Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Οι αποχαιρετισμοί είναι κομμάτι της ζωής.

Πιο πολύ αντί για τελεία, σηματοδοτούν το τέλος ενός κεφαλαίου, καταδεικνύουν ότι οι χαρακτήρες αλλάζουν, η ιστορία όμως συνεχίζεται. «Σκέπτομαι τον κόσμο, γι’ αυτό που είναι, ένα παλκοσένικο, στο οποίο ο καθένας υποδύεται το ρόλο του» λέει ο Αντόνιο στο ξεκίνημα του «Έμπορου της Βενετίας» του Σαίξπηρ.

Στο ποδόσφαιρο, στον αθλητισμό γενικότερα, όταν ο πρωταθλητής ολοκληρώνει την αγωνιστική του δραστηριότητα, ακολουθεί η μόνιμη επωδός των επαίνων, οι ευχαριστίες, τα αφιερώματα, οι ανθολογίες στο youtube, η υπερβολή. Απαριθμούνται οι κορυφαίες στιγμές, οι τίτλοι, δυο-τρεις κοινοτοπίες και η σελίδα γυρίζει.

Εάν αποδεχθούμε ότι οι ποδοσφαιριστές αποτελούν μια ξεχωριστή sui generis κοινωνική τάξη, αναγνωρίζουμε αυτοστιγμεί ότι εκ των πραγμάτων φροντίζουν περισσότερο την εικόνα τους. Πιθανόν αυτό απορρέει από τις ρήτρες υποχρεωτικότητας στη ζωή τους, το αυστηρό διαιτολόγιο, τους κύκλους ύπνου, τα συνήθως χαμηλής στάθμης πολιτιστικά ενδιαφέροντα.

Γι’ αυτό καταλήγουν να εκφράζονται και να εξωτερικεύουν το χαρακτήρα τους “αγοραία”.

Ο σύγχρονος ποδοσφαιριστής συνήθως εκφράζεται μέσω χορηγών, εταιρειών ένδυσης, προϊόντων καλλωπισμού. Λανσάρει μοδάτα παπούτσια, καινούρια κουρέματα, τατουάζ, κυκλοφορεί με ίδια επώνυμα τσαντάκια στα αποδυτήρια, τα τεράστια ακουστικά και ούτω καθεξής. Πιθανόν να είναι και ο τρόπος να πλησιάσει την κοινωνία, το μέσο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, πέρα από μια έξτρα πηγή εσόδων.

Κορυφαίο παράδειγμα ο Κριστιάνο Ρονάλντο, είδωλο για συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι ξοδεύουν πολύ χρόνο στο γυμναστήριο, αγαπούν το σώμα και τον εαυτό τους, περνούν ώρες στο κομμωτήριο.

Η συμπεριφορά είναι επαναληπτική και γραμμική, αφορά ολοένα και λιγότερο κοινό, αλλά αρέσει στο σύγχρονο μάρκετινγκ του δόγματος «καταναλώνω – πετάω».

Ίσως, αυτός να είναι και ο λόγος, για τον οποίο οι ποδοσφαιριστές αποπνέουν μια αύρα ανικανοποίητου, ανολοκλήρωτου, πολλές φορές ακόμα και υποκρυπτόμενης δυστυχίας. Καταλήγουν λιγότερο αξιοζήλευτοι, απ’ ό,τι θα μπορούσαν να είναι, και πολύ γρήγορα γίνονται βετεράνοι, αφήνονται και διαταράσσεται η πνευματική ηρεμία τους. Διότι ανακαλύπτουν ότι ο ρόλος που έπαιξαν στη μεγάλη σκηνή, δεν τους ταίριαζε.

Στην επικοινωνιακή και διαδικτυακή υπερβολή του Σήμερα, το «αντίο» μοιάζει σημαντικότερο κι απ’ το ίδιο το ταξίδι, την ίδια τη διαδρομή. Κι έτσι, χάνεται η ουσία, λησμονιέται η ίδια η πραγματικότητα. Εκτός αν είσαι ο Στιβ Μακουίν.

«Το έζησα. Το αγάπησα. Αντίο όμορφο παιχνίδι».

Έτσι ανακοίνωσε ότι σταματάει το ποδόσφαιρο ο Τσάμπι Αλόνσο Ολάνο το 2017.

Τρεις φράσεις και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Με υψωμένο το χέρι, πλάτη στον φωτογράφο και τις τάπες των παπουτσιών να θυμίζουν ότι ήταν ποδοσφαιριστής.

Με στυλ. Γιατί το στυλ ήταν και είναι συνώνυμο του πιο “χολιγουντιανού” χαρακτήρα που έπαιξε ποτέ ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο.

Η χωρίστρα πάντοτε τακτοποιημένη, τα γένια αυστηρά τριών ημερών, σφιχτό και έντονο βλέμμα που δίνει την αίσθηση ότι ξεφεύγει από τον περιορισμένο ορίζοντα. Τίποτα κραυγαλέο και επιτηδευμένο, καμία υπερβολή.

Πληκτρολογείς «Xabi Alonso class» στη μηχανή αναζήτησης και εκτυλίσσεται ένα φεστιβάλ στυλ και εικόνων με σκόρπιες δυο-τρεις φωτογραφίες αγωνιστικής δράσης. Σχεδόν αδύνατον για τον ανυποψίαστο θεατή να διασυνδεθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο με εκφράσεις όπως «αλλαγή παιχνιδιού», «ρυθμός του αγώνα», «τριάδα στα χαφ».

Κι όμως, ο Τσάμπι Αλόνσο ποδοσφαιρικά ανήκει στην ιδεατή κορυφαία τριάδα των κορυφαίων μετρονόμων του εγγύτερου παρελθόντος. Είναι αυτός, ο Πίρλο κι ο Ινιέστα.

Έτρεχε, πάσαρε και στεκόταν στο γήπεδο, με τον μοναδικό τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι το έκανε. Ένας ηγέτης που δεν χρειαζόταν να υψώσει τον τόνο της φωνής του, για να υπακούσουν οι συμπαίκτες του, ένας αναγνωρισμένος μαέστρος με ανώτερη ποδοσφαιρική γνώση και συνέπεια.

Ο Αλόνσο δεν χρειαζόταν να «καταπιεί χιλιόμετρα», να σπαταλήσει δυνάμεις, για να γίνει αρεστός στην εξέδρα, να τσαμπουκαλευτεί στον διαιτητή, για να πετάξει από πάνω του τις ευθύνες. Κινείτο σε λίγα τετραγωνικά, φρόντιζε να διευθύνει, να κατευθύνει, να ορίζει το ρυθμό.

Διέθετε την άνεση και την ευφυΐα να ηρεμήσει το παιχνίδι με μια παράλληλη πάσα των πέντε μέτρων και να το “ανοίξει” με μια πενηντάρα ακριβείας στην πλάτη της αντίπαλης άμυνας. Του έβγαινε φυσικά, σαν να έχει μεγαλώσει με αυτόν τον τρόπο, σαν να πρόκειται για κάτι απλό.

Μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι και ο πατέρας του που έπαιζε ποδόσφαιρο στην ίδια θέση στη Ρεάλ Σοσιεδάδ, αγωνιζόταν με τον ίδιο τρόπο και ήταν εκ των κορυφαίων της γενιάς του στη διανομή της μπάλας και της τακτικής εναλλαγής.

Ίσως να υπάρχει τελικά μια άτυπη διαδοχική κληρονομιά ταλέντου, μια συγγένεια εξ αίματος με το εκλεπτυσμένο και το σοφό.

Ελάχιστοι εντυπωσιάζονται από αυτό το ποδόσφαιρο. Ο ίδιος ο Τσάμπι έχει παραδεχτεί ότι μόνο στο Άνφιλντ βρήκε κοινό πρόθυμο να εκτιμήσει τρεις-τέσσερις κάθετες πάσες που αποδείχτηκαν ατελέσφορες και δεν οδήγησαν σε ευκαιρία ή γκολ. «Το κοινό στο Άνφιλντ ήταν gourmet. Εκτιμούσε και τη σύλληψη της ιδέας, όχι μόνο το αποτέλεσμα».

Μιλάει για ποδόσφαιρο και θαρρείς ότι συζητάει για πούρα ή για σπάνια malt.

Ο Τσάμπι Αλόνσο είναι από εκείνους τους τύπους, των οποίων το απόγειο της γοητείας και η καθολική αναγνώριση επετεύχθησαν σε προχωρημένη ηλικία, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες ρυτίδες και η ωριμότητα αντικατέστησε την ορμή της νιότης.

Όλοι οι μεγάλοι χαφ έγιναν τέτοιοι, όταν κατάλαβαν ότι πρέπει να τρέχουν λιγότερο και να σκέπτονται περισσότερο.

Όταν η σκέψη συνδυάζεται και με το στυλ, τότε το αποτέλεσμα είναι όχι απλώς γοητευτικό, αλλά καθηλωτικό.

Στο γήπεδο δεν χρειαζόταν ποτέ να προσπαθήσει πολύ. Δεν υπήρχε λόγος να δείξει καν ότι προσπαθεί.

Δεν θυμάμαι ούτε ένα στιγμιότυπο να βρίσκεται υπό πίεση, να αντιδρά λάθος. Ακόμα κι όταν έκανε μια εξαιρετική ενέργεια, ακόμα και τις σπάνιες φορές που υπηρέτησε το “περιττό”, έδινε την εντύπωση ότι απλώς αξιοποίησε μια πτυχή του απεριόριστου ταλέντου του.

Ένα ταλέντο κομψό, κάποιος θα τολμούσε να ισχυριστεί αντι-ανταγωνιστικό. Αυτή είναι η αίσθηση που άφηνε μια δική του εκτέλεση φάουλ στο παραθυράκι, μια δική του αλλαγή παιχνιδιού, μια κοφτή τρίπλα που άνοιγε χώρους στην αδύναμη πλευρά και δημιουργούσε αριθμητικό πλεονέκτημα και προϋποθέσεις αντεπίθεσης.

Το ζήτημα εν προκειμένω είναι ότι όλα αυτά λάμβαναν χώρα με στυλ. Ανεπιτήδευτα, όπως στεκόταν ο Στιβ ΜακΚουίν στην πόρτα της Mustang στο Bullit και όπως ο Ντον Ντρέηπερ έδινε σε δευτερόλεπτα το σλόγκαν στο πολύωρο meeting, πίνοντας μια γουλιά από το ουίσκι του.

Ο Αλόνσο ήταν από τους τύπους που ενώ η Ρεάλ κέρδιζε το κύπελλο από τη Μπαρσελόνα και οι συμπαίκτες ανέβαζαν stories στο instagram, άραζε στην εξέδρα κι απολάμβανε τη στιγμή.

Δεν ξέρω ειλικρινά, αν δεν έπαιρνε όντως στα σοβαρά τον εαυτό του ή είναι από τους τύπους που κάνουν τα πάντα, για να δείξουν ότι δεν παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους. Γεγονός είναι ότι ανέκαθεν έδινε την εντύπωση πως αποστασιοποιείτο.

Δεν έδινε στο ποδόσφαιρο περισσότερη σημασία απ’ όση άξιζε, είχε φροντίσει να αξιολογήσει σωστά τις προτεραιότητες και τη σημασία τους.

Μιλάμε για έναν τύπο που κατέκτησε “εκείνο” το Τσάμπιονς Λιγκ στην Κωνσταντινούπολη, το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, ένα Κύπελλο Αγγλίας και ένα Community Shield με τη φανέλα της Λίβερπουλ.

Μιλάμε για έναν τύπο που επανέλαβε την ευρωπαϊκή επιτυχία, την οποία άλλοι απλώς ονειρεύονται, με τη φανέλα της Ρεάλ, προσθέτοντας κι ένα Πρωτάθλημα Ισπανίας και δυο Κύπελλα.

Τον ίδιο τύπο που πήγε κλεισμένα 33 στη Μπάγερν και κατέκτησε ακόμα δυο Πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο.

Μιλάμε για τον απίθανο τύπο που έκανε το αδιανόητο με τρεις τίτλους σε εθνικό επίπεδο σε μια τετραετία.

Euro το 2008 στα γήπεδα της Αυστρίας και της Ελβετίας, Μουντιάλ το 2010 στη Νότιο Αφρική, ξανά Euro το 2012 στα γήπεδα της Πολωνίας και της Ουκρανίας.

Εξωγήινες καταστάσεις για την καριέρα οποιουδήποτε ποδοσφαιριστή, όσο μεγάλος κι αν λογίζεται.

Δεν ξέρω, αν είναι το βάσκικο αίμα –έχει γεννηθεί στην ισπανική Τολόσα (Τουλούζ στα γαλλικά) μια ανάσα από το Σαν Σεμπαστιάν, το οποίο από μόνο του επισύρει ιδιαίτερο χαρακτήρα και εκλεπτυσμένη αισθητική. Στη χώρα των Βάσκων επινοήθηκε ξανά η ευρωπαϊκή κουζίνα, γεννήθηκε η Γενιά του ’98 στη λογοτεχνία, συνέβαινε (και συμβαίνει) η πιο αξιοσημείωτη μίξη μοντερνισμού και παράδοσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Είναι το παράξενο υπαρξιακό σταυροδρόμι για τον Τσάμπι που όντας Βάσκος κέρδισε τα πάντα με την Εθνική Ισπανίας και τη Ρεάλ Μαδρίτης, αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό, στην Αγγλία και στη Γερμανία, και διατήρησε τη διασύνδεση με τον τόπο του, μονάχα στο ξεκίνημα της καριέρας του με τη Ρεάλ Σοσιεδάδ.

Δίχως το βάσκικο αίμα, δεν ξέρω, αν θα είχε το σθένος να αντιδράσει άμεσα μετά την απόκρουση του Ντίντα στο πέναλτι του 3-3 της Κωνσταντινούπολης το 2005.

Όλοι θυμούνται εκείνα τα έξι τρελά λεπτά του Τελικού Μίλαν – Λίβερπουλ, πιο λίγοι ότι το πέναλτι της ισοφάρισης ο Τσάμπι το έχασε και σκόραρε με την αντίδρασή του στην επαναφορά.

Ανέκαθεν ήταν παίκτης των λίγων, των ελάχιστων επαφών. Όπως είχε πει κάποτε εύστοχα ο Ρομπέρτο Μαντσίνι «ο Τσάμπι Αλόνσο κάνει με μια πάσα, αυτό που κάνουν οι παίκτες της Μπαρσελόνα του τίκι-τάκα με είκοσι πέντε».

Κι όμως, εκείνο το τρελό βράδυ στην Κωνσταντινούπολη, χρειάστηκε μια επαφή παραπάνω για να γίνει το θαύμα της Λίβερπουλ. Κι όταν του το θυμίζουν, η απάντησή του θυμίζει τον ετοιμοθάνατο Περικλή,  ο οποίος επιπλήττει εκείνους που απαριθμούσαν τα κατορθώματά του, για να τονίσουν το κλέος του:

«Δεν είναι ο τελικός και το ριμπάουντ στο πέναλτι η στιγμή που κρατώ από τη Λίβερπουλ. Μια χρονιά πριν, είχαμε αποκλειστεί στον προημιτελικό από τη Μπενφίκα μέσα στο Άνφιλντ. Ήμασταν όλοι διαλυμένοι, δεν μπορούσαμε να πάμε ούτε στα αποδυτήρια. Εγώ, ο Τζέραρντ και οι υπόλοιποι. Ο κόσμος δεν έφευγε από το γήπεδο. Είχαν μείνει μαζί μας και μας χειροκροτούσαν. Δεν μου είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο. Άκουγα να ψάλλουν «You’ll Never Walk Alone» και ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Είχε ραγίσει η καρδιά μου που δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να ανταποδώσω αυτή την αγάπη. Αυτή είναι η ανάμνηση που κρατώ από το Λίβερπουλ και όχι ο Τελικός στην Κωνσταντινούπολη».

Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά του Τσάμπι Αλόνσο από τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές. Ότι σκεπτόταν και συμπεριφερόταν διαφορετικά. Η στάση του δεν είχε το βαρετό και κοίλο των υπολοίπων, ανάμεσά τους ήταν σαν αριστοκράτης.

Δεν άκουγε την ίδια μουσική, δεν έκανε τις ίδιες σπατάλες, για να επιδείξει τα χρήματά του, δεν έβγαινε ραντεβού με τις ψευτο-σελέμπριτις και τα νεο-μοντέλα, δεν είχε τους ίδιους “κύκλους” και γνωστούς των άλλων.

Δεν έμοιαζε με ποδοσφαιριστή, ακόμα κι όταν έφτανε στο γήπεδο με την αποστολή.

Κομψός, συνήθως με επίσημο αλλά χαλαρό κοστούμι, γυαλιά ηλίου που έδειχναν σχεδιασμένα για το πρόσωπό του κι έναν καφέ στο χέρι. Στυλάτος και cool, ατέρμονα cool.

Για τον Τσάμπι Αλόνσο το ποδόσφαιρο ήταν το επάγγελμά του, ο χώρος στον οποίο μπορούσε να εκφραστεί το ταλέντο και οι δεξιότητές του. Δεν επέτρεψε στο χώρο να τον διαβρώσει, γιατί διαθέτει παιδεία και προσωπικότητα. Και τα (πολλά) χρήματα που κέρδισε τα σέβεται.

Δεν ήταν απ’ εκείνους που άκουγαν trap και αποθεώνουν το flex του τίποτα. Δεν έψαξε τις πολιτιστικές και αξιακές του αναφορές στο σύμπαν που τον περιέβαλε.

Διαβάζει Pitchfork και ακούει shoegaze, είναι ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα της «Τέλειας Ομορφιάς» του σύγχρονου ποδοσφαίρου.

Το 2010, όταν το Μουσείο Thyssen-Bornemisza δώρισε από μια VIP-ξενάγηση στους πρωταθλητές κόσμου Ισπανούς ποδοσφαιριστές, μαντέψτε ποιος ήταν ο μοναδικός από τους 23 που εκτίμησε και χρησιμοποίησε το δώρο.

Εν αντιθέσει με άλλους, είναι μια παγκοσμίως αναγνωρίσιμη προσωπικότητα, συνώνυμο της κομψότητας, της πολυτέλειας και της ομορφιάς.

Η Porsche, την οποία οι περισσότεροι πρώην συμπαίκτες του έκαναν και κάνουν πολύ ευτυχισμένη με μεγάλο μέρος των χρημάτων από τα συμβόλαιά τους, τον επέλεξε για πρεσβευτή και εικόνα προώθησης των προϊόντων της. Δωρίζοντάς του και μια παλιά, classic 911.

Λέγεται ότι το καλύτερο και το πιο επιτυχημένο στυλ είναι αυτό που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, το μη κραυγαλέο. Ακόμα και στο ποδόσφαιρο. Δεν αρκούν μόνο οι τίτλοι, οι προσωπικές διακρίσεις, η Ρεάλ, η Λίβερπουλ και η Μπάγερν. Σημασία έχει πάντα και ο τρόπος.

Η κομψότητα είναι τέχνη και το καλύτερο στυλ είναι το έμφυτο. Ύφος cool as ice.

Η επιτομή του στυλ. Ο βασιλιάς του cool. Ο Τσάμπι Αλόνσο.

Πηγή: Athletes’ Stories