Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Με τρόπο ανάλογο με αυτόν που έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε να κερδίζει φέτος, ο Ολυμπιακός πέρασε και από το Κάουνας λυγίζοντας με 85-92 και την γηπεδούχο Ζαλγκίρις, που προηγήθηκε στο ημίχρονο με +12. Χθες το πρωί έλεγα στο ραδιόφωνο πως μου μοιάζει απίθανο ότι η λιθουανική ομάδα μπορεί και ξεπερνά τους 75 πόντους με βάση το ποιους παίκτες έχει και το πώς αγωνίζεται. Η Ζαλγκίρις έβαλε 52 στο πρώτο ημίχρονο και συνολικά 85 ξεπερνώντας τον μέσο όρο της στο σκοράρισμα. Αλλά μολονότι έγιναν από συγκεκριμένους παίκτες του Αντρέα Τρινκέρι θαύματα, (ο Φρανσίσκο είχε 20π στο πρώτο ημίχρονο…) έμοιαζε σχεδόν απίθανο η εργατική ομάδα του να κερδίσει τον Ολυμπιακό. Γιατί παρά τα θαύματα, θα ήταν αδύνατον να ξεπεράσει τους 92 πόντους που δέχτηκε – εκ των οποίων 52 στο δεύτερο ημίχρονο.
Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο
Υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα ματς του εφετινού Ολυμπιακού που σε ένα σημαντικό μέρος των οπαδών του (αλλά και αρκετών σχολιαστών) τον καθιστά κομμάτι ακατανόητο. Ο Ολυμπιακός σε πολλά ματς (τολμώ να πω σχεδόν σε όλα…) δίνει την εντύπωση πως δυσκολεύεται να παίξει άμυνα και πως είναι η εντός του ματς βελτίωση της άμυνας του αυτό που συνήθως του δίνει τις νίκες. Όντως μπορεί και να υπάρχει εξέλιξη της άμυνας στη διάρκεια του παιγνιδιού, αλλά δεν αποτελεί πάντα αυτό το μυστικό της επιτυχίας. Ο Ολυμπιακός έχασε φέτος μόνο ένα ματς εκτός έδρας γιατί δέχτηκε πολλούς πόντους: αυτό από την Εφές, που ήταν απρόσεκτος στο τέλος και ηττήθηκε με 91-89. Στις άλλες τρεις εκτός έδρας ήττες του έχασε γιατί σκόραρε ελάχιστα: ηττήθηκε στην πρεμιέρα 82-71 από την Φενέρ στην Πόλη (παίζοντας χωρίς Φαλ – Μιλουτίνοφ) και ηττήθηκε και στο Βελιγράδι από την μεν Παρτιζάν 78-70 κι από τον δε Ερυθρό Αστέρα 87-73, έχοντας και σε αυτά τα ματς ελλείψεις. Κυρίως όμως στα ματς αυτά δεν είχε καθαρό μυαλό στην επίθεση, όπως είχε στο Κάουνας, ειδικά στο β’ ημίχρονο όταν πήρε μπροστά ο Βεζένκοφ κι όταν στο τρίτο δεκάλεπτο ανέλαβε δουλειά ο Φουρνιέ. Όταν το άθροισμα των πόντων των δυο αγγίζει τους 40ο κάθε ματς συνήθως απλοποιείται. Αυτό το ξέρει κι ο Τρινκέρι και στο πρώτο ημίχρονο προσπάθησε (και πολύ…) να τους περιορίσει. Αλλά ευτυχώς για τον Ολυμπιακό δεν είναι απλό.
Το γράφω από την αρχή της σεζόν: όταν ο Ολυμπιακός φτάνει τους 90 πόντους είναι πολύ δύσκολο να χάσει. Πόσο μάλλον όταν για αυτούς τους 90 συμβάλουν σοβαρά οι συχνά άκαπνοι περιφερειακοί του. Χθες ο Γουόκαπ, ποστάροντας τον Φρανσίσκο κατά βάση, έφτασε τους 13 πόντους, πράγμα σπάνιο. Ο ΜακΚίσικ που έπαιξε και τα λεπτά του Βιλντόζα που δεν πάτησε το παρκέ είχε 17 και ο Γκος 8. Με σχεδόν 40 πόντους (!) από αυτούς τους τρεις ο Ολυμπιακός έπρεπε να βάλει 100 – δεν τους έβαλε αλλά και πάλι θα ήταν μάλλον εκτός λογικής να μην κερδίσει. Στο μπάσκετ υπάρχει η απλή αριθμητική της επιτυχίας – οι πόντοι μετράνε. Όλα τα άλλα είναι χρήσιμα. Αλλά πάντα κερδίζει όποιος σκοράρει πιο πολύ.
H δυσκολία της κατανόησης
Κατανοώ βέβαια την δυσκολία του κόσμου να καταλάβει αυτή την υποχρεωτική καινούργια προσέγγιση, όπως φυσικά και την εμμονή των σχολιαστών να αντιμετωπίζουν το μπάσκετ ως σπορ που ακόμα οι επιθέσεις γίνονται στα 30 δευτερόλεπτα, οι άμυνες καθορίζουν αποτελέσματα, οι βουτιές στο παρκέ είναι το μυστικό της επιτυχίας κτλ κτλ. Για να γυρίσει ο ήλιος, ως γνωστόν, θέλει δουλειά πολλή.
Προσπαθώ χρόνια τώρα να κάνω κατανοητό ότι το μπάσκετ έχει αλλάξει. Δεν ματαιοπονώ: ο κόσμος έρχεται από πολλά χρόνια που τον έχουν μάθει να βλέπει το σπορ αλλιώς, δύσκολα καταλαβαίνει την αλλαγή του πόσο μάλλον όταν μόλις πέρυσι του έλεγαν πως με τον Σίκμα, τον Γκος και τον Μπραζντέκις η ομάδα είναι πλήρης γιατί έχει υπεροπλία στους ψηλούς κτλ κτλ.
Τα τελευταία χρόνια, και μιλάμε για πάνω από μια δεκαπενταετία, υπήρχε μια απλή και δεδομένη συνταγή επιτυχίας του Ολυμπιακού. Η ομάδα του είχε συνήθως λιγότερο επιθετικό ταλέντο από κολοσσούς του χρήματος όπως η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα, η ΤΣΣΚΑ Μόσχας, οι τουρκικές ομάδες κτλ και έπρεπε πάντα αυτό το έλλειμμα να αντιμετωπίζεται με άφθονο ιδρώτα. Ο Ολυμπιακός, ίσως πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη ομάδα στην Ευρωλίγκα (και σίγουρα με την πιο μεγάλη συνέπεια), έπαιζε στα «κόκκινα» από το πρώτο ματς της σεζόν. Είτε με προπονητή τον μεγάλο Ιβκοβιτς, είτε με τον Γιώργο Μπαρτζώκα, είτε με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο η ομάδα έπρεπε να μοχθεί για ένα ριμπάουντ, να «πεθαίνει» για ένα κλέψιμο, να δουλεύει άψογα στις «αλλαγές», να έχει παίκτες που να δίνουν και την ψυχή τους: και την έδιναν! Το αποτέλεσμα αυτής της τιτάνιας προσπάθειας ήταν μεγάλες πορείες, πολλά Final 4, αρκετοί τραυματισμοί αθλητών λόγω κόπωσης, απίθανες υπερβάσεις και το ίδιο πάντα τέλος: αν ο Σπανούλης κι ο Πρίντεζης (και κατά καιρούς άλλοι που έπαιρναν την σκυτάλη) ήταν σε σούπερ κατάσταση, έρχονταν νίκες που είχαν χαρακτήρα εποποιίας, με την προϋπόθεση ότι η άμυνα θα έσπαγε κόκκαλα. Αλλά η αμυντική προσήλωση δεν αρκούσε πάντα γιατί απέναντι υπήρχαν οι Καμπάτσο, οι Μπογκντάνοβιτς, οι Μίσιτς, οι Λάρκιν, οι Ρούντι και οι Γιούλ. Ετσι έμεναν τα πολλά «μπράβο», τα χιλιάδες «κρίμα» και οι αναμνήσεις τεράστιων προσπαθειών που δεν ολοκληρώνονταν γιατί την κρίσιμη στιγμή οι Ρεάλ, οι Φενέρ και οι Εφές έκαναν κάτι άλλο από αυτό που έκανε ο Ολυμπιακός – σχεδόν πάντα όλες οι ομάδες που κέρδιζαν έπαιζαν μπάσκετ πιο παραγωγικό.
Το μυστικό λέγεται παραγωγή
Η παραγωγή: αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας. Σε αυτό παιδεύεται να γίνει καλύτερος ο Ολυμπιακός φέτος. Παραγωγή σημαίνει μεγαλύτερη ταχύτητα, πιο πολλές επιθέσεις, πιο πολύ ένστικτο, πιο πολλή προσωπικότητα. Κι όταν το μυαλό είναι στην παραγωγικότητα μοιραία η άμυνα θα γίνει πιο ευάλωτη. Αλλά ευάλωτη άμυνα, δεν σημαίνει απαραίτητα και ήττα. Ενώ με επίθεση που δεν λειτουργεί δεν σηκώνεις κούπες – καλά καλά δεν κερδίζεις ματς! Είναι κανόνας πλέον. Που δεν αποδέχεται εξαίρεσης. Και η άμυνα; Η άμυνα θα πρέπει να είναι χρήσιμη και λειτουργική στην τελική ευθεία. Όπως έγινε στο Κάουνας: λίγο κούρασαν στο τρέξιμο τον Γουόκερ και τον Φρανσίσκο και η Ζαλγκίρις έγινε αυτό που είναι. Μια φιλότιμη ομάδα που ψάχνει τον ήρωά της ενώ οι ρολίστες της σκίζονται στα μετόπισθεν. Εύκολο κι απλό. Αλλά αρκούσε δεκαπέντε χρόνια πριν.
Το καλάθι με καπάκι
Ο Ολυμπιακός δεν είναι βέβαιο πως θα κερδίσει την Ευρωλίγκα γιατί μεγάλωσε την παραγωγικότητα του και γιατί κερδίζει στο Κάουνας επειδή βάζει 92 πόντους κι όχι επειδή δέχεται μόνο 70 όπως στις παλιές νίκες του. Η διοργάνωση είναι τέτοια που επιτρέπει θριάμβους της μιας βραδιάς στον καθένα: το βλέπουμε. Αλλά είναι βέβαιο πως χωρίς παραγωγικότητα, και με όπλο την για όλη την χρονιά σκληρή άμυνα, στο τέλος δεν σου μένει τίποτα πέρα από τις αναμνήσεις, την αίσθηση ότι η ομάδα τα έδωσε όλα και την πίκρα ότι οι άλλοι τα κατάφεραν γιατί τελικά είχαν καλύτερους παίκτες. Δεν έφταιγε πάντα αυτό: απλά μπορούσαν να κερδίζουν γιατί έβαζαν πιο εύκολα την μπάλα στο καλάθι – και αυτό συνέβαινε γιατί το επιδίωκαν. Πρώτοι από όλους οι προπονητές τους, που διάλεγαν παίκτες με πόντους στα χέρια τους. Κι όχι χτίστες και σκληρούς με ελατήρια στα πόδια.
Εβλεπα χθες τον καλό Τρινκέρι. Στο πρώτο ημίχρονο που η ομάδα του είχε 9 τρίποντα έμοιαζε προφήτης του μπάσκετ. Αν έβαζε 40 πόντους ο Φρανσίσκο ή 35 ο Γουόκερ μπορεί και να κέρδιζε, αλλά πόσο εφικτό ήταν αυτό; Εγώ λέω ήταν απίθανο. Όταν ο Ολυμπιακός, στην επανάληψη, με το ξύπνημα τον Φουρνιέ – Βεζένκοφ, άρχισε να ροκανίζει την διαφορά, ο Ιταλός έβαζε παίκτες στο παρκέ με σκοπό να κάνουν μόνο ένα πράγμα: να σταματήσουν τους δυο. Η ομάδα του έπαιζε αργά, ήταν φοβισμένη από την ευθύνη της επίθεσης, το γήπεδο ζητούσε από τους διαιτητές τα πάντα, αυτός χοροπηδούσε σαν ξεκούρδιστο αρκουδάκι, και στο τέλος έβαλε τον Μπραζντέικις που «μαρκάρει σε τέσσερις θέσεις κι είναι σπουδαία μεταγραφή» (έλεγαν πέρυσι οι σοφοί). Κι ο ηρωϊκός Μπραζντέικις όντως μάρκαρε, αλλά το καλάθι το έβλεπε με καπάκι – κι αρκούσε στο τέλος ένα ξεσπασματάκι του ΜακΚίσικ, δυο καλάθια του Σάσα και ένα τρίποντο του Γουόκαπ για να ολοκληρωθεί η σεμνή τελετή, χωρίς ιδιαίτερο άγχος.
Ο Ολυμπιακός με την δύναμη της αριθμητικής πέρασε και από το Κάουνας. Κι όταν σε λίγο θα έχει τον Εβανς, αν η ομάδα του παίζει χωρίς χαλινάρι, θα χρειάζονται στους αντιπάλους του 95 πόντοι για να τον κερδίσουν. Να δω ποιος θα τους βρει…
Πηγή: Karpetshow