Του Zastro
Στα Φλεγραία Πεδία, πριν από 39 χιλιάδες χρόνια, υπολογίζεται ότι έγινε η ισχυρότερη έκρηξη ηφαιστείου που συνέβη ποτέ στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μόνο η στάχτη από εκείνη την έκρηξη κάλυψε τριάντα χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα στη Μεσόγειο, κάλυψε μια αδιανόητη απόσταση από τη Λιβύη μέχρι τα νησιά του Αιγαίου.
Στους πρόποδες του ηφαιστείου εκτείνεται μια μικρή πόλη, το Succàvo όπως το λένε οι ντόπιοι, ένα προάστιο στα δυτικά της Νάπολι, με 45 χιλιάδες κατοίκους, στην πλειοψηφία τους περήφανοι «φτωχοδιάβολοι».
Σε αυτή την περιοχή πριν χρόνια έκανε προπόνηση ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο άνθρωπος που έκανε μια ολόκληρη πόλη να μάθει να ονειρεύεται, που επέτρεψε στα παιδιά της να ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά.
Όσο η πόλη αισθανόταν την παρουσία του Μαραντόνα, τα παιδιά ήξεραν ότι μπορούν να κερδίσουν το κορίτσι, μπορούν να τα καταφέρουν στο σχολείο, μπορούν να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους και να γίνουν ό,τι θέλουν όταν μεγαλώσουν.
Ο Μαραντόνα ήταν «δικός τους», στεκόταν στο πλευρό τους, ανήκε στην πόλη, στον καθένα ξεχωριστά.
Μόνο και μόνο επειδή ένιωθαν τον Ντιέγκο στο πλευρό τους, επειδή ήξεραν ότι μπορούν να καβαλήσουν το μοτοποδήλατο και να πάνε να τον δουν.
Ο Μαραντόνα ήταν σημείο αναφοράς, μονάδα μέτρησης, απτό ανθρώπινο παράδειγμα.
Όποιος τα κατάφερνε σε οποιονδήποτε τομέα, το κομπλιμέντο, η επιδοκιμασία, ήταν δεδομένη: «τρομερός, ο Μαραντόνα των μηχανικών», σου έλεγαν για το γιο του τσαγκάρη με το συνεργείο. Για την υπόλοιπη Ιταλία, ο κόσμος της Νάπολι ήταν αφελής, είχε «παιδικές αντιδράσεις».
Δεν ήταν δυνατόν για την Ιταλία να καταλάβει. Όπως δεν έχει καταλάβει και όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Για τη Νάπολι ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ποδοσφαιριστής, ακόμα και ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο.
Ο κόσμος τον κουβαλούσε στην καθημερινότητά του, τον είχε βάλει στο σπίτι του, τον είχε τρατάρει ένα πιάτο φαγητό, του είχε προσφέρει ένα γλυκό, τον ένιωθε «εκεί», συνοδοιπόρο στα προβλήματα και συμμέτοχο στις χαρές του. Δεν μιλάμε για ποδόσφαιρο, δεν είναι ποδόσφαιρο όλο αυτό.
Η παρουσία του Ντιέγκο, η αύρα του, αύξανε τις προσδοκίες, ήταν αυτό το άυλο αλλά απτό δικαίωμα στο όνειρο.
Κυριακή με Κυριακή, ο Μαραντόνα μείωνε την απόσταση του πραγματικού από το φανταστικό κόσμο, κάθε ενέργειά του σε κάθε νίκη της Νάπολι ήταν ένα βήμα ακόμα πιο κοντά στο κατώφλι της μετάβασης. Κι όσο μειωνόταν αυτή η απόσταση, τόσο μεγάλωνε και η φαντασία, η πεποίθηση ότι το απίθανο μπορεί να γίνει πιθανό.
Επαναλαμβάνω, δεν συζητάμε μόνο για ποδόσφαιρο. Δεν είναι τα γκολ, οι πάσες, οι τρίπλες του Ντιέγκο τα κύρια ζητούμενα. Δεν δημιουργούν όλα αυτά τόσο βαθιά συναισθήματα. Ο Μαραντόνα έχει κάνει πράγματα για τα οποία πολλοί άνθρωποι δεν τον έχουν ξεχάσει μέχρι σήμερα και εξακολουθούν να τον συγχωρούν για τα πάντα.
Δεν ξέρω αν συμβαίνει επειδή είναι ακόμα τυφλοί από έρωτα, δεν είμαι βέβαιος ότι οφείλεται στην έμμεση διάδραση μαζί του. Αυτούς τους ανθρώπους τους κέρδισε επειδή έπαιξε με το θυμικό τους, τις αναμνήσεις τους, τις προσδοκίες τους. Είναι έννοιες που δεν αποτιμώνται, δεν μπαίνουν σε καμία ζυγαριά.
Δεν έχει να κάνει με πρωταθλήματα, κύπελλα, αγαθοεργίες ή οτιδήποτε. Είναι οι συμπεριφορές και το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», μια φράση που στη νότιο Ιταλία έχει περισσότερη σημασία από οπουδήποτε αλλού. Και είναι και οι πράξεις. Πράξεις που δεν διαφημίστηκαν, αλλά ταξίδευαν από στόμα σε στόμα σε ολόκληρη την περιοχή.
Πίσω στον πολύ μακρινό χειμώνα του 1984, σε μια μέρα που οι καταιγίδες είχαν γεμίσει τους δρόμους νερό και λάσπη, η ομάδα βρισκόταν στα βόρεια προάστια, στην Acerra για ένα παιχνίδι φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Ο γεννημένος εκεί Πιέτρο Πουτζόνε είχε πείσει τους συμπαίκτες του να δώσουν ένα φιλικό παιχνίδι για να μαζευτούν χρήματα για ένα άρρωστο παιδί.
Ο πρόεδρος της Νάπολι, ο Φερλαΐνο δεν ήθελε με τίποτα να γίνει εκείνο το παιχνίδι με συμμετοχή των βασικών αστεριών της ομάδας. Μεταξύ μας, δεν είχε άδικο, αφού ο κίνδυνος τραυματισμών ήταν πολύ υψηλός και οι κλιματολογικές συνθήκες πραγματικά άθλιες.
Κυκλοφορούν πολλές version της ιστορίας στην Ιταλία για εκείνο το παιχνίδι. Ο Ντιέγκο επέμενε να παίξει κι ας τον απείλησε ο Φερλαΐνο ότι υπήρχε μια απαγορευτικά υψηλή ρήτρα με τη Lloyds, την οποία δεν επρόκειτο να πληρώσει το αφεντικό της Νάπολι. Ο Μαραντόνα απάντησε ότι θα την πληρώσει ο ίδιος.
Το ματς έγινε, συλλέχθηκαν αρκετά χρήματα μιας και πολύς κόσμος από την επαρχία και πολλοί άνθρωποι που δεν είχαν τη δυνατότητα να πάνε στο San Paolo και να δουν τη Νάπολι, ήταν εκεί για να αποθεώσουν τα ινδάλματά τους.
Το περιβάλλον είναι σχεδόν βουκολικό. Δεν είναι καν σαφές αν υπήρχαν αποδυτήρια, πολλώ δε τερέν για προπόνηση και προθέρμανση. Η Νάπολι έκανε προθέρμανση σε μια αλάνα που οι κάτοικοι της περιοχής είχαν μετατρέψει σε πάρκινγκ.
Ουσιαστικά ήταν ένας πλατύς χωματόδρομος που λόγω της κακοκαιρίας ήταν γεμάτος λάσπη. Μοιάζει σαν παραμύθι, αλλά υπάρχει η εικόνα για να διώξει τις αμφιβολίες.
Ένα ξεχασμένο αυτοκίνητο παρκαρισμένο στο φόντο, πιθανόν κάποιοι άνθρωποι στις εργατικές κατοικίες. Στο επίκεντρο οι ποδοσφαιριστές της Νάπολι με τη θρυλική γαλάζια φανέλα με το σπόνσορα ζυμαρικών, τη μακρυμάνικη, τη χειμωνιάτικη.
Ο Ντιέγκο προθερμαίνεται, κάνει διατάσεις μπροστά από το ξεχασμένο αυτοκίνητο. Άλματα, προσποιήσεις, σε κάποια φάση κινείται σαν μποξέρ, μετά αρχίζει τα κόλπα του με τη μπάλα. Κάποια παιδάκια πλησιάζουν ντροπαλά για μια φωτογραφία. Είναι ντυμένα σαν αστακοί, με παλτό και μπουφάν, αλλά διακρίνονται τα ευτυχισμένα τους χαμόγελα.
Ο Ντιέγκο ανταποδίδει το χαμόγελο και βγαίνει φωτογραφία με τα παιδιά. Τους λέει δυο κουβέντες και ξεκινάει το παιχνίδι. Για να αντιληφθείτε ποιος ήταν ο Μαραντόνα, τί σήμαινε ο Μαραντόνα, αρκεί να παρακολουθήσετε το βίντεο από το συγκεκριμένο φιλικό αγώνα.
Τα χρήματα είχαν ήδη συγκεντρωθεί. Όχι πολλά, τόσα όσα έπρεπε. Δεν υπάρχει η παραμικρή ανάγκη ρίσκου, οι θεατές είτε στο γήπεδο είτε στις γύρω πολυκατοικίες είναι ήδη χαρούμενοι που είδαν το είδωλο διά ζώσης και όλοι καταλαβαίνουν ότι στη λάσπη υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού και θα δικαιολογούσαν ακόμα και επίσπευση των διαδικασιών.
Κι όμως, για τον Ντιέγκο δεν υπήρχε διαφορά με επίσημο παιχνίδι. Στο συγκεκριμένο φιλικό θυμήθηκε πιθανότατα τις ρίζες του, ξαναγύρισε εκεί που ξεκίνησε, ένιωσε ότι δεν πρέπει να απογοητεύσει εκείνους που μέσα στο τσουχτερό κρύο συγκεντρώθηκαν εκεί για να δουν ότι υπάρχει στ’ αλήθεια και δεν είναι «πνεύμα».
Ο Μαραντόνα κυλίστηκε στη λάσπη, αφιέρωσε το είναι του στο ματς, σκόραρε ένα υπέροχο γκολ «από τα δικά του», χάρισε στο κοινό ένα κομμάτι από την ψυχή του. Αυτό ήταν στην πραγματικότητα ο Μαραντόνα. Πολλά κομμάτια που στο τέλος σχημάτιζαν το παζλ της ψυχής του.
Δεν είχε σημασία αν βρισκόταν στην Acerra ή σε τελικό παγκοσμίου κυπέλλου. Δεν είχε σημασία αν το γήπεδο ήταν βουστάσιο ή το χαλί του Olympia Stadion του Μονάχου. Εκεί που χόρευε, εκεί που σε ημιτελικό κυπέλλου UEFA χάρισε μια παράσταση που κανένας άλλος δεν διανοείται να χαρίσει.
Το youtube είναι γεμάτο με βιντεάκια από εκείνη την ημέρα. Ο Ντιέγκο χορεύει στους ρυθμούς του Life is Life των Opus, δεν είναι σαφές για ποιο λόγο. Και σε αυτήν την περίπτωση κυκλοφορούν από σενάρια κακεντρέχειας μέχρι φαντασιακές συμβάσεις χορηγών. Εγώ είμαι πεπεισμένος ότι χορεύει για τους συμπαίκτες του.
Ήταν ο τρόπος του για να τους χαλαρώσει, να μεταδώσει ηρεμία, να διώξει την ένταση. Κάνει απίστευτα κόλπα με τη μπάλα, τη χαϊδεύει, της δίνει φάλτσα, τη θωπεύει με τη φτέρνα, το γόνατο, τον ώμο, το κεφάλι.
Αυτή η σουρεαλιστική προπόνηση-χορός ήταν και το μήνυμα στους Γερμανούς, το μπαλέτο του αποκλεισμού τους. Ο Μαραντόνα συνέχισε να χορεύει και στο παιχνίδι, η Νάπολι προκρίθηκε στον τελικό.
Μαζί με ολόκληρη τη σεζόν του 1986, εκείνος ο ημιτελικός στο Μόναχο εκτιμώ ότι είναι η καλύτερη version Μαραντόνα που είδαμε. Ένας αδιάκοπος μοναχικός χορός που στην πορεία εξανάγκασε και συμπαίκτες να συμμετέχουν.
Η Νάπολι «του Μαραντόνα», δεν ήταν κάτι εξωτικό, δεν ήταν οι “galacticos“ ή μια ομάδα με ακριβοπληρωμένους αστέρες όπως πιθανόν φαντάζονται οι νεότεροι. Ήταν μια καλή ομάδα, με καλούς παίκτες, η οποία έγινε σημείο αναφοράς επειδή διέθετε στις τάξεις της τον Ντιέγκο.
Δεν έχει ξαναγίνει στα ποδοσφαιρικά χρονικά ένας και μόνος παίκτης να ανεβάζει τόσα επίπεδα μια ομάδα.
Ο Μαραντόνα τους έκανε όλους καλύτερους, η παρουσία του ήταν η ασφαλιστική δικλείδα για το οτιδήποτε είτε εντός είτε εκτός αγωνιστικού χώρου. Έδεσε με την πόλη, έδεσε με την ομάδα, έδεσε με τον κόσμο, δημιουργήθηκε άμεσα ένας αόρατος δεσμός με κάθε τι partenopeo. Είναι αυτή η αόρατη χημεία που νιώθουν οι άνθρωποι όταν αισθάνονται οικεία μαζί, όταν νιώθουν ότι τους αγαπούν και αυτή η αγάπη ανταποδίδεται.
Στην προκειμένη περίπτωση είχαμε να κάνουμε με αγάπη σε όλες τις μορφές και εκφάνσεις. Λατρεία, έρωτα, στοργή, θαυμασμό, ελευθερία. Ο ιταλικός νότος βρίθει συναισθημάτων, υπερβολής, «ιδιαιτερότητας». Έχει ορατές και αθέατες πλευρές, θετικά και αρνητικά πρόσημα, είναι ό,τι εγγύτερο στην ψυχοσύνθεση του Μαραντόνα.
Η Νάπολι έχει τη δική της μελωδική μουσική, τη δική της κουζίνα, τη δική της γλώσσα, δικούς της νόμους και κανόνες. Με τον Μαραντόνα και «την εποχή του» απέκτησε και δικό της ποδόσφαιρο.
Γι’ αυτόν ταξίδευαν χιλιόμετρα στον αφιλόξενο βορρά εκείνα τα χρόνια οι ντόπιοι. Οικογένειες ολόκληρες και όχι μόνο οι πατεράδες με τα παιδιά τους, έπαιρναν το τραίνο αργά τη νύχτα, κοιμόντουσαν στους διαδρόμους, πλήρωναν από το υστέρημά τους για να τον δουν στο γήπεδο να «ταπεινώνει» το βορρά.
Μια Κυριακή του Νοεμβρίου του ’85, με το San Siro ακόμα να δέχεται κόσμο στις κερκίδες των «ορθίων», χιλιάδες Ναπολιτάνοι ήταν κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον για να παρακολουθήσουν την ομάδα εναντίον της Ίντερ.
Δεν ήταν παιχνίδι-τίτλου, δεν ήταν τελικός, δεν κρινόταν απολύτως τίποτα. Στο τραπέζι ήταν μόνο η υπερηφάνεια και οι αξίες. Ο Ναπολιτάνος είχε ταξιδέψει ώρες εκείνο το μεσημέρι για να ζήσει μέσα στο λάκκο τη μάχη του μονομάχου με τα λιοντάρια.
Ο Ντιέγκο έβαλε ένα γκολ-σύμβολο, ένα γκολ που η Νάπολι δεν μπορεί να το ξεχάσει και μάλλον δεν θα το ξεχάσει ποτέ όσο ο μύθος αναβιώνει από πατέρα σε γιο.
Δεν είναι τόσο το σταμάτημα με το στήθος και το τέλειο πλασέ. Τέτοια γκολ μπαίνουν και στην καριέρα του έχει σημειώσει ακόμα πιο όμορφα, πιο εμβληματικά. Αυτό το γκολ όμως, μαζί με το γκολ-φάουλ εναντίον της Γιουβέντους στο San Paolo, είναι τα γκολ ολόκληρης της πόλης.
Δείτε στο βίντεο πόσος κόσμος πανηγυρίζει στο San Siro, πόσος κόσμος μέσα στην καρδιά του Μιλάνου πετάγεται από τη θέση του και εξαγνίζεται. Τότε έγινε αντιληπτή η δύναμη της ιταλικής επαρχίας, του υποτιμημένου και δακτυλοδεικτούμενου νότου, στον πλούσιο και κραταιό βορρά.
Πλέον όλοι ήξεραν ότι ο «θρύλος με το φάουλ» εναντίον της Γιούβε μια βδομάδα πριν εκείνο το ματς στο San Siro, δεν ήταν υπερβολή των υπερφίαλων Ναπολιτάνων και ο Μαραντόνα είχε σκοπό να αλλάξει τον ρου της ιστορίας στην ιταλική χερσόνησο.
Όταν η Γιουβέντους είχε κατέβει στο San Paolo για εκείνο το παιχνίδι, προέρχετο από οκτώ συνεχόμενες νίκες. Ήταν η κραταιά Γιουβέντους του Ανιέλι, η ομάδα του Πλατινί, η μόνιμη πρωταθλήτρια και η καλύτερη στην Ευρώπη.
Πριν το ματς, ο Γάλλος αρτίστας, θέλοντας να δώσει τη σωστή διάσταση στην τιτανομαχία, είχε παραδεχτεί ότι ο Μαραντόνα είναι το Castel Nuovo (για την ακρίβεια το είχε πει Maschio Angioino όπως αποκαλείται από τους ντόπιους) της πόλης. Μνημείο, σημείο αναφοράς, η «Ακρόπολη» της Νάπολι.
Και εκείνη την Κυριακή έβρεχε, το ματς ήταν κλειστό, κακό, με ελάχιστα ποδοσφαιρικά highlights. Η Γιουβέντους διατηρούσε σχετικά εύκολα την πολύτιμη ισοπαλία, το 0-0 βόλευε να συνεχίσει απτόητη την πορεία της προς το scudetto.
Το ματς όδευε προς τη λήξη, ήταν κάπου προς το τελευταίο τέταρτο όταν μια κραυγαλέα φάση πέναλτι στην περιοχή της Μεγάλης Κυρίας, δίνεται «έμμεσο» φάουλ. Το τείχος δεν στήθηκε ποτέ στη σωστή απόσταση. Αντί για τα εννέα μέτρα, οι ασπρόμαυρες φανέλες παρατάχθηκαν στα πέντε, το πολύ έξι μέτρα.
Οι παίκτες της Νάπολι επί ένα-δυο λεπτά είχαν πέσει επάνω στο διαιτητή και ζητούσαν να στηθεί το τείχος στην απόσταση που επιτάσσει ο κανονισμός. Ο διαιτητής ανένδοτος. Εμφανίστηκε ο Ντιέγκο, πήρε τη μπάλα και τους είπε «σας βαρέθηκα, εγώ ούτως ή άλλως θα το βάλω».
Έχω δει αυτό το έμμεσο του Μαραντόνα εκατοντάδες φορές. Δεν έχω καταλάβει ακόμα πώς παίρνει αυτήν την τροχιά η μπάλα πριν πάει στο γάμα του τέρματος του Τακόνι.
Ίσως είναι ο τρόπος που βάζει το πόδι, το σημείο με το οποίο χτυπάει τη μπάλα μετά το άγγιγμα του συμπαίκτη του. Όπως όλα τα έργα τέχνης θέλει χρόνο, σπουδή και προσπάθεια για να το αντιληφθείς στο πλήρες μέγεθός του.
Από εκείνο το γκολ κι έπειτα, κάθε γκολ του Ντιέγκο ήταν για τον κόσμο το πιο όμορφο απ’ όλα. Ακόμα και τα πέναλτι.
Μετά την εποποιΐα του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μεξικό και ειδικά το παιχνίδι με την Αγγλία, οι Ναπολιτάνοι απαρνήθηκαν ακόμα και τη squadra azzurra. Δεν είναι μύθος, δεν είναι υπερβολή.
Εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη άποψη στη γείτονα, πως εάν ο ημιτελικός Ιταλίας-Αργεντινής δεν είχε διεξαχθεί στο San Paolo και το ματς είχε παιχτεί σε οποιοδήποτε άλλο γήπεδο, η Ιταλία θα είχε προκριθεί στον τελικό.
Πλέον δεν ήταν ποδοσφαιρικό το ζήτημα. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Από τους ερασιτέχνες στις λάσπες της Acerra μέχρι τους ακριβοπληρωμένους αστέρες της Ίντερ και τους ποδοσφαιριστές της εθνικής Αγγλίας στον προημιτελικό του Mουντιάλ.
Ο Μαραντόνα ήξερε πριν καν υποδεχθεί τη μπάλα ότι θα τους περάσει όλους.
Πείστηκε ότι μπορεί από το πρώτο κοντρόλ. Δεν είναι ποδοσφαιρική ανάλυση, δεν είναι βεβαιότητα, σαφές αυτό. Πολλές φορές στη ζωή μας ωστόσο αρκεί η αίσθηση, η αύρα, αυτό που λέει το μέσα μας.
Για τον ίδιο τον Ντιέγκο είναι ένα άτυπο είδος τρανς, μια νιρβάνα και ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο μετακινείται κι εμείς παρακολουθούμε το ολόγραμμά του. Η ροή των πραγμάτων ακολουθεί δική της πορεία, ξεχωριστή, προδιαγεγραμμένη. Έτσι έπρεπε να πάνε, έτσι πήγαν.
Μερικές φορές στη ζωή, σημασία έχει πως οι δρόμοι ενώθηκαν, γνωριστήκαμε και ερωτευτήκαμε. Κι ας χωρίσαμε μετά. Σημασία έχει που το ζήσαμε. Αυτό έπαθε μια ολόκληρη πόλη με τον Μαραντόνα. Αυτό έζησε και ο Ντιέγκο με τη Νάπολι.
Όλα τα υπόλοιπα είναι ξεχωριστές ιστορίες από μόνες τους, κεφάλαια που φωτίζουν την κεντρική ιδέα και ξεκινούν από τον πυρήνα.
Όλοι θυμούνται τα γκολ, τις ενέργειες, τις κορυφαίες στιγμές. Τα μικρά είναι όμως που επιτρέπουν τα μεγάλα. Κουκκίδες που όταν ενώνονται σχηματίζουν το περίγραμμα του θαύματος.
Ο Μαραντόνα δεν είναι κορυφαίος επειδή «ήξερε να κλωτσάει μια μπάλα», όπως λένε υποτιμητικά ορισμένοι εχθροί του ποδοσφαίρου. Δεν τον επέβαλε κανένας, δεν πρώτευσε στέλνοντας τους συμπαίκτες του στον πάτο, δεν πάτησε επί πτωμάτων.
Μια πτυχή της καριέρας του που θαύμαζα και θαυμάζω, είναι οι σχέσεις με τους συμπαίκτες του, η συμπεριφορά του απέναντι σε ανθρώπους με πολύ λιγότερο ταλέντο από εκείνον, πολύ μακριά από το επίπεδό του.
Δεν τον θυμάμαι ποτέ να παρατηρεί συμπαίκτη για λάθος πάσα. Δεν τον θυμάμαι να κάνει αυτή τη μίνι θεατρική παράσταση του «δεν φταίω», για να φύγουν οι ευθύνες αλλού. Ήταν μεγάλος ηθοποιός στο χορτάρι, βιρτουόζος θεατρίνος, αλλά ακόμα και με τους λιγότερο ικανούς ήταν πάντα εκεί.
Είχε συμπαίκτες ξεχασμένους κι απ’ το ίδιο το ποδόσφαιρο. Τον Μπέπε Μπρουσκολότι, τον Μπρούνο Τζορντάνο. Τον έχουμε δει να χειροκροτεί τον άτεχνο Κρίπα που δοκίμασε πάσα με το εξωτερικό επειδή είχε δει εκείνον να το κάνει, τον έχουμε δει να σηκώνει το χέρι στον Ντι Νάπολι για να ζητήσει συγνώμη, ενώ ο ίδιος ο συμπαίκτης του δεν κατάλαβε το κενό στο χώρο και ότι η μπάλα έπρεπε να πάει ακριβώς εκεί που πήγε. Άπειρα αυτά τα περιστατικά και στη Νάπολι και στην εθνική Αργεντινής.
Δεν σηκώθηκε ποτέ να ζητήσει το λόγο από τα δρεπανηφόρα που του έκαναν τάκλινγκ σαν να ήθελαν να του κόψουν την καριέρα. Ο Ντιέγκο σηκωνόταν σαν να μην συμβαίνει τίποτα, το πολύ-πολύ να έκανε δυο μορφασμούς και να χαμογελούσε ή να χειροκροτούσε ειρωνικά.
Έτσι γίνεται, αυτό συμβαίνει, όταν ξέρεις ότι είσαι ο καλύτερος απ’ όλους. «Δίνεις τόπο στην οργή», συγχωρείς και έχεις την εντύπωση ότι συγχωρείσαι. Ό,τι κι αν κάνεις, όσο κι αν ξεπεράσεις τα όρια.
Ο Μαραντόνα ήταν ευγνώμων. Ευγνώμων στο ταλέντο του, ευγνώμων στους συμπαίκτες του, ευγνώμων στους συμπαίκτες του, ευγνώμων στο κοινό, ευγνώμων στο ποδόσφαιρο.
Πηγή: Athletes’ Stories