Επιλογή Σελίδας

Του Γιάννη Σερέτη

Στο διαδίκτυο είχατε την ευκαιρία τις τελευταίες ώρες να διαβάσετε ουκ ολίγες απόψεις μετά από την επώδυνη αποτυχία της Εθνικής Ελλάδας. Μεταξύ άλλων του Θάνου Σαρρή, του Βασίλη Σαμπράκου, του Μιχάλη Τσόχου, του Αντώνη Καρπετόπουλου, του Κώστα Κεφαλογιάννη, του Άλκη Τσαβδαρά, του Χρήστου Σωτηρακόπουλου, του Δημοσθένη Γεωργακόπουλου και του Αλέξη Σπυρόπουλου.

Προφανώς, διαφέρουν. Προφανώς, ο καθένας «ταυτίζεται» με διαφορετική άποψη. Ομως υπήρχε – πιο έντονος ή πιο ελαφρύς – ένας κοινός παρονομαστής: η φοβία της ενώπιον της αποτυχίας. Το «να μη φάμε γκολ» υπεράνω του «να βάλουμε γκολ». Δυστυχώς υπερίσχυσε στο ματς της Τιφλίδας. Και μας έφερε μέχρι τα πέναλτι. Και στα πέναλτι συνήθως επικρατεί εκείνος που πάει πρώτος στη βούλα…

Δεύτερη παρατήρηση: μάλλον υπερπροβλήθηκαν και μεγεθύνθηκαν οι «ευθύνες» των παικτών και υποτιμήθηκε σε γενικές γραμμές η ευθύνη του προπονητή για το συγκεκριμένο παιχνίδι. Mεσοεπιθετικά κάναμε το… σχεδόν τίποτα. Aν ο Βλαχοδήμος δεν είχε βρεθεί σε μεγάλη μέρα, δεν θα είχαμε φτάσει στα πέναλτι. Θα είχαμε αποκλειστεί νωρίτερα. Αυτή είναι η αλήθεια: δεν ήμασταν… άψογοι αμυντικά δεδομένων των δύο τεράστιων ευκαιριών των γηπεδούχων σε ματς τόσο «κλειστό». Αμυντικά, όμως, είχαμε πλάνο. Η ομάδα ήξερε τι να κάνει. Και το έκανε! Επιθετικά, το όποιο πλάνο -που σίγουρα υπήρχε- δεν «βγήκε». Διότι όλο το βάρος έπεσε στο «να να μην το φάμε». Διότι… κάπως θα το βάλουμε. Τι στο καλό, έχουμε μέσα Ιωαννίδη, Μπακασέτα, Μασούρα, Πέλκα, Μάνταλο, έχουμε στον πάγκο Ντέλια, Γιακουμάκη, Παυλίδη. Κάποιος, κάτι θα κάνει! Δεν έκανε τόσο ώστε να βρούμε το γκολ. Μας έφαγε η «ασφάλεια» στα μετόπισθεν, περνούσε η ώρα, δεν πιέσαμε όσο έπρεπε και (κυρίως) όσο μπορούσαμε. Και το πληρώσαμε.

Η Εθνική ομάδα ήταν πάντα πεδίο βολής φτηνό. Ακόμα κι όταν (μας) ταξίδευε σερί σε Euro και Παγκόσμια Κύπελλα. Πολλώ δε μάλλον στις κατά καιρούς «στραβές». Η εθνική ομάδα δεν έχει media. Δεν έχει δύναμη. Ο καθένας «μπορεί» να εκφράζεται όσο σκληρά θέλει. Και το κάνει ακόμα πιο πολύ στην εποχή των social media. Το ιδιαίτερο στη συγκεκριμένη περίπτωση του αποκλεισμού από τη Γεωργία είναι ότι η πλειονότητα δεν το έκανε επειδή είχε πάσης φύσεως απωθημένα εναντίον της. Ούτε από «πολιτική», η οποία πάντα «παίζει» σ΄αυτές τις περιπτώσεις. Οι περισσότεροι το έκαναν για το «γαμώτο». Επειδή στενοχωρήθηκαν. Και θέλησαν να «βγάλουν» αυτόν τον πόνο γραπτώς στα social. Υπήρχαν, όπως πάντα και οι «βουβοί». Αυτοί είναι πάντα οι περισσότεροι. Θύμωσαν, σιχτίρισαν, τέλος. Νεύρα, στενοχώρια – στενοχώρια, νεύρα. Πάμε παρακάτω. Δεν είναι το ποδόσφαιρο για να πιάνει θλίψη. Υπάρχουν δυστυχώς δεκάδες άλλα πεδία που μπορούν να μας προκαλέσουν αυτό το συναίσθημα στη σημερινή Ελλάδα.

Αυτή η πίκρα, αυτή η λύπη, είναι σαφές δείγμα της επανασύνδεσης του ελληνικού κοινού με την ποδοσφαιρική Εθνική. Ο Ελληνας δεν θα γίνει ποτέ ο «αιώνια πιστός». Πιστός είναι μόνο στη νίκη. Δεν έχει την αθλητική και οπαδική κουλτούρα άλλων λαών και οι κατά καιρούς εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Δεν «λατρεύτηκε» αυτή η εθνική ομάδα. Αγαπήθηκε από κάποιους και την συμπάθησαν πολλοί περισσότεροι. Ισως λόγω του ότι… πάψαμε να χάνουμε και αρχίσαμε να νικάμε (στο Nations League). Αρχισαν και να την εκτιμούν και να τη βλέπουν με διαφορετικό μάτι μετά από την εικόνα της στα δύο ματς εναντίον της Γαλλίας. Ηταν και τα παιχνίδια στα οποία κέρδισε πολλούς πόντους ο Γκας Πογέτ.

Γι’ αυτό και το κόστος αυτής της αποτυχίας στην Τιφλίδα είναι δυστυχώς πολλαπλό. Ναι, κάποιοι παίκτες σταδιακά θα «τελειώσουν» από την Εθνική. Νομοτελειακά. Ναι, κάποιοι θα επανακληθούν, θα δούμε και φρέσκα πρόσωπα, όποιος κι αν είναι ο διάδοχος του Πογέτ. Ομως ο «κορμός» είναι δεδομένος. Δεν θα αλλάξει. Δεν μπορεί να αλλάξει αυτή την περίοδο, διότι δεν διαθέτουμε τόσο πολλούς παίκτες επιπέδου «εθνικής ομάδας». Αλλαγές θα γίνουν, αλλά τα περισσότερα πρόσωπα θα είναι τα ίδια, ίσως με διαφορετική «ιεραρχία»: κάποιοι βασικοί ίσως κάτσουν στον πάγκο και αντιστρόφως. Με αρκετούς παίκτες διαφορετικών ομάδων (και αυτό είναι πολύ καλό!) έχουν συνδεθεί και πιτσιρικάδες και μεγαλύτεροι.

Η ζημιά που έκανε αυτή η ήττα στη σχέση με τον Ελληνα οπαδό μακάρι να περιοριστεί στο «ξενέρωμα». Να μην εξελιχθεί σε «αδιαφορία» και απομάκρυνση από την OPAP Arena. Χάσαμε πολλά προχθές διότι το timimg ήταν ιδανικό: με μια πρόκριση ο Ελληνας οπαδός (όχι της Εθνικής, ελάχιστοι τέτοιοι υπάρχουν) θα ανακαλούσε «κάψα»… παλαιών ετών για την εθνική ομάδα ενόψει Euro. Κι ας επιστρέφαμε με 3/3 ήττες από Τουρκία, Τσεχία, Πορτογαλία (δεν θα επιστρέφαμε με τρεις ήττες!). Η προσμονή της γιορτής, η 23άδα, το κάθε ματς, θα αναζοπύρωνε μόνο με θετικά ιόντα το ήδη ενισχυμένο ενδιαφέρον για την ομάδα. Και τα άτιμα τα καλοκαιρινά βράδια μπροστά στην οθόνη για «μπάλα» δεν τα ξεχνά κανένας πιτσιρικάς όταν φτάσει στα 50, στα 60, στα 70…

Η επόμενη μέρα θα είναι πολύ πιο δύσκολη. Διότι μαζί με την πρόκριση χάσαμε και τις θέσεις στο ranking. Δηλαδή, καλύτερες προϋποθέσεις γθια καλύτερες κληρώσεις. Στο Nations League η Ελλάδα προβιβάστηκε. Πλέον παίζει εναντίον της Αγγλίας, όχι εναντίον του Κοσόβου. Και στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου όλα είναι πιο δύσκολα στα προκριματικά και (όπως έλεγε πάντα ο «Κάρα») πιο εύκολα αν προκριθείς στην τελική φάση. Πώς να προκριθείς όμως; Χρειάζεται υπέρβαση! Και εναντίον της Γεωργίας αποδείχθηκε ότι δεν είμαστε απόλυτα έτοιμοι – όχι για υπερβάσεις, αλλά ούτε – για τις «συμβατικές υποχρεώσεις».

Παρόντες ήταν οι Κουρμπέλης, Σιώπης, Μπουχαλάκης, Ζέκα. Απόντες ήταν για διάφορους λόγους οι Αλεξανδρόπουλος, Γαλανόπουλος, Τσιγγάρας, Παπανικολάου. Δυστυχώς, η πηγή των χαφ μας έχει στερέψει. Αν σκεφτείς ότι καλύτερος Ελληνας χαφ πέρυσι ήταν ο Ζήσης Καραχάλιος του ΠΑΣ Γιάννινα και ότι εφέτος θεωρήθηκε… τρομερή αποκάλυψη του Τερίμ ο Γιάννης Κώτσιρας, γίνεται αντιληπτό ότι θα πρέπει να «σκάψουμε» πολύ στις U-19 των συλλόγων ή να… ανακαλύψουμε κάποιον κρυμμένο -χαμένο θησαυρό στα ξένα. Μέγα πρόβλημα…

Πηγή: Gazzetta