Θα μου επιτρέψετε το πρώτο ενικό και το προσωπικό ύφος σ’ αυτό εδώ το σημείωμα. Θυμάμαι από παιδί τη μητέρα μου, κάθε φορά που κάναμε τρέλες στη θάλασσα να μου θυμίζει την ιστορία του Παντελή Καλόγερου. Ο Παντελής ζούσε στο χωριό της, στη Λαγκάδα της Χίου, και μια βουτιά από βράχο τον καθήλωσε για πάντα σ’ αναπηρικό αμαξίδιο. Δεν πτοούμασταν βέβαια, αλλά κάθε φορά που τον έβλεπα στις ρόδες σκεφτόμουν την επόμενη βουτιά. Και κάθε φορά που βλέπω μέχρι και σήμερα μια ριψοκίνδυνη βουτιά σκέφτομαι τον Παντελή.
Το σπίτι της γιαγιάς ήταν δίπλα στο δημοτικό σχολείου του χωριού και έχω ακόμα αναμνήσεις από τις προπονήσεις του Παντελή, οι οποίες έσπαγαν το τραγούδι των τζιτζικιών. Τον έβλεπα από το παράθυρο να μοχθεί καθημερινά, με μοναδική βοήθεια τη μητέρα του.
Πετούσε τη σφαίρα ή τον δίσκο, δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα, κι εκείνη έτρεχε να του το φέρει πίσω. Πάσχιζε, ίδρωνε, κοπανιόταν χωρίς να μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Αναρωτιόμουν, παιδί ακόμα, γιατί ένας άνθρωπος καθηλωμένος σε αμαξίδιο κάθεται και ταλαιπωριέται μέσα στο καλοκαίρι έτσι. Αρκετά χρόνια αργότερα είδα τ’ όνομά του στην αποστολή για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες. Και θυμήθηκα εκείνα τα μεσημέρια με δέος και θαυμασμό. Πώς να πεις μετά «δεν έχω όρεξη σήμερα να πάω προπόνηση»;
Θυμάμαι τον Παντελή να παρακολουθεί με πάθος το ματς της αγαπημένης του ΑΕΚ με την ΑΪΚ Στοκχόλμης στο καφενείο του «Γέρου», στην παραλία της Λαγκάδας κι εμάς τα «μαλακισμένα» που μόλις είχαμε ανακαλύψει ένα ρολόι που μπορούσε να παρέμβει στις τηλεοράσεις, να αλλάζουμε κανάλι περνώντας. Μας πήρε χαμπάρι ο Παντελής κι έγινε έξαλλος, μας εξήγησε πόσο ιερή είναι η στιγμή που παίζει η ομάδα σου. Και δεν το ξανακάναμε ποτέ.
Μεγαλώνοντας, οι δεσμοί με τη Λαγκάδα δεν ήταν ίδιοι. Έχασα τα ίχνη του. Έμαθα ότι μετά το Πεκίνο πήγε και στους Παραολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Ποιος; Ο Παντελής. Ένας άνθρωπος από ένα χωριό στη Χίο, που ξεκίνησε τον αθλητισμό χωρίς προπονητή, χωρίς ίχνος υποδομών. Ένας άνθρωπος που πορεύτηκε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του με μια σπάνια φλόγα, ορατή από χιλιόμετρα. Σαν κι εκείνες που άναβαν του Άη Γιαννιού στο χωριό. Σαν κι εκείνη που στάθηκε απέναντι στους θρασύδειλους φασίστες, τον καιρό που κάποιοι είχαν νομιμοποιήσει τις αντιπροσφυγικές πορείες τους. Λες και θα τρόμαζε ο Παντελής από τις απειλές ή από ένα μπουκάλι που του πέταξαν και θα σταματούσε να τους βγάζει στη σέντρα.
Στη «Θάλασσα μέσα μου», το αριστούργημα του Αλεχάνδρο Αμενάμπαρ, ο πρωταγωνιστής ζει ως τετραπληγικός μετά από ατύχημα που είχε στη θάλασσα και αναζητά με κάθε τρόπο την ευθανασία. Η θάλασσα στάθηκε εξίσου αμείλικτη με τον Παντελή Καλόγερο, όμως η δική του στάση ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. «Κοιτά να δεις πώς φτιάχνουνε πλέον τις γέφυρες, δυο όχθες και πάνω η θέληση που έφερες», γράφει ο Βαλάντης των Στίχοιμα στο τραγούδι «θάλασσα».
Η θάλασσα δεν έσβησε τη φλόγα του Παντελή, την έκανε να θεριέψει. Αναζητώντας τη ζωή, τον αθλητισμό, τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Κατάφερε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στους Παραολυμπιακούς Αγώνες, να γράψει ρεκόρ, να αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στον αθλητισμό της Χίου και παράλληλα στην τοπική κοινωνία και την πολιτική ζωή. Χωρίς να ψάχνει για δικαιολογίες, χωρίς να αναζητά τις ίσες αποστάσεις. Ακόμα κι όταν καταλάβαινε ότι το τέλος ήταν κοντά, δεν έσκυψε το κεφάλι.
Στον καιρό της υπερπληροφόρησης και των ψευδών προτύπων, ας μείνουν κάπου στη θάλασσα του διαδικτύου μερικές αράδες για τον Παντελή Καλόγερο. Τον μαχητή που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 57 ετών.
Πηγή: Gazzetta