Του Γιώργου Κοντογεώργη
Δεν θα ήταν υπερβολή αν κάποιος έλεγε ότι η ιστορία του Μποργκ τα έχει όλα. Ενας παίκτης που στο peak του έκανε θαύματα, που δεν του άρεσε να παίζει σε ένα συγκεκριμένο τουρνουά, που νίκησε σε ένα από τα μεγαλύτερα ματς όλων των εποχών. Ολα αυτά σε συνδυασμό με γυναίκες που αφού τον άφησαν είπαν τα χειρότερα, όμως πάνω απ’ όλα, μια αποχώρηση-σοκ σε ένα σημείο που δεν το περίμενε κανένας και που αποτελεί μυστήριο μέχρι σήμερα.
Λίγο έξω από την Στοκχόλμη, στη βιομηχανική πόλη, Σεντερλιέ, γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου του 1956 ο Μπιορν Μποργκ. Το ταλέντο του δεν άργησε να γίνει αντιληπτό από τους προπονητές, το 1973 μπήκε στο tour και στην ηλικία των 18 μπήκε κατέκτησε το Roland Garros και έγινε ο νεαρότερος που το καταφέρνει.
Με σκληρή προπόνηση είχε αποκτήσει εκπληκτική φυσική κατάσταση και σε συνδυασμό με τη στρατηγική που ακολουθούσε και την τεχνική του, ο Μποργκ ήταν ‘κτήνος’ για κάθε αντίπαλο. Με ακρίβεια και spin στα χτυπήματα, πανίσχυρο σερβίς, συγκέντρωση, πνευματική δύναμη, δεν προκαλεί εντύπωση ότι ήταν ένας παίκτης που φαινόταν ότι τα κάνει όλα σωστά. «Είμαι δύο άνθρωποι, ο ένας χτυπά την μπάλα και ο άλλος τον παρατηρεί». Ποτέ δεν άφηνε τα συναισθήματά του να φανούν παρά μόνο όταν ο αγώνας τελείωνε και σε συνδυασμό με την Σκανδιναβική καταγωγή του, πήρε τα προσωνύμια Iceman και Icebοrg.
Την 7ετία που ακολούθησε, μετά τον πρώτο major τίτλο, ο Μποργκ σάρωσε σε ό,τι ήθελε. Κυριολεκτικά. Από το 1974 έως και το 1981 πανηγύρισε 11 φορές σε Grand Slam, έφτασε τις 6 κούπες στο Roland Garros και τις 5 [σερί] στο Wimbledon, ενώ οδήγησε την Σουηδία στην κατάκτηση του Davis Cup το 1975. Για κάποιο λόγο δεν του άρεσε το Αυστραλιανό Open, όπου συμμετείχε μόλις μία φορά και αποκλείστηκε στον τρίτο γύρο, ενώ δεν πήρε ποτέ ούτε το US Open, αν και εκεί είχε τέσσερις παρουσίες και ισάριθμες ήττες σε τελικούς.
Κάθε μεγάλος παίκτης, έχει στην εποχή του κάποιον με τον οποίο δίνει μυθικές μάχες που κάνουν καλύτερο το άθλημα και καθηλώνουν το κοινό. Αυτός, για τον Μποργκ, ήταν ο Τζον ΜακΕνρό. Ο Αμερικανός, είχε το επίπεδο για να κοντράρει τον Σουηδό και το μεταξύ τους rivalry έκανε ακόμα καλύτερο το γεγονός ότι ήταν δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Αντίθετα με τον συγκρατημένο και ανέκφραστο, Μποργκ, ο ΜανΕνρο δεν είχε πρόβλημα να εξωτερικεύσει κάθε του συναίσθημα, έσπαγε ρακέτες, έβριζε διαιτητές και έτσι, πέρα από το αγωνιστικό κομμάτι, οι μάχες τους, που είχαν ονομαστεί «φωτιά και πάγος», είχαν ένα επιπλέον ενδιαφέρον.
Το κορυφαίο μεταξύ τους παιχνίδι, που πρόσφατα κυκλοφόρησε σε ταινία, έγινε το 1980 στον τελικό του Wimbledon και χαρακτηρίστηκε «το ματς του αιώνα». Στον αγώνα που ολοκληρώθηκε ύστερα από 3 ώρες και 53 λεπτά, έσπασαν καρδιές και ακόμα και σήμερα τα highlights προκαλούν ανατριχίλα. Ο ΜακΕνρο αποδοκιμάστηκε από το βρετανικό κοινό επειδή στον ημιτελικό, με τον Τζίμι Κόνορς, είχε προκαλέσει, όμως μπήκε στο All England Club με μεγάλη φόρα και στο πρώτο σετ ισοπέδωσε τον Μποργκ με 6-1 games.
Η ώθηση που είχε πάρει ο Αμερικανός ήταν τεράστια, όμως ο ψυχρός Σουηδός ήξερε πως να διαχειριστεί την κατάσταση, πήρε στα σημεία το δεύτερο σετ με 7-5 για το 1-1 και πιο εύκολα το τρίτο με 6-3 και πέρασε μπροστά με 2-1. Η τιτανομαχία μόλις είχε χτυπήσει κόκκινο και στο tie-break του τέταρτου, το οποίο ονομάστηκε «The War» χρειάστηκε ο ΜακΕνρό να σώσει 5 championship-points και ο Μποργκ ισάριθμα set-points, για να φτάσει τελικά ο Αμερικανός στο 18-16 και να οδηγήσει τον τελικό σε πέμπτο σετ.
Οπως το τέταρτο, έτσι και το καθοριστικό σετ κρίθηκε στο tie-break και εκεί ο Μποργκ λύγισε τον επτάψυχο αντίπαλό του με 8-6 κατακτώντας για 5η σερί και τελευταία φορά το Wimbledon. Ο ΜακΕνρο πήρε εκδίκηση στον τελικό του US Open και έναν χρόνο αργότερα επιβλήθηκε του Μποργκ στο Wimbledon. Η ιστορία έγραψε 7-7 σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά rivalries όλων των εποχών.
Στη μυθική – για όσο κράτησε – καριέρα του, πρόλαβε να παίξει σε 769 αγώνες και νίκησε τους 639, καταγράφοντας δηλαδή ποσοστό 83.1% νικών και σε Grand Slam τουρνουά είχε 141 νίκες και μόλις 16 ήττες – ποσοστό 89,8%. Το Wimbledon ήταν το σπίτι του και εκεί έκλεισε με 92.7%, ενώ όταν ένας αγώνας πήγαινε στα πέντε σετ, ήταν σχεδόν σίγουρος νικητής καθώς η επιτυχία του άγγιζε το 89%. Βρέθηκε στο Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης τον Αύγουστο του 1977 και έμεινε εκεί για 109 εβδομάδες, με τα έσοδά του από το τένις να υπολογίζονται σε περισσότερα από τρία εκατ. ευρώ. Δέκα χρόνια αργότερα συμπεριλήφθηκε στο Hall of Fame του αθλήματος και παράλληλα ψηφίστηκε κορυφαίος αθλητής της Σουηδίας τον προηγούμενο αιώνα.
Οι επιτυχία, το στιλ και η εξωτερική εμφάνιση του Μποργκ, έκανε τα κορίτσια να τον χαζεύουν, ενώ το trademark look με την κορδέλα και τα μακριά μαλλιά ανέβασαν το άθλημα αλλά και τον ίδιο. Οι εταιρείες ρούχων έκαναν ουρά στα πόδια του για να διαφημιστούν, μέσω ενός ανθρώπου που έκανε το τένις μόδα και τοποθέτησε τον εαυτό του δίπλα στους σταρ της μουσικής και του κινηματογράφου.
Το τέλος της χρυσής εποχής του Σουηδού και το τέλος της καριέρας του γενικότερα γράφτηκε το 1981, όταν και κατέκτησε για 6η συνολικά και 4η σερί φορά το Roland Garros. Τον επόμενο χρόνο δεν συμμετείχε σε κανένα μεγάλο τουρνουά και ανακοίνωσε ότι αποχωρεί, σε μια απόφαση που προκάλεσε σοκ στο τένις και τον αθλητισμό. Το επόμενο διάστημα έκανε προσπάθεια να επιστρέψει, όμως δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. «Δεν είχα πια κίνητρο, ήταν μάταιο να συνεχίσω».
Οι σχέσεις με του με διάσημες ήταν πολλές. Με μοντέλα, τενίστριες, τραγουδίστριες. Στην πορεία απέκτησε ένα παιδί, ενώ η Λορεντάνα Μπερτέ, Ιταλίδα τραγουδίστρια, μετά το διαζύγιο μίλησε για έναν «καταθλιπτικό άνθρωπο που είχε γίνει σκούπα που ρουφούσε κοκαΐνη, έκανε όργια με ιερόδουλες, είχε τάσεις αυτοκτονίας και ζει από θαύμα». Ο ίδιος τα διέψευσε όλα και έκανε δύο αποτυχημένες προσπάθειες [1991, 1993] να επιστρέψει στο tour για οικονομικούς λόγους όμως απέτυχε και στο τέλος έβγαλε στο σφυρί τα τρόπαια και τις ρακέτες του. Τα καλά φιλαράκια, ΜακΕνρό, Κόνορς, Αγκάσι, σε μια συγκινητική κίνηση τα αγόρασαν και του τα επέστρεψαν…
Πηγή: Sport DNA