Επιλογή Σελίδας

Του Δημοσθένη Γεωργακόπουλου

Η αλήθεια είναι ότι ο Γκουστάβο Πογιέτ είχε εξηγήσει πριν την έναρξη του αγώνα τους λόγους που επέλεξε ένα σχήμα με τρία στόπερ. Επίσης, αλήθεια είναι ότι ο προπονητής ξέρει πολύ καλύτερα από τον καθένα μας τι χρειάζεται η ομάδα του. Γιατί, πολλές φορές εμείς οι δημοσιογράφοι κρίνουμε εκ του αποτελέσματος και το παίζουμε «μετά Χριστόν προφήτες». Αυτό, όμως, δε μας αφαιρεί το δικαίωμα να λέμε/γράφουμε τη γνώμη μας, για όσα βλέπουμε εντός αγωνιστικού χώρου. Και αυτό που είδαμε χθες στην OPAP Arena ήταν μια παθητική εθνική μέχρι το 60’ και μια εντελώς διαφορετική ομάδα στο τελευταίο ημίωρο. Άσχετα, αν στο τέλος πληγώθηκε και γνώρισε την ήττα με 1-0.

Ο Γκουστάβο Πογιέτ επέλεξε τρία στόπερ για μεγαλύτερη σιγουριά στην άμυνα, όμως η αλήθεια είναι πως μέχρι το 60’ το παιχνίδι είχε μείνει στο μηδέν κυρίως λόγω του Οδυσσέα Βλαχοδήμου. Το 0-0 ως εκείνο το σημείο θα μπορούσε άνετα να είναι 0-2, όμως οι επεμβάσεις του Έλληνα τερματοφύλακα μας είχαν κρατήσει ζωντανούς. Με την Ελλάδα να είναι μαζεμένη σχεδόν όλη πίσω και να μην απειλεί καθόλου επιθετικά, οι «οράνιε» είχαν εγκατασταθεί στο δικό μας μισό και έκαναν άνετα το παιχνίδι τους. Κάτι που «διάβασε» και ο Ρόναλντ Κούμαν στο ημίχρονο, βγάζοντας έναν αμυντικό (Γκεερντουίντα) για να βάλει ένα μεσοεπιθετικό (Μάλεν). Κάπως έτσι, η πίεση των Ολλανδών στο πρώτο τέταρτο της επανάληψης αυξήθηκε, με τους φιλοξενούμενους να έχουν εγκατασταθεί στα καρέ μας. Ώσπου, ο ομοσπονδιακός μας τεχνικός αποφάσισε πως αυτό το πράγμα… δεν τσουλάει.

Η κίνηση του Πογιέτ να βγάλει έναν κεντρικό αμυντικό (Κουλιεράκης) και να βάλει ένα μεσοεπιθετικό (Φούντας) επανέφερε τις… εργοστασιακές ρυθμίσεις της ομάδας μας, όσον αφορά το σχηματισμό, όμως κυρίως έδειξε στους Ολλανδούς πως υπάρχει και άλλη ομάδα στο γήπεδο. Μία ομάδα, που παίζει στο γήπεδό της και κυνηγάει επίσης τη νίκη. Αυτή η αλλαγή του Πογιέτ όχι μόνο τόνωσε ψυχολογικά τους διεθνείς μας, αλλά κυρίως γέμισε με φόβο τους αντιπάλους μας. Η Ελλάδα πήρε μέτρα στο γήπεδο και πλέον οι Ολλανδοί έπαψαν να κάνουν επιθέσεις μαζικά. Το μυαλό τους «χάλασε» και όσο περνούσε η ώρα ήταν ιδιαίτερα ανασφαλείς στις αποφάσεις τους και σκέφτονταν πως θα εξασφαλίσουν το βαθμό της ισοπαλίας.

Για να ακολουθήσουν και τα άλλα δύο «χτυπήματα» του Πογιέτ. Ο Ουρουγουανός έβαλε μέσα όποιον επιθετικό διέθετε στον πάγκο. Και Γιακουμάκης και Παυλίδης. Χωρίς, μάλιστα, να αποχωρήσει άλλος φορ (π.χ. Ιωαννίδης). Στο τελευταίο δεκάλεπτο η Ελλάδα έπαιζε με τρεις επιθετικούς και τον Φούντα από πίσω τους, περιορίζοντας την Ολλανδία σε παθητικό ρόλο. Για να είμαστε ρεαλιστές, με αυτό το σχηματισμό, καμία τελική της εθνικής μας – ούτε καν αυτή του Ιωαννίδη – δεν ήταν κλασική ευκαιρία για γκολ. Ωστόσο, καταφέραμε κάτι άλλο, πιο σημαντικό. Κρατήσαμε μακριά από την περιοχή μας την Ολλανδία. Δηλαδή, αυτό που δεν είχαμε καταφέρει παίζοντας με τρεις κεντρικούς αμυντικούς, το καταφέραμε με παίζοντας με τρία σέντερ φορ. Και εδώ κολλάει η έκφραση «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση».

Η καλύτερη άμυνα ήταν η επίθεση

Το γεγονός ότι δεχθήκαμε γκολ στο τέλος δεν αναιρεί τη μεγάλη εικόνα του παιχνιδιού. Ένα παιχνίδι που ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη. Αυτό πριν και μετά το 60’. Μια εικόνα που θα αποτελέσει και οδηγό για τα παιχνίδια του Nations League, το Μάρτιο, που θα κρίνουν την πρόκριση στο Euro. Εκεί, η Ελλάδα θα πρέπει να μπει αποφασισμένη και με το… μαχαίρι στα δόντια. Όπως δηλαδή, ήταν χθες στο τελευταίο κομμάτι του αγώνα.

Πηγή: Gazzetta