Επιλογή Σελίδας

Του Γιάννη Μαρκουλά

Το μποξ του χάρισε φήμη, καταξίωση και εκατομμύρια δολάρια, ωστόσο ο Σόνι Λίστον συνήθιζε να θυμάται ότι «το μόνο πράγμα που μου έδωσε ποτέ ο πατέρας μου, ήταν ξύλο». Γεννήθηκε στην πάμφτωχη κομητεία St. Francis του Αρκάνσας στις αρχές τις δεκαετίας του ’30, κανένας δεν γνωρίζει ακριβώς το πότε (όταν ξεκίνησε την επαγγελματική πυγμαχία «καθιέρωσε» την ημερομηνία 8 Μαρτίου 1932), γιος του 60χρονου και πολύ βάναυσου γεωργού Τόμπι Λίστον, ο οποίος είχε ήδη 13 παιδιά από τον πρώτο γάμο του, και θα έκανε άλλα 12 με την μητέρα του, Έλεν Μπάσκιν, που ήταν 30 χρόνια μικρότερή του.

O Τόμπι Λίστον έδερνε τόσο σκληρά τον μικρό Σόνι, που οι ουλές στο πρόσωπο και το κορμί του ήταν ορατές για αρκετά χρόνια, με αποτέλεσμα αυτός να στραφεί νεαρός στο έγκλημα και τελικά να καταδικαστεί σε πενταετή φυλάκιση για ένοπλη ληστεία τον Ιανουάριο του 1950. Πίσω από τα κάγκελα, από την 1η Ιουνίου που ξεκίνησε η ποινή του μέχρι την αποφυλάκισή του την 31η Οκτωβρίου του 1952, έμαθε να πυγμαχεί και γρήγορα φάνηκε ότι εκτός από επιβλητική σωματική διάπλαση, διέθετε και γνήσιο φυσικό ταλέντο στο μποξ, με το επαγγελματικό του ντεμπούτο να γίνεται στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953.

Από το 1953 και τη νίκη στον πρώτο γύρο επί του Ντον Σμιθ στο Μιζούρι έως τον Σεπτέμβριο του 1962, ο σκληροτράχηλος μποξέρ από το Αρκάνσας είχε επαγγελματικό ρεκόρ 34-1, με τη μοναδική ήττα του να είναι αυτή από τον Μάρτι Μάρσαλ, ο οποίος τον αιφνιδίασε και του έσπασε το σαγόνι στο Ντιτρόιτ το 1954, για να ηττηθεί όμως στις επόμενες δύο αναμετρήσεις τους. Ωστόσο, ο παγκόσμιος πρωταθλητής Φλόιντ Πάτερσον αρνείτο πεισματικά να τον αντιμετωπίσει, λόγω των σκοτεινών διασυνδέσεών του με το οργανωμένο έγκλημα, ενώ ακόμη και ο Πρόεδρος Τζον Κένεντι του σύστηνε να αποφύγει τον Λίστον!

O 27χρονος Πάτερσον δέχθηκε τελικά να αντιμετωπίσει τον Σόνι στο «Comiskey Park» του Σικάγο στις 25 Σεπτεμβρίου του 1962, μετά από την επιθετική καμπάνια του τελευταίου με την οποία τον κατηγορούσε ότι «δεν δεχόταν να παλέψει με έναν ομόχρωμό, ενώ πυγμαχούσε με λευκούς». Η αναμέτρηση δεν αντέχει σε κριτική, μόλις δύο λεπτά μετά την έναρξη του πρώτου γύρου ένα συντριπτικό αριστερό χουκ του Σόνι Λίστον προσγειώνεται στο σαγόνι του πρωταθλητή και η ζώνη αλλάζει χέρια… όμως επιστρέφοντας στην πόλη όπου ζούσε, την Φιλαδέλφεια, κανείς δεν περιμένει στο αεροδρόμιο να τον υποδεχθεί.

Ο «Big Bear» υπήρξε ο πλέον αντιπαθής σε κοινό και δημοσιογράφους (οι οποίοι τον αποκαλούσαν «γορίλα») παγκόσμιος πρωταθλητής όλων των εποχών, παρότι συνέχισε να αποδεικνύει την κλάση του, νικώντας ξανά με νοκ-άουτ στον πρώτο γύρο τον Φλόιντ Πάτερσον, στο Λας Βέγκας τον Ιούλιο του 1963. Την ίδια εποχή ξεκινούν εκ νέου τα προβλήματά του με το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τον Νόμο, για να έρθει τελικά η Νέμεσή του, με τη μορφή του 22χρονου Μοχάμεντ Αλί, στο ματς της 25ης Φεβρουαρίου του 1964 στο Μαϊάμι, όπου ο Λίστον ήταν το απόλυτο φαβορί (7 προς 1) για να υπερασπιστεί τον τίτλο.

O Σόνι κυριαρχεί στους πρώτους 4-5 γύρους, ωστόσο στον 6ο ο τότε Κάσιους Κλέι, ο κορυφαίος όλων των εποχών, αναλαμβάνει τα ηνία, ξεκινάει να «χορεύει» στο ρινγκ και ο παγκόσμιος πρωταθλητής δεν επιχειρεί να σηκωθεί από το σκαμνί του (για πρώτη φορά μετά από τον αγώνα Ουίλαρντ – Ντέμπσεϊ το 1919) για τον 7ο γύρο και ηττάται με τεχνικό νοκ-άουτ. Ο Δρ. Άλεξ Ρόμπινς, που τον εξέτασε στο νοσοκομείο, επιβεβαίωσε τραυματισμό στον ώμο, αλλά οι θεωρίες συνωμοσίας για «στήσιμο» με τεράστια κέρδη από το στοίχημα και εμπλοκή της Μαφίας δεν σταμάτησαν να τον κυνηγούν μέχρι τον θάνατό του.

Ο (τουλάχιστον) 33χρονος πυγμάχος προπονήθηκε σκληρά για τον επαναληπτικό με τον Μοχάμεντ Αλί, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ανακτήσει τον τίτλο του κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, όμως η αναμέτρηση της 25ης Μαΐου του 1965 στο «ταπεινό» Λιούιστον των 41.000 κατοίκων θα αποδεικνυόταν εξευτελιστική για αυτόν. Στα μισά του πρώτου γύρου, ο Αλί εξαπολύει την περίφημη «phantom punch» και ο κάποτε τρομερός Λίστον, αυτός που οι φρουροί ξυλοκοπούσαν με γκλομπς στη φυλακή αλλά δεν έπεφτε κάτω, σωριάζεται στο καναβάτσο με το κοινό να τον αποδοκιμάζει και να φωνάζει «στημένο»!

Μετά την ταπεινωτική ήττα στο Λιούιστον, ο Σόνι έμεινε έναν χρόνο εκτός ρινγκ, έδωσε ορισμένους αγώνες επίδειξης στην Σουηδία το 1966-67 και στην επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες έδειξε ξανά το καλό του πρόσωπο, με δέκα συνεχόμενες νίκες μέχρι την ήττα από τον Λεότις Μάρτιν τον Δεκέμβριο του 1969 στη Νεβάδα. Η τελευταία σύγκρουση της ζωής του και παράλληλα η 50η νίκη ήταν αυτή κόντρα στον μετέπειτα διεκδικητή του τίτλου Τσακ Γουέπνερ (του έσπασε σαγόνι και μύτη), στις 29 Ιουνίου του 1970 στο Νιού Τζέρσεϊ, έξι μήνες πριν τον θάνατό του από υπερβολική δόση ηρωίνης στο Λας Βέγκας.

Οι διασυνδέσεις του με το οργανωμένο έγκλημα, το γεγονός ότι η εποχή της κυριαρχίας του διακόπηκε από την κατακόρυφη άνοδο του δημοφιλούς Μοχάμεντ Αλί και το «σκοτεινό» τέλος του σαν σήμερα, στις 30 Δεκεμβρίου του 1970, έχουν αμαυρώσει το όνομα του «Big Bear», ωστόσο ο Σόνι Λίστον υπήρξε ένας πολύ μεγάλος πρωταθλητής. Δεν ήταν ιδιαίτερα γρήγορος, όμως είχε καταπληκτική άμυνα, φοβερή αντοχή στα χτυπήματα των αντιπάλων και ένα νοκ-άουτ σε κάθε χέρι του, ειδικά στο αριστερό, παρότι κατατάσσεται στους «ορθόδοξους» (μη αριστερόχειρες) πυγμάχους. Ο σπουδαίος Τζορτζ Φόρμαν, ο οποίος ήταν sparring partner του τη δεκαετία του ’60, αναφέρει ότι το jab του ήταν το δυνατότερο που συνάντησε στην καριέρα του, ο δημοσιογράφος του «Sports Illustrated», Μορτ Σάρνικ, περιγράφει τις θηριώδεις γροθιές του ως «οβίδες κανονιού», ενώ η νίκη του επί του Φλόιντ Πάτερσον γράφτηκε με χρυσά γράμματα στην Ιστορία του μποξ. Όμως ο «Διάβολος του ρινγκ», αυτός που για δέκα χρόνια έκανε τους αντιπάλους του να τρέμουν πριν χτυπήσει το καμπανάκι και τον συναντήσουν, δεν μπόρεσε να νικήσει τους προσωπικούς του δαίμονες και στον τάφο του είναι γραμμένες μόνο δύο λέξεις: «Ένας Άνδρας»…

Πηγή: Sport DNA