Επιλογή Σελίδας

Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί για ποιο λόγο η μεγαλύτερη συσσωρευμένη τηλεθέαση κάθε τέσσερα χρόνια στους Ολυμπιακούς Αγώνες, είναι σε εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που κρατάει ο τελικός Ανδρών στα 100 μέτρα; Οι λάτρεις του στίβου θα πουν ότι είναι η ουσιαστική έκφραση του αθλητισμού, η πιο εκλεκτή ιεροτελεστία από όλες τις διοργανώσεις, ένα μέρος όπου οι χώρες του τρίτου κόσμου μπορούν να αντιμετωπίσουν τις  ανεπτυγμένες στα ίσια. Για να τρέξει κάποιος θα σου πουν, δεν απαιτεί εξοπλισμό, πισίνα, ποδήλατο, ούτε φυσικά μπάλα! Αφαιρεί οτιδήποτε ξένο και αφήνει πίσω μόνο το σώμα και ένα έργο που πρέπει να εκτελέσει. Κάποιοι λένε ότι λειτουργεί ως μεταφορά για την ίδια την ανθρώπινη προσπάθεια, καθώς ο χρόνος μειώνεται ολοένα και φαίνεται ότι έτσι το ανθρώπινο γένος προοδεύει! Ακούγεται υπέροχο, αλλά πόση αλήθεια μπορεί να κρύβεται εδώ; Σε μια δοκιμή που, τουλάχιστον στην επιφάνεια, φαίνεται τόσο απλή και τόσο ξεκάθαρη; Πώς είμαστε όλοι μπροστά από την τηλεόραση, ξέροντας ωστόσο κατά βάθος πως οι υπεραθλητές που βλέπουμε δεν έφτασαν τόσο μακριά μόνο με σκληρή προπόνηση;

Αν υπήρχε ποτέ ένας τέτοιος κόσμος, ονειρικά πλασμένος, εκείνη η κούρσα του Σεπτεμβρίου του 1988 φρόντισε να τα διαλύσει και να αφήσει γυμνό τον βασιλιά των σπορ!

Ο Καρλ Λιούις και ο Μπεν Τζόνσον βρίσκονται στο επίκεντρο και συνδέονται στις αναμνήσεις μας από εκείνη την κούρσα και την προηγούμενη κόντρα τους στο παγκόσμιο πρωτάθλημα το 1987 στη Ρώμη! Ο Λιούις, κάτοχος εννέα χρυσών Ολυμπιακών μεταλλίων – τέσσερα χρυσά που κέρδισε σε τέσσερις διαφορετικούς Αγώνες στο μήκος – ονομάστηκε «Αθλητής του 20ου αιώνα» από τη ΔΟΕ, την IAAF και το Sports Illustrated. Στο άλλο άκρο, οποιαδήποτε φωτογραφία του Τζόνσον του 1988 – με την ακμή του, τα ματωμένα μάτια του και τη μεγαλόσωμη σωματική του διάπλαση – μπορεί να σταθεί ως μια εμβληματική αναπαράσταση του πώς υποτίθεται μοιάζει ένας ατιμασμένος απατεώνας, με τον οργανισμό γεμάτο στεροειδή.

Μέχρι το τέλος της καριέρας του, ο Τζόνσον αποκλείστηκε από τους αγώνες και του αφαιρέθηκαν όλα τα μετάλλια, οι τίτλοι και τα παγκόσμια ρεκόρ και όταν πιάστηκε ξανά ντοπέ το 1992, οριστικά και αμετάκλητα οι δικαιολογίες του για το 1988 έμοιαζαν αστείες!

Ο Λιούις, προϊόν μιας σταθερής, μεσαίας τάξης αμερικανικής οικογένειας, απεικονίζεται μέσα από ένα καταπληκτικό βιβλίο που βγήκε από τον Richard Moore το 2012, με τίτλο «The Dirtiest Race in History», ως μια ντίβα που αναζητά την προσοχή, ένας άνθρωπος που πάντα πίστευε ότι ήταν μεγαλύτερος από το άθλημά του. Μάλιστα, υπάρχει μια ιστορία στο βιβλίο από τους Αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες, όπου ο μάνατζέρ του καυχιόταν πως ο Λιούις θα γινόταν «τόσο μεγάλος όσο ο Μάικλ Τζάκσον». Μολονότι το ταλέντο του είναι αδιαμφισβήτητο, ποτέ δεν «αιχμαλώτισε» είναι αλήθεια, την αμερικανική φαντασία και καθώς προχωρούσε στη δεύτερη φάση της ζωής του, πήρε μια σειρά από αποφάσεις για να… επανεφεύρει τον εαυτό του! Ασχολήθηκε με τραγούδι και ηθοποιία και μετά με την πολιτική. Αντίθετα, ο Τζόνσον ήταν ο φτωχός Τζαμαϊκανός μετανάστης στον Καναδά, ένας άντρας που αγκάλιασε με ενθουσιασμό η υιοθετημένη χώρα του, αλλά μετά την πτώση από τον Όλυμπο απορρίφθηκε σκληρά!

biblio_2.jpg

Αν και είχε το πιο εκρηκτικό ξεκίνημα στην ιστορία του στίβου, κάτι που διέθετε και πριν να γεμίσει τον οργανισμό του με αναβολικά, ήταν ένα άτομο που υπέφερε πολύ, όπως εξηγεί ο ίδιος στο βιβλίο, από ένα εξουθενωτικό πρόβλημα στην ομιλία, που του προκαλείται σε περιόδους έντονου άγχους.

Οι δύο αθλητές δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί! Ο συγγραφέας μάς λέει πως ο Καναδός καυχιόταν για τις κατακτήσεις του, ενώ ο Αμερικανός απέφυγε να απαντήσει στις έντονες φήμες που υπήρχαν για αυτόν για ομοφυλοφιλία.

Είναι πάντως αριστούργημα ως βιβλίο, ακριβώς γιατί ρίχνει φως σε ένα γεγονός που συγκλόνισε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και είναι γραμμένο με μια λεπτή αίσθηση ισορροπίας, συγχρονισμού και δράσης! Και σε κάνει, καθώς ακολουθεί αυτούς τους αντιπάλους κατά μήκος των τροχιών τους και μετά τη Σεούλ, να σε ενδιαφέρει η εξέλιξη! Ο Λιούις απογειώθηκε και ο Τζόνσον καταστράφηκε, καθώς έχασε σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του. Όταν επέστρεψε σπίτι στο Τορόντο, διαπίστωσε ότι οι εργολάβοι είχαν ήδη απομακρυνθεί από την μισοτελειωμένη έπαυλή του. Τα γρήγορα αυτοκίνητά που είχε από χορηγούς ανακλήθηκαν και κατέληξε να μένει στο υπόγειο του σπιτιού της μητέρας του για πολλά χρόνια. Αργότερα, ενώ ο Λιούις αποθεωνόταν, ο Τζόνσον συμμετείχε σε εξευτελιστικούς αγώνες, στους οποίους παρατάχθηκε τρέχοντας κόντρα σε άλογα ιπποδρομιών και αυτοκίνητα.

Το μίσος του ενός για τον άλλο είναι ολοφάνερο, σχεδόν σε κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου, αλλά η πραγματική δύναμη της αφήγησης είναι η απεικόνιση των δευτερευόντων χαρακτήρων, ενός καστ που αποτελείται από μεγαλομανείς ατζέντηδες, μάνατζερ και προπονητές, που φαίνεται να είναι εμπνευσμένοι από το βιβλίο «Φρανκενστάιν» προκειμένου να κάνουν τους αθλητές να ξεπεράσουν τα όρια της επιστήμης και το ανθρώπινο σώμα!

Υπάρχουν πολλοί γιατροί με περίεργο ρόλο, φίλοι και «φίλοι», διακινητές ουσιών,  γραφειοκράτες, εγωιστικά στελέχη του αθλητισμού και μια παρέλαση δημοσιογράφων, δικηγόρων και περίεργων πνευματικών…  γκουρού. Όλα αυτά συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τα γεγονότα στη Νότια Κορέα. Όλοι, με διαφορετικούς τρόπους, κάπως επωφελήθηκαν από τους Αγώνες. Ο Moore έχει δίκιο όπως τα εξηγεί: αυτός ήταν ένας βρώμικος αγώνας σε κάθε επίπεδο και καθώς η ιστορία εξελίσσεται, γίνεται πιο δύσκολο να ξεχωρίσεις ανάμεσα στους ήρωες, τους καλούς από τους κακούς. Συχνά βρισκόμαστε αντιμέτωποι στις σελίδες του βιβλίου με απατεώνες που φαίνονται… ειλικρινείς ή πρωταθλητές που εγείρουν τις υποψίες μας για το αν έκαναν τα πάντα νόμιμα!

Πώς πρέπει να αντιδράσουμε όταν ένας ήρωας αποκαλύπτει, ή αρνείται να αποκαλύψει, ότι είναι απλώς άνθρωπος; Και τι κάνουμε με τον ανέντιμο νικητή που μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει ή όχι ένα ισχυρό ψέμα; Κακά τα ψέματα, έχω ξαναγράψει πριν πολλά χρόνια και τότε ενόχλησε πολύ, πριν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004, πως ο παγκόσμιος ανταγωνισμός φαίνεται ότι διαθέτει ένα «ηθικό κενό». Και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στον αθλητισμό, που περιμένουμε να χτίσει χαρακτήρα, να γίνει μέσο καταστροφής του!

Ενώ ο Τζόνσον συναντιέται με τον συγγραφέα και του δείχνει μάλιστα κάθε γωνία του Τορόντο, ο Λιούις αρνείται πεισματικά και τελικά ο Moore τον συναντά μόνο μία φορά, το 2010, κατά τη διάρκεια ενός γεύματος Τύπου, όταν βρέθηκε στο Λονδίνο για να ανοίξει ένα νέο κατάστημα Nike. Είναι ίσως η πιο αποκαλυπτική στιγμή του βιβλίου και ο συγγραφέας τη χειρίζεται με μαεστρία. Όταν καλείται να σχολιάσει τα ρεκόρ του Μπολτ διστάζει, σαν να μην μπορεί να κάνει κομπλιμέντα σε έναν άλλο δρομέα. Δεν το έκανε άλλωστε ποτέ! Φυσικά αυτό δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει, ωστόσο συνήθως όλοι οι τεράστιοι αθλητές, κάποια στιγμή λένε μια καλή κουβέντα για κάποιον άλλον, έχουν δύο καλά λόγια να αναφέρουν. Ο Λιούις δεν το έχει κάνει ποτέ!

Τώρα, για ποιο λόγο το βιβλίο έχει τίτλο «Η πιο βρώμικη κούρσα του κόσμου», όποιος το διαβάσει θα καταλάβει ότι ο Moore δεν αναφέρεται μόνο στον Τζόνσον, αλλά στο πώς οι έξι από τους οκτώ σπρίντερ εκείνο το απόγευμα στη Σεούλ, κάποια στιγμή στην καριέρα τους τιμωρήθηκαν για χρήση αναβολικών! Όπως κι αν το δεις είναι εντυπωσιακό!

Και όμως πάντα ο τελικός των 100 μέτρων πάρα πολύ απλά θα είναι το όνειρο ενός marketeer. Κάτι που κρατά μόλις εννιάμισι δευτερόλεπτα από τη ζωή των αθλητών, αλλά αποφέρει στα κανάλια περισσότερα χρήματα από ολόκληρη την υπόλοιπη κάλυψη των Αγώνων! Συνεπώς, ακόμα και αν όλοι υποψιάζονται το τι συμβαίνει, πάντα θα κάθονται αυτό το συγκεκριμένο αγώνισμα να το δουν και να το παρακολουθήσουν. Σίγουρα όμως με πολύ διαφορετικό τρόπο, έπειτα από εκείνο το απόγευμα στην Κορέα πριν από 35 χρόνια!

Πηγή: Bnsports