Του Zastro
Γκολ. Ήταν 16 ετών, πέντε μηνών και πέντε ημερών. Ο νεαρότερος σκόρερ στην ιστορία του Ερυθρού Αστέρα, το πρώτο κεφάλαιο της αφήγησης μιας ιστορίας με πολλούς προορισμούς.
Εκείνο ήταν το πρώιμο σημάδι του ταλέντου του Λούκα Γιόβιτς, ένα δύσκολο αριστερό πλασέ στη γωνία του τερματοφύλακα της Βοϊβοντίνα, μετά από ένα υπέροχο “αναιδές” κοντρόλ και στρώσιμο με τον ώμο. Βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο μόλις για δυο λεπτά, ήταν το πρώτο του επαγγελματικό παιχνίδι, η πρώτη φορά που έπρεπε να γίνει ποδοσφαιρικά άντρας. Σκόραρε και έπεσαν όλοι επάνω του, εκείνος έτρεξε στην πλάγια γραμμή, έκρυψε το πρόσωπό του στην αγκαλιά του προπονητή του, τριγύρω φροντιστές, συμπαίκτες, ballboys, να χειροκροτούν σαν σε θεατρική παράσταση.
Ήταν 28 Μαΐου του 2014 στο Νόβισαντ, την ημερομηνία την έχει ακόμη χαραγμένη στα παπούτσια του, δεν θα την ξεχάσει ποτέ.
Το έκανε να φαίνεται απλό, έχει αυτό το χάρισμα να επιλύει περίπλοκα προβλήματα μέσα στην περιοχή, χρησιμοποιώντας τις φαινομενικά απλούστερες λύσεις. Πλασέ με το δεξί, σουτ με το αριστερό, κεφαλιές, γυριστά, προβολές, σουτ εν κινήσει και σε στάση, είτε μετά από ξεπέταγμα στον ανοικτό χώρο είτε σε μισό τετραγωνικό. Μια μηχανή φτιαγμένη να στέλνει την μπάλα μέσα, δίχως περιττές σπατάλες ενέργειας, χωρίς την παραπάνω επαφή που επιζητούν όλοι οι εγωιστές επιθετικοί του ποδοσφαίρου του καιρού μας.
Στην τελευταία του σεζόν στη Bundesliga 13 από τα 17 του γκολ έγιναν με μια επαφή. Ένα προσόν άυλο, ένα θεόσταλτο δώρο, όπως του αρέσει να επαναλαμβάνει.
«Ο Θεός μού χάρισε αυτό το ταλέντο, αυτή την αίσθηση του γκολ που δεν μπορώ να σας εξηγήσω τι ακριβώς είναι. Σαν να το είχα πάντα μαζί μου. Παρόλο που έχω προπονηθεί σκληρά στη ζωή μου, δεν είναι κάτι που μαθαίνεται. Ειλικρινά δεν σκέπτομαι πού πρέπει να κινηθώ, με οδηγεί το ένστικτό μου, με τραβάει το ίδιο το παιχνίδι».
Η μαγική λέξη. Το ένστικτο. Αυτό πλήρωσε αδρότατα η Ρεάλ επενδύοντας 65 εκατ. επάνω του, μετά από μια μόλις σεζόν υψηλού επιπέδου με τη φανέλα της Άιντραχτ στη Φρανκφούρτη. Ιλιγγιώδες ποσό, πιθανότατα εκτός λογικής.
Αμέσως ο Ζιντάν, τότε προπονητής των «Merengues», τον απέρριψε, έκρινε ότι δεν είναι επ’ ουδενί ικανός για να αναπληρώσει τον Καρίμ Μπενζεμά. Ο Λούκα έμοιαζε πάντα γαλήνιος, δεν ύψωσε τους τόνους, έμεινε να πολεμήσει. Ο Ζιντάν το εκτίμησε, δεν τον έστειλε δανεικό, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός, και αποφάσισε να δουλέψει μαζί του στις προπονήσεις.
Τον είχε εντυπωσιάσει το work rate του μικρού, η πάντα καλή του ψυχολογία, η καλοσύνη και το χαμόγελο. Ήταν όντως τρισευτυχισμένος ο Λούκα, μόλις είχε γεννηθεί ο γιος του και στις προπονήσεις πετούσε. Θεαματικά γκολ, καλό κλίμα, “ενσωμάτωση” στα πολύ δύσκολα -σχεδόν ασήκωτα- αποδυτήρια της Ρεάλ.
Στην πρεμιέρα ο Ζιζού τον επιβράβευσε με το βάπτισμα του πυρός, εννέα λεπτά “ξεψαρώματος”. Την αμέσως επόμενη αγωνιστική, στην πρώτη επαφή, δοκάρι. Όπως κάθε νέο παιδί, τα έβαλε με την τύχη του, γύρισε στον πάγκο να κλέψει ένα βλέμμα από τον Ζιντάν, αναζητούσε εναγωνίως αν όχι τη θαλπωρή της «Zvezda» τουλάχιστον την αποδοχή της Άιντραχτ. Δεν την βρήκε.
Για ένα 22χρονο παιδί δεν είναι εύκολο να φέρει το βάρος μιας τόσο ακριβής μεταγραφής και να πρέπει να ανταπεξέλθει άμεσα. Ο πρωταθλητισμός σε καταπίνει, οι φανέλες σε ομάδες όπως η Ρεάλ δεν είναι απλά υφάσματα, ζυγίζουν τόνους. Ο Ζιντάν έκανε αυτό που έπρεπε, δήλωσε στις κάμερες ότι έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητες του μικρού και θα τον βοηθήσει να εγκλιματιστεί. Έτσι έπρεπε να κάνει, έτσι είθισται να συμβαίνει.
Για τον Γιόβιτς δεν ήταν πρωτόγνωρο, είχε βιώσει παρόμοια κατάσταση και στην Πορτογαλία με τη Μπενφίκα. Ακόμα μια περίεργη ιστορία εκείνη η μεταγραφή. Παρουσιάστηκε μετά βαΐων και κλάδων από τους Λουζιτανούς και αργότερα αποδείχτηκε ότι τον είχε αγοράσει ο Απόλλων Λεμεσού με 2 εκατ. και εν συνεχεία τον παρέδωσε στους «Αετούς».
«Ο Αστέρας χρειαζόταν τα χρήματα και γι’ αυτό με πούλησε, αλλά εγώ έκλαιγα τρεις μέρες συνεχώς», θυμάται ο Λούκα.
Δεν προσαρμόστηκε ποτέ στη Λισαβόνα, δυσκολευόταν με την γλώσσα, τραυματίστηκε από την προετοιμασία κιόλας, “συνελήφθη” να διασκεδάζει σε ένα club εκτός ωραρίου. Ήταν μια από αυτές τις μεταγραφές “φαντάσματα” των πορτογαλικών ομάδων, ένα υποχείριο στη μάστιγα των μάνατζερ και των αφεντάδων του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Ενάμισης χρόνος, τέσσερα ματς στην πρώτη ομάδα. Την πλειοψηφία της παρουσίας του με την Μπενφίκα την έζησε στη Β ομάδα. Ήταν πιτσιρικάς, με ευμετάβλητη ψυχολογία, άγουρος και δεν ήθελε να αφήσει με τίποτα το Βελιγράδι. Αυτή είναι όμως η ζωή του επαγγελματία ποδοσφαιριστή, αυτές είναι οι τύχες των ποδοσφαιριστών-προϊόντων του καιρού μας.
Μερίδιο ευθύνης για την άθλια παρουσία στην Πορτογαλία έχει και ο ίδιος. Δεν γυμνάστηκε, δεν ενδιαφέρθηκε, δεν μόχθησε. Για έναν Βαλκάνιο, το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα, το feeling είναι απαραίτητα συστατικά επιτυχίας. Ενθουσιαζόμαστε, απογοητευόμαστε, χανόμαστε εύκολα. Πολύ πιο εύκολα από τους “τετράγωνους” Αγγλοσάξονες.
Κι όμως, στην Φρανκφούρτη ξαναβρήκε τη γαλήνη του ο Γιόβιτς, εκεί, όπως αποδεικνύεται, “λειτουργεί” εκτός του θερμοκηπίου του Αστέρα και του Βελιγραδίου.
Τον πίστεψε ο Διευθυντής ποδοσφαίρου της Άιντραχτ και παλιά δόξα του γερμανικού ποδοσφαίρου, Φρέντι Μπόμπιτς, τον απογείωσε ένας Κροάτης που στην πορεία έγινε περισσότερο Γερμανός, ο Νίκο Κόβατς.
Με τον Κόβατς έγινε επαγγελματίας ο Γιόβιτς, τότε και μόνο τότε δούλεψε πραγματικά τον εαυτό του, βελτίωσε τις αδυναμίες του, επανήλθε στη φυσική κατάσταση των χρόνων της Σερβίας.
Ο Κόβατς είναι ένας άνθρωπος και προπονητής που έχει μάθει να δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε αγώνες και προπονήσεις, στηρίζει πολλά στην ψυχολογική διαχείριση των ποδοσφαιριστών, στοχεύει στις καλές σχέσεις στο εσωτερικό της ομάδας. Χημεία. Έτσι λειτουργούν όλα στη ζωή μας, με αυτόν τον τρόπο κολλάνε ακόμα και τα γυαλιά που ράγισαν και έμοιαζαν να μην ξανακολλούν ποτέ. Ο Λούκα στη Γερμανία έσκυψε το κεφάλι, κατάλαβε ότι δεν ματαιοπονεί, όταν ο Κόβατς δεν τον αγνοούσε μετά τις καλές επιδόσεις και τη διάθεση που έδειχνε στην προπόνηση.
Αρχικά ξεκίνησε ερχόμενος από τον πάγκο για να αντικαταστήσει τον Χάλερ στο “τεμπέλικο” 4-2-3-1 του Κόβατς. Όταν η ομάδα χρειαζόταν ενίσχυση και πίεση, πλαισίωνε τον βασικό επιθετικό της Άιντραχτ στην επίθεση των «Αετών» του Waldstadion. Σιγά σιγά βρήκε τα πατήματά του, σκόραρε εννέα γκολ σε 1000 λεπτά, βγήκε στην επιφάνεια εκείνο το σουρρεαλιστικό “ένστικτο”. Μετά το γκολ εναντίον της Σάλκε στον ημιτελικό του Κυπέλλου, στέκεται στα πόδια του, αισθάνεται έτοιμος. Το καλοκαίρι δουλεύει με περίσσια όρεξη, υπόσχεται στον Κόβατς ότι η επόμενη θα είναι χρονιά του.
Αυτά που έκανε ο Γιόβιτς τη σεζόν 2018-19 πολύ δύσκολα θα τα ξανακάνει επιθετικός στη Bundesliga. Ξεχωρίζουν τα πέντε γκολ εναντίον της Φορτούνα του Ντίσελντορφ τον Οκτώβριο, το ένα καλύτερο από το άλλο.
Το πρώτο με ένα απίθανο ακροβατικό α λα Ζλάταν μέσα στη μικρή περιοχή.
Το δεύτερο με βολέ και την μπάλα να μην ακουμπά το έδαφος μέχρι να τυλιχτεί στα δίχτυα.
Το τρίτο με φορίσια περιστροφή και σουτ, πέφτοντας στο πλαϊνό δίχτυ.
Το τέταρτο με χειρουργικό πλασέ στη ρίζα της αριστερής δοκού και ανάπαυση της μπάλας στο απέναντι δίχτυ.
Το πέμπτο με δυνατή σκαστή κεφαλιά που πήρε τα χέρια του γκολκίπερ μέσα.
Ποικιλία. Το είχε ξανακάνει μονάχα ο Λεβαντόβσκι το 2015, φορώντας τη φανέλα της Μπάγερν. Με τον Γιόβιτς όμως ήταν σαν να γύριζε ο Τζον Γου ένα βίντεο κλιπ για το ποδόσφαιρο, όπως θα έπρεπε να είναι στις κονσόλες. Clean cut πρόσωπο, μούσκουλα, χαμόγελο, κούρεμα Peaky Blinders. Ένιωθε πια σαν τον εαυτό του στο «Marakana του Βελιγραδίου». Δυνατός, ευτυχισμένος, ανίκητος.
Σκόραρε 27 γκολ, τα 10 στο Europa League. Τα 15 με το δεξί, οκτώ με το αριστερό, τέσσερα με το κεφάλι, κανένα πέναλτι. Έμοιαζε σαν 21χρονο ταλέντο που κυνηγούν μετά μανίας στο «Football Manager», γιατί τα είχε όλα και κυρίως την περιζήτητη μεταπωλητική αξία.
Τον είπαν «Σέρβο Φαλκάο», στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ λιγότερο, εκτός από έναν και μοναδικό τομέα του παιχνιδιού: το γκολ. Δεν είναι ιδιαιτέρως ψηλός (μετά βίας ξεπερνά το 1.80μ.), δεν έχει ικανότητες ανάγνωσης του παιχνιδιού, κερδίζει μόνο το ένα τρίτο των εναέριων μονομαχιών, δεν έχει ντρίπλα, δεν πασάρει στο τελευταίο τέταρτο, δεν παίζει για τον συμπαίκτη. Έχει όμως το πιο ακριβό ταλέντο στο ποδόσφαιρο, την αίσθηση του γκολ.
Άπειρα τα παραδείγματα. Από τον Πίπο Ιντζάγκι μέχρι τον “δικό μας” Ίσμαελ Μπλάνκο, από τα δεκάδες κατά καιρούς “κούτσουρα” των Σκανδιναβών και των Βορειοευρωπαίων εν γένει μέχρι τους δικούς μας παλιούς άτεχνους και βραδυκίνητους σέντερ φορ που έκαναν καριέρα τη δεκαετία του ’70 και του ’80, το κύριο ζητούμενο ήταν, είναι και θα είναι το γκολ.
Δεν αρκεί για να καθιερωθεί ένας φορ στη Ρεάλ Μαδρίτης, δεν φτάνει για να διαγραφεί μια πραγματικά σπουδαία καριέρα στο ποδόσφαιρο.
Ο Γιόβιτς, όσο πλησιάζει στην περιοχή του πέναλτι, τόσο πιο γρήγορος πιο ακριβής και καθοριστικός γίνεται. Αν απομακρυνθεί, ξεγυμνώνεται και γίνεται βάρος για τη διάταξη, το πλάνο, τους συμπαίκτες, τον προπονητή. Εξαφανίζεται για τεράστια χρονικά διαστήματα, ακόμα και για ολόκληρα 90λεπτα, αλλά επανεμφανίζεται από το πουθενά και σκοράρει.
Κατά ριπάς, με αποτέλεσμα να τελειώνει σεζόν δεύτερος πίσω από τον στρατοσφαιρικό Αλκασέρ. Με γεωμετρική πρόοδο και στην κατάλληλη ομάδα.
Παρόλο που ο Κόβατς έφυγε, ο Λούκα και με τον Χούτερ συνέχισε στο ίδιο μοτίβο. Σε άψογη συμφωνία με τον Ρέμπιτς τότε, όργωσαν τη Bundesliga και καταδυνάστευσαν το Europa League. 36 από τα 39 γκολ της Άιντραχτ έφεραν της δική τους υπογραφή μέχρι εκείνον τον Φεβρουάριο που άλλαξε τις ζωές τους.
Ο Ρέμπιτς συμφώνησε να καταλήξει στο Μιλάνο, ο Γιόβιτς, μετά από έναν κινηματογραφικό κύκλο διαπραγματεύσεων, στη Μαδρίτη, με το απίστευτο ποσό των 65 εκατ. που αναφέρθηκε νωρίτερα.
Στη Ρεάλ δεν είχαν συνυπολογίσει αυτή την αρμονία, δεν είδαν ή δεν θέλησαν να δουν την ικανότητα του Χάλερ να θυσιάζεται προκειμένου να αναδειχθεί το ταλέντο του παρτενέρ του στην επίθεση, δεν κατάλαβαν ότι ο Γιόβιτς μπορούσε να αποδώσει, μόνο όταν έχει δυο πλάγιους να κινούνται διαρκώς σε εναλλασσόμενο τρίγωνο μπροστά και πίσω του.
Ο Σέρβος ακολουθεί το flow αυτών των κινήσεων, το ένστικτο τον οδηγεί στην καλύτερη θέση, η συνήθεια τον τραβάει στο πέναλτι, όταν η μπάλα και το παιχνίδι πήγαινε προς τα έξω.
Η Άιντραχτ υπηρετούσε ένα κάθετο και άμεσο μοντέλο ποδοσφαίρου, το οποίο επέτρεπε στον Γιόβιτς να επιβεβαιώσει τα ενστικτώδη του χαρίσματα, να κινείται κατά βούληση στην κορυφή της επίθεσης, να εκμεταλλεύεται το αδιάκοπο repress των συμπαικτών του.
Στη Ρεάλ αυτά είναι πράγματα ανεφάρμοστα. Οι Μαδριλένοι είναι εξ ορισμού καταδικασμένοι σε ποδόσφαιρο κατοχής, σε πολύπλοκα επιθετικά σχήματα και τεχνάσματα, προκειμένου να ξεκλειδώσουν τις αντίπαλες άμυνες, σε επιστημονικά σχεδιασμένα και εκτελεσμένα στημένα. Εντάχθηκε σε μια Ρεάλ που περιστρεφόταν γύρω από τις αριστοτεχνικά εκτελεσμένες στημένες φάσεις του Κρόος, γιατί το ασύμμετρο 4-4-2 και η δυσκολία προσαρμογής των υπολοίπων στο επιτηδευμένο παιχνίδι του Μπενζεμά απαγόρευαν παντός είδους τακτικούς νεωτερισμούς. Ίσως, εάν η «Βασίλισσα» κατέληγε σε ένα τακτικό μοντέλο εναλλαγής θέσεων του Καρίμ με τον εκάστοτε παρτενέρ του, να έβρισκε χώρο το «Σερβάκι», όπως τον αποκάλεσαν μάλλον υποτιμητικά στην Ισπανία. Οι ρόλοι στη Ρεάλ είναι ξεκάθαροι, κυρίως αυτοί εκτός αγωνιστικού χώρου.
Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να περισσέψει οξυγόνο και για τον Γιόβιτς σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Η μοναδική ελπίδα θα ήταν η επινόηση μιας θέσης και ενός ρόλου, όπως έκανε ο Μοράτα το 2016-2017, αλλά ο Ισπανός είναι φαινόμενο τακτικού χαμαιλεοντισμού.
Ο Γιόβιτς λόγω ηλικίας είχε την ενέργεια και την ένταση, είχε δεδομένα και το γκολ, αλλά τον έπνιξε ο ανταγωνισμός και τον κατάπιε η φανέλα.
Οι μέσοι όροι του καταβαραθρώθηκαν, έχασε ακόμα και την επαφή με το γκολ, μπαίνοντας συνήθως ως αλλαγή στο τέλος. Ρεζέρβα πολυτελείας, 65 εκατ. για να ζεσταίνεται η Recaro πολυθρόνα στο Bernabéu. Προσπάθησε να ξαναγεννηθεί, επιστρέφοντας δανεικός στην Άιντραχτ τον Ιανουάριο του 2021, μετά τα τρία γκολ στα τρία πρώτα παιχνίδια, αφλογιστία για 15 συνεχόμενα παιχνίδια. Έχασε μέχρι και το μονάκριβο όπλο στη φαρέτρα του, κινείται πια μεταξύ πάγκου και εξέδρας, αναζητώντας ταυτότητα στο ποδόσφαιρο του σήμερα. Ο Αντσελότι, ο οποίος είναι μετρ στην ψυχολογία και ευπροσάρμοστος τακτικά, προσπάθησε να τον εντάξει στο rotation της επίθεσης της Ρεάλ. Ο Σέρβος δεν ανταποκρίνεται.
Μοιραία μένει ελεύθερος, συμβόλαιο δεν βρίσκει πουθενά, ακόμα και στα μέρη μας όπου ο Ολυμπιακός εξέφρασε πάνω από μια φορά ζωηρό ενδιαφέρον, αλλά οι απαιτήσεις του μάνατζερ του Λούκα ήταν εξωπραγματικές. Κατέληξε να υπογράψει στη Φιορεντίνα που δεν είχε καμία σχέση με το μέγεθος του παρελθόντος. Έσκυψε το κεφάλι, δούλεψε, έβγαλε σφυγμό. Έπρεπε στην θεωρητικά καλύτερη ηλικία της καριέρας του να ξαναρχίσει να λειτουργεί όπως στο ξεκίνημα, όταν ήταν wonderkid.
Η γεμάτη σεζόν με τους Viola και η συμμετοχή στο Μουντιάλ του Κατάρ με την απογοητευτική Εθνική Σερβίας φαινομενικά επανέφερε το όνομά του στις ψηλές θέσεις του ποδοσφαιρικού χρηματιστηρίου, αλλά και πάλι οι μνηστήρες ήταν ελάχιστοι. Το συμβόλαιο που βρήκε στη Μίλαν κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή της δήλωσης των ρόστερ για τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις ήταν μάλλον ό,τι καλύτερο μπορούσε να περιμένει.
Ο Λούκα στην προσπάθειά του να καλύψει τα τακτικά κενά είχε παραμελήσει, είχε απωλέσει, είχε “ξεχάσει” και την μεγάλη του τέχνη, το γκολ.
Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο της υψηλής έντασης και των θεωρούμενων ως δεδομένων τεχνικών αρετών, το γκολ έχει καταλήξει δευτερεύουσας σημασίας. Περισσότερο σημαντικά θεωρούνται τα half spaces, οι γραμμές, ο ρυθμός, τα κρυφά δεκάρια και η σπουδή για κατοχή μπάλας και ακύρωση του παιχνιδιού του αντιπάλου. Ο Γιόβιτς πια είναι “λίγο απ’ όλα”, γι’ αυτό και κατέληξε ένας επιθετικός του βασικού rotation, αλλά πολύ μακριά από τις αρχικές εκτιμήσεις για τις προδιαγραφές του.
Στο σύγχρονο ποδοσφαιρικό πλαίσιο είναι παράταιρος, ένας θυμωμένος παρίας, σαν τον Άουγκουστ Λαντμέσερ που αρνήθηκε να εκτελέσει τον ναζιστικό χαιρετισμό στη διάσημη φωτογραφία του 1936 και τελικά αναγκάστηκε σε ποινική στρατιωτική θητεία, κατά τη διάρκεια της οποίας έπεσε στο καθήκον.
Ο Λαντμέσερ είχε διαπράξει το “έγκλημα” να συνάψει παράνομη ερωτική σχέση με την Εβραία Ίρμα Έκλερ.
Ο Γιόβιτς έχει καταδικάσει τον εαυτό του να ζει και να αγαπάει τον εαυτό του.
Πηγή: Athletes’ Stories