Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξανδρου Σόμογλου

Γράφτηκαν πολλά, θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα τις επόμενες μέρες. Ένα βαρύ 3-0 προσφέρεται πάντα για αναλύσεις, αφορισμούς, κριτική…

Ωστόσο η άνευ όρων παράδοση της εθνικής μας ομάδας απέναντι στη διψασμένη για διακρίσεις Ιταλία του Ρομπέρτο Μαντσίνι είναι το μικρότερο από τα προβλήματα που καλείται να διαχειριστεί το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα για να μην κατρακυλήσει ξανά στον προ 2004 «ποδοσφαιρικό Μεσαίωνα» της πλήρους ανυποληψίας, 15 μόλις χρόνια μετά από το έπος της Πορτογαλίας.

Για τα αγωνιστικά αίτια της ήττας από τους Μεσόγειους γείτονές μας αναλύθηκαν σχεδόν τα πάντα. Μια φοβική και πειραματική ενδεκάδα από τον Αναστασιάδη που θα έχανε με κάτω τα χέρια απέναντι σε οποιονδήποτε σοβαρό και πειθαρχημένο αντίπαλο, μια ομάδα που έχει σταματήσει προ πολλού να επενδύει στο ποδόσφαιρο και παλεύει να κατακτά βαθμούς «κλέβοντας» και όχι κερδίζοντάς τους.

Δεν είναι, όμως, αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα! Ούτε η εξουδετέρωση του Φορτούνη από τον ίδιο τον προπονητή του, ούτε η σύνθεση μιας απελπιστικά αργής μεσαίας γραμμής (με Κουρμπέλη, Σάμαρη, Σιόβα) που δεν θα μπορούσε να σταθεί ούτε σε ντέρμπι του ελληνικού πρωταθλήματος, ούτε η μετάθεση του Ζέκα στα άκρα της άμυνας.

Σε μια φυσιολογική εθνική ομάδα, όλα τα παραπάνω θα είχαν – προφανώς – ιδιαίτερη αξία και μεγάλη βαρύτητα. Η Εθνική Ελλάδος, όμως, δεν είναι μια φυσιολογική εθνική ομάδα. Έχει καταφέρει, δυστυχώς, να μετατραπεί στον απόλυτο καθρέφτη της μιζέριας, του μίσους και της αντιπαλότητας που τρώει το σαράκι του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί την εθνική όλων μας, αλλά έχει μετατραπεί ξανά σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται – ανά περίσταση και όπως βολεύει – στον πόλεμο των βουβαλιών του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η για κάποιους «δική μας» εθνική που μια φορά κι έναν καιρό θωρακίζαμε, έγινε ξαφνικά η εθνική «των άλλων» που πρέπει να ξεσκίσουμε. Και η εθνική «των άλλων» που μια φορά κι έναν καιρό έπρεπε να ξεσκίζουμε, έγινε ξαφνικά η «δική μας» εθνική που πρέπει να προστατεύσουμε.   

Όσο υπήρχαν Ρεχάγκελ και Σάντος, το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα είχε καταφέρει (για πρώτη φορά, ίσως, στην ιστορία) να θωρακιστεί, να αποκτήσει αντισώματα που το προστάτευαν απέναντι στην αρρωστημένη πραγματικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Δυστυχώς, αποδείχτηκε για πολλοστή φορά ότι δεν την αντέχουμε την υγεία στην ποδοσφαιρική μας Μπανανία…

Η εικόνα ενός Ολυμπιακού Σταδίου (σ.σ. να μην ξεχάσω να δώσω τα συγχαρητήρια μου σε όσους επέλεξαν να επιστρέψει η εθνική μας ομάδα στο αχανές και άγευστο ποδοσφαιρικά ΟΑΚΑ, αντί να χρησιμοποιεί ως έδρα ένα «ζεστό» και με μικρότερη χωρητικότητα γήπεδο, όποιο κι αν ήταν αυτό) με μόλις 15.000 φιλάθλους σε παιχνίδι με εμπορικό αντίπαλο, παρέπεμπε σε εποχές απαξίωσης του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Κι αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα!

Η εθνική μας ομάδα έχει επιστρέψει για τα καλά στα χρόνια της απαξίωσής της από το ίδιο το σύνολο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Από τους φιλάθλους, τους δημοσιογράφους, τους παράγοντες, την ΕΠΟ, τις ομάδες.

Κι αυτό το φαινόμενο είναι, δυστυχώς, πολύ πιο σοβαρό και πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμο από οποιονδήποτε κατάλληλο ή ακατάλληλο προπονητή, από οποιοδήποτε σωστό ή λανθασμένο σύστημα, από οποιοδήποτε έλλειμμα ή πλεόνασμα ποδοσφαιρικής ποιότητας!

Πηγή: Sport DNA