειρότερη θέση των 12 τελευταίων ετών (έβδομη) και έχασε στον Τελικό του UEFA.

Αυτά δεν εμπόδισαν ωστόσο, την ανάδειξη της δυναμικής του Ματέους, ο οποίος δέχθηκε στα 19 του την κλήση για την Εθνική και κατέληξε στο Euro του 1980. Η πρώτη επαφή του με την Ιταλία θα ήταν μαγική. Αν και αναπληρωματικός, πανηγύρισε την κορυφή της Ευρώπης.

Η Γκλάντμπαχ βέβαια δεν θα βελτιωνόταν. Αν και εκείνος κάθε χρόνο παγιωνόταν στη συνείδηση της Bundesliga ως ένας εκ των κορυφαίων της, τα «Πουλάρια» δεν θα κέρδιζαν τίποτα σε ασημικό.

Στην τέταρτη και τελευταία σεζόν του εκεί (1984) θα την οδηγήσει τον Τελικό του Κυπέλλου. Απέναντί τους βρίσκεται η Μπάγερν. Το ζήτημα ωστόσο είναι πως άπαντες γνωρίζουν ότι έχει ήδη υπογράψει με τους Βαυαρούς. Και υπό αυτό το καθεστώς θα αστοχήσει στη δική του εκτέλεση πέναλτι, με συνέπεια να χαθεί το τρόπαιο. Εκεί που τον είχαν αγαπήσει, έκτοτε δεν θέλησαν ποτέ ξανά να ακούσουν το όνομά του. «Ανοησίες. Εννοείται πως δεν το έχασα επίτηδες. Πώς θα μπορούσα;», θα αναρωτηθεί δημόσια, αλλά οι ψίθυροι και η κατακραυγή στα τσιμέντα του παλιού Bökelberg θα παραμείνουν για πάντα.

Τα πάντα, όλα

Ο Ούντο Λάτεκ που βρίσκεται πλέον στον πάγκο της Μπάγερν δεν μπορεί να αντισταθεί σε αυτό που βλέπει στον Λόταρ. Το παιχνίδι του περιλαμβάνει έναν εκπληκτικό συνδυασμό. Είναι αυτό που λατρεύουν οι Γερμανοί. Το διαφανές λιτό μαζί με τον πλουραλισμό, παντού, σε κάθε μέτρο και σημείο του γηπέδου. Όλα στιλιζαρισμένα, στον υπέρτατο βαθμό πειθαρχίας, συνέπειας, δύναμης και διορατικότητας.

Είναι 23 ετών και ήδη το τέλειο μοντέλο μέσου. Ο Λάτεκ καταλαβαίνει ότι δεν χρειάζεται να τον περιορίσει ως επιτελικό. Βλέπει το βάθος του και του το χαρίζει. Box-to box, κόφτης και οργανωτής. Είναι όλα. Το πακέτο δεν χωράει εκπτώσεις και δεν έχει ελαττώματα. Οι αρχαίοι έχουν κάνει λάθος. Η τελειότητα μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ψεγάδι.

Τίποτα από τα παραπάνω όμως δεν είναι τόσο ισχυρό όσο η προσωπικότητά του. Στην ιστορία της Μπάγερν κανείς δεν μπήκε ποτέ τόσο δυναμικά στο club. Ο Ματέους έγινε αμέσως ο ηγέτης της και την οδήγησε στο Πρωτάθλημα. Το πρώτο δικό του σε ένα σερί τριών κατακτήσεων.

Βολίδες από τα 20 ή τα 30 μέτρα, curlers έπειτα από μυθικές επελάσεις, πύρινες ομιλίες στα αποδυτήρια θα του δώσουν πρωταγωνιστικό ρόλο και στην Εθνική. Στο Μουντιάλ του 1982 έπαιξε μόλις δύο ματς. Τέσσερα χρόνια αργότερα στο Μεξικό μπορεί ο Φέλιξ Μάγκατ να κρατάει το «10» στη δική του πλάτη, αλλά εκείνος είναι ο καλύτερος των Γερμανών.

Ο χαμένος Τελικός από την Αργεντινή θα του στοιχίσει. Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ τον ρίχνει να κυνηγάει τον εκπληκτικό αντίπαλό του. Δεν θα τον αφήσει να σκοράρει, αλλά ακόμα κι έτσι ο Ντιέγκο Μαραντόνα τον υποχρεώνει να υποκλιθεί, αλλά ταυτόχρονα τον αναγκάζει να πεισμώσει. «Ο Ντιέγκο ήταν από άλλον πλανήτη. Εγώ όμως ποτέ μου δεν θυμάμαι να θέλω κάτι τόσο πολύ στη ζωή μου. Τώρα ξέρω τι είναι αυτό και θα το πάρω», θα δηλώσει προφητικά, σχεδόν προκλητικά.

Η δική του Ιταλία

Η επιστροφή από το Μεξικό θα τον βρει με το περιβραχιόνιο της Μπάγερν στο μπράτσο. Εκείνος είναι που θα την οδηγήσει στον Τελικό του Πρωταθλητριών. Μέχρι το 77′ προηγούνται 1-0, αλλά στο 80′ η Πόρτο του Πάουλο Φούτρε και το μαγικό τακουνάκι του Ραμπάχ Ματζέρ τούς στερούν (2-1) το μεγάλο έπαθλο. Είναι ένα έργο που στο μέλλον θα ξαναδεί.

Το καλοκαίρι του 1988 δεν θα μπορέσει να πει όχι στη μεγάλη πρόκληση. Το Campionato συγκεντρώνει την αφρόκρεμα του κόσμου και ο Τζοβάνι Τραπατόνι τον θέλει δικό του. Η Ίντερ μετράει επτά χρόνια χωρίς Scudetto και στην παρουσίαση του του ο Γερμανός δίνει υποσχέσεις. Δίπλα του έχει τον συμπατριώτη και φίλο του, Αντρέας Μπρέμε. «Το έκανα με την Μπάγερν. Την πρώτη μου χρονιά εκεί πήραμε το Πρωτάθλημα. Θα το κάνουμε κι εδώ».

Φυσικά κάτι τέτοιο στην Ιταλία μόνο εύκολο δεν θα ήταν. Η Μίλαν του Αρίγκο Σάκι με τους τρεις Ολλανδούς (Γκούλιτ, Ράικαρντ, Φαν Μπάστεν), η Νάπολι του Μαραντόνα, η Γιουβέντους των Λάουντρουπ, Ζαβάροφ, η ανερχόμενη Σαμπντόρια των Βιάλι, Μαντσίνι, η Ρόμα των Κόντι, Φέλερ και η Φιορεντίνα με ένα νέο αστέρι με το όνομα Μπάτζο. Κάθε ιταλικό club είχε τους top ξένους.

Ο Ματέους όμως ήξερε τον τρόπο και τον έδειξε και στους υπόλοιπους. Εκείνη την εποχή η νοοτροπία της Ίντερ ήταν «να νικάμε εντός και ό,τι μαζεύουμε στα εκτός». Η πρώτη έξοδος ήταν στην Μπολόνια. «Θα νικήσουμε 4-0», τους είπε ο Γερμανός. Έφυγαν από εκεί με ένα τρελό 0-6. Και στο τέλος ήρθε ο τίτλος. Ο ίδιος θα σκοράρει 12 φορές, με highlight μία φαουλάρα κόντρα στη Νάπολι, ενώ θα φτιάξει τον Άλντο Σερένα στο να βγει πρώτος σκόρερ της Serie A.

Μόνο που τα τρία υπόλοιπα χρόνια του εκεί δεν θα έχουν την ίδια επιτυχία. Ούτε η προσθήκη του Γιούργκεν Κλίνσμαν θα τους βοηθήσει σε αυτό. Το γερμανικό τρίο θα μείνει στην ιστορία, μα θα πανηγυρίσει μόνο μία φορά, το Κύπελλο UEFA του 1991. Και θα το κάνει αποκλείοντας την Αταλάντα του Κανίγια στα προημιτελικά και έχοντας απέναντι τη Ρόμα στον διπλό Τελικό. Εκείνος θα σκοράρει και θα δώσει την ασίστ στο δεύτερο γκολ του 2-0 του Μιλάνου. Η Ίντερ έχει και πάλι ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο έπειτα από 26 χρόνια. Στον ημιτελικό έχει βάλει τρελή γκολάρα, παίρνοντας την μπάλα από την άμυνα και διανύοντας ως συνήθως όλο το γήπεδο, την περνάει πάνω από τον τερματοφύλακα της Ραπίντ Βιέννης.

Είναι ξεκάθαρα ο αγαπημένος των «Nerazzurri» και του το δείχνουν σε κάθε στιγμή. Τα παιδιά τους που παίζουν στον δρόμο δεν θέλουν να είναι ο Πλατινί, ο Ντιέγκο ή ο Φαν Μπάστεν. Θέλουν να είναι ο Ματέους.

Τη λατρεία τους άλλωστε την έχουν δείξει έναν χρόνο νωρίτερα με τον υπέρτατο τρόπο.

Ο δικός του κόσμος

Το Μουντιάλ του 1990 διεξάγεται στα ιταλικά γήπεδα και η Γερμανία παίζει πέντε ματς στο Giuseppe Meazza. Ο Ματέους στα 29 του είναι ο αρχηγός της «Mannschaft». Είναι η στιγμή της απόλυτης αποδοχής του ως κορυφαίου. Στον όμιλο θα βάλει δύο γκολ στη Γιουγκοσλαβία και θα προσθέσει από ένα σε ΗΑΕ, Τσεχοσλοβακία.

Οι τιφόζι της Ίντερ αγοράζουν μαζικά εισιτήρια και από την Curva Nord φωνάζουν συνθήματα για το ίνδαλμά τους. «Όταν κοιτάζω πίσω, θυμάμαι πως είναι ότι πιο συγκινητικό έχω βιώσει. Σε καμία από τις ομάδες μου δεν πήρα τόση αγάπη», θα θυμηθεί συγκινημένος χρόνια αργότερα.

Ο ημιτελικός με την Αγγλία θα οδηγηθεί στα πέναλτι κι εκείνος θα κάνει τη δουλειά του.

Μπροστά τους βρίσκεται και πάλι εκείνος. Ο Μαραντόνα τον περιμένει, μα ο Λόταρ ξέρει πως η ρεβάνς είναι δική του. Αναλαμβάνει και πάλι το μαρκάρισμά του. Αυτή τη φορά δεν θα τον αφήσει να πάρει ανάσα. Δεν θα σκοράρει, δεν θα μοιράσει και η Αργεντινή θα εμείνει στο μηδέν. Το πεπρωμένο είναι εκεί, τον περιμένει.

Η Γερμανία κερδίζει πέναλτι. Κανονικά πρέπει να το εκτελέσει εκείνος. Στο ημίχρονο όμως έχει αναγκαστεί να αλλάξει παπούτσια. Του έχει χαλάσει η σόλα και δεν αισθάνεται καλά με αυτό. «Ήταν τόσο περίεργο. Το θεώρησα κακό σημάδι και έτσι είπα να το εκτελέσει ο Αντρέας». Ο Μπρέμε πήρε την ευθύνη, ευστόχησε και χάρισε σε όλη την παρέα το μεγαλύτερο τρόπαιο της ζωής τους.

Τέσσερα χρόνια μετά το Μεξικό ο Ματέους επαληθευόταν. Και όχι μόνο αυτό αλλά, αφού θα σήκωνε την κούπα πρώτος, λίγο αργότερα θα έπαιρνε και την ατομική επιβράβευση που του έπρεπε. Σε εκείνο το τουρνουά τα είχε κάνει όλα τέλεια. Είχε εκπληρώσει το βασικό προαπαιτούμενο για την επιτυχία. είχε επιδείξει μία μοναδική ικανότητα, έχοντας σε πλήρη αρμονία της φυσικές και πνευματικές του λειτουργίες. Το έκανε αδιάκοπα και δίχως περισπασμούς, εμπνέοντας τον δρόμο προς την τάξη, την ισορροπία, την ενότητα και την αρμονία.

Ο Ματέους του 1990 ήταν κάτι που δεν έχει υπάρξει ξανά σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν έμοιαζε απλώς με ποδοσφαιριστή μα περισσότερο με ένα σύστημα ιδεών δουλεμένων σε ατσάλι. Μία μηχανή σε πλήρη προσήλωση, σε υπέρτατη έκσταση.

Επιστροφή

Το 1992 η Ίντερ δεν είναι καλή. Η αντικατάσταση του Τραπατόνι από τον άγνωστο Κοράντο Όρικο θα τη βρει στην έβδομη θέση κι εκείνον με επέμβαση στους χιαστούς. Είναι 31 ετών και η καριέρα του μοιάζει να παίρνει την κατιούσα.

Ακόμα κι έτσι όμως θα χτυπήσει το τηλέφωνό του, ενώ βρίσκεται στο νοσοκομείο. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται ο Μπεκενμπάουερ που μόλις έχει πάρει καρέκλα στα διοικητικά της Μπάγερν. Η Ίντερ θεωρεί πως τα καλύτερα χρόνια του έχουν περάσει και δέχεται να τον πουλήσει για 20 εκατ. ευρώ. Οι Βαυαροί τα δίνουν, καθώς καίγονται. Τον έχουν ανάγκη. Την προηγούμενη σεζόν έχουν τερματίσει στην υποτιμητική 10η θέση, πίσω ακόμα και από Καρλσρούη και Νυρεμβέργη.

Τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα σε αυτή την επιστροφή. Θα χάσει την προετοιμασία και τα σκάνδαλα για την προσωπική ζωή του θα γεμίσουν τα πρωτοσέλιδα. Χωρίζει τη γυναίκα του για ένα μοντέλο από τη Σερβία και είναι κάτι που θα επαναλαμβάνει σχεδόν για πάντα. Το ποδόσφαιρο μπορεί να αποτελεί τη μεγάλη αγάπη του, αλλά οι γυναίκες είναι ένα πάθος αξεπέραστο.

Δεν πίνει, δεν καπνίζει, προσέχει διατροφή και κάθε τι που έχει να κάνει με την υγεία του. Τα όμορφα κορίτσια όμως δεν μπορεί να τα προσπεράσει. Θα κάνει συνολικά πέντε γάμους (με τέσσερα παιδιά) και θα εμφανιστεί με άπειρες υπέροχες παρουσίες μπροστά στον φακό.

Δεν τον νοιάζουν τα κουτσομπολιά, δεν τον επηρεάζει τίποτα. Παραμένει μία προσηλωμένη μηχανή και δεν μεταβάλλεται τίποτα στο παιχνίδι του.

Λίμπερο

Την αμέσως επόμενη χρονιά οι Βαυαροί θα επιστρέψουν στην κορυφή.

Έχει επανέλθει σε καλή κατάσταση και τώρα του συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Κάτι που απογειώνει τον αγωνιστικό πλουραλισμό του. Ο Μπέρτι Φογκτς στην Εθνική το συζητάει μαζί του. Ο Ματέους δέχεται να παίξει ως τελευταίος. Πιστός στη διαρκή πάλη του για την αριστεία, γνωρίζει πως, αν το να βελτιώνεσαι σημαίνει να αλλάζεις, το να είσαι τέλειος σημαίνει να αλλάζεις συχνά.

Η παθιασμένη του επιθυμία να πρωταγωνιστεί και το ανυπότακτο πνεύμα του θα τον οδηγήσουν στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Έπειτα από ένα καταστροφικό τουρνουά, όπου οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές καταποντίζονται, θα αποσυρθεί. Δεν θα είναι μόνιμο αλλά αρκετό ώστε να χάσει το νικηφόρο Euro του 1996.

Έναν χρόνο νωρίτερα ο Ότο Ρεχάγκελ θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Φογκτς. Ο Ματέους όμως θα βιώσει τον δεύτερο μεγάλο τραυματισμό του (αχίλλειος τένοντας), χάνοντας τη μισή σεζόν. Θα επιστρέψει και, ξανασμίγοντας με τον Μπεκενμπάουερ (για λίγο στον πάγκο, αντί του απολυμένου Ότο), θα κατακτήσουν το UEFA.

Εκεί που άλλοι θα τα παρατούσαν, εκείνος επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του και το ίδιο το παιχνίδι, για να μεταμορφωθεί στα 35 του σε έναν από τους καλύτερους που έπαιξαν ποτέ τη θέση του λίμπερο.

Το vision, οι μπαλιές, οι κούρσες είναι εκεί. Το διάβασμα του παιχνιδιού και η οργάνωσή του από πίσω δίνουν στη νέα εκδοχή της Μπάγερν αυτό που της έλειπε. Δύο ακόμα Πρωταθλήματα (1997, 1999) και το κοινό όραμα με τον Ότμαρ Χίτσφελντ.

Του Λόταρ του λείπει κάτι. Το ασημικό με τα «μεγάλα αφτιά». Το αναζητάει στη Βαρκελώνη. Ο Μάριο Μπάσλερ σχεδόν του το χαρίζει. Μόνο που ο Ματέους είναι 38 ετών και στο 78′ έχει κουραστεί. Ζητάει αλλαγή και από τον πάγκο παρακολουθεί το λάθος του, δίχως να μπορεί να διορθώσει τίποτα. Σέριγχαμ και Σόλσκιερ φτιάχνουν στις καθυστερήσεις την ανατροπή του αιώνα για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Όπως και 12 χρόνια νωρίτερα, θα δει τους αντιπάλους να το σηκώνουν με fight back. Και όχι μόνο αυτό, ο υπαρχηγός του, Στέφαν Έφενμπεργκ, θα τον κατηγορήσει για δειλία εξαιτίας εκείνης της αλλαγής που ζήτησε.

Προς το τέλος…

Κάπου εκεί ο χρόνος αρχίζει να τον νικάει κι αυτός και να φέρνει το τέλος. Θα επιστρέψει στην Εθνική για το πέμπτο Μουντιάλ του (1998). Μόνο που δεν είναι αυτή η τελευταία του φορά με το εθνόσημο. Με την Μπάγερν θα παίξει ακόμα μία σεζόν. Το 2000 είναι 39 ετών και νιώθει κουρασμένος. Θα ζητήσει να φύγει. Η αλήθεια είναι ότι απλώς θέλει να ακολουθήσει ένα κορίτσι στις ΗΠΑ. Θα πάει στο MLS για μία περίοδο και θα το λήξει με το κεφάλι ψηλά.

Μία τελευταία φορά με την Εθνική στο Euro 2000 και έπειτα θα αφήσει για πάντα το εθνόσημο με 150 συμμετοχές και 23 γκολ. Η ειρωνεία είναι ότι έναν χρόνο αργότερα η Μπάγερν θα σηκώσει το Champions League.

Από εκεί και μετά θα αρχίσει μία περίεργη dolce vita. Μία περίεργη και πλήρως αποτυχημένη προπονητική απόπειρα σε Ραπίντ Βιέννης, Παρτιζάν, Εθνική Ουγγαρίας, Ατλέτικο Παραναένσε, Ζάλτσμπουργκ, Μακάμπι Νετάνια και Εθνική Βουλγαρίας θα επιβεβαιώσει ότι οι φανταστικοί ποδοσφαιριστές δεν γίνονται απαραίτητα εξίσου καλοί με το κοστούμι του πάγκου.

Γενικότερα η τρέλα του με τις γυναίκες θα περάσει σε άλλο επίπεδο, όταν στα 47 του το 2008 θα παντρευτεί μία 21χρονη Ουκρανή. Από το 2011 κάνει την πλάκα του ως τηλεοπτικός σχολιαστής και συνεχίζει την αθλητική ζωή, ανεβαίνοντας βουνά και κάνοντας σκι.

Ισορροπία

Κοιτάζοντας πίσω στον χρόνο και ξαναβλέποντας στιγμιότυπα από την μπάλα που έπαιζε, ο ιστορικός του ποδοσφαίρου μπορεί να ισχυριστεί αναμφίβολα ότι ο Λόταρ Ματέους είχε όχι μόνο ένα γρήγορο μυαλό μα συγχρόνως και σχεδόν αλάνθαστο στην επιλογή της κάθε στιγμής. Έπαιξε πάντοτε με την τελειότητα ενός εκκρεμούς. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το ότι το έκανε με ταχύτητα μα πιο πολύ με την έννοια της σταθερής, αμετάβλητης ροής και της βεβαιότητας πως τα πάντα θα λειτουργήσουν σωστά.

Όταν χρόνια μετά τον ρώτησαν για την καριέρα του, έδωσε μία ενδιαφέρουσα απάντηση.

«Πάντοτε αναζήτησα την ισορροπία. Και αυτό που κατανόησα είναι πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μυστικό για την ισορροπία. Ίσως το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να αισθανόμαστε μέσα μας τα κύματα. Εκείνα ξέρουν τον δρόμο».

Και τα δικά του κύματα δεν γνώρισαν συμβιβασμούς, περισπασμούς. Τα… καβάλησε με τον ξεχωριστά ολόδικό του τρόπο, δίχως να τον απασχολεί η θέση, η ηλικία, ο αντίπαλος, ώστε να παραμείνει στην ανάμνηση ως ο πλέον άψογος -δίχως ελαττώματα- συμπαίκτης και αντίπαλος που υπηρέτησε το παιχνίδι…

Πηγή: Athletes’ Stories