Επιλογή Σελίδας

Της Βάσως Πρεβεζιάνου

Ξημέρωνε 2 Ιουλίου 1994… Ο Αντρές Εσκομπάρ, μετά τον αποκλεισμό της εθνικής ομάδας της Κολομβίας από το Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ, έχει επιστρέψει στην πατρίδα και απολαμβάνει τις διακοπές του. Βγήκε να διασκεδάσει με φίλους του και τη σύντροφό του, την Πάμελα με την οποία θα παντρευόταν τον επόμενο μήνα, στο μπαρ «El Indio» του Μεδεγίν. Οι θαμώνες τον αναγνώρισαν. Άρχισαν τα πειράγματα για το αυτογκόλ που είχε σημειώσει μερικές ημέρες νωρίτερα στο παιχνίδι κόντρα στους διοργανωτές και είχε «σφραγίσει» τον αποκλεισμό της Κολομβίας από τη φάση των «16». Προσπάθησε να εξηγήσει για μια ακόμα φορά το παιχνίδι που του έπαιξε η μπάλα.

«Η ζωή δεν τελειώνει εδώ. Πρέπει να συνεχίσουμε. Όσο δύσκολο κι αν είναι, πρέπει να σταθούμε ξανά στα πόδια μας» είχε πει αμέσως μετά το μοιραίο αυτογκόλ. Μοιραίο, ναι… Τέτοιο ήταν για την ίδια τη ζωή του.  

Βγήκε από το μπαρ και κατευθύνθηκε στο πάρκινγκ για να πάρει το αυτοκίνητό του. Τρεις άνδρες τον περίμεναν. Άρχισαν να του φωνάζουν. Ήρθαν στα χέρια. Ο Εσκομπάρ άρχισε να αντιλαμβάνεται πια ότι κάτι άσχημο θα συμβεί. Τους γύρισε την πλάτη και προσπάθησε να απομακρυνθεί.  Ο ένας από αυτούς έβγαλε όπλο και άρχισε να τον πυροβολεί. Έξι φορές. Μετά από κάθε σφαίρα ο δολοφόνος φώναζε δυνατά και παρατεταμένα «Γκοοοοοοολ». Ο Εσκομπάρ έπεσε αιμόφυρτος. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και έζησε για άλλη μισή ώρα. Ήταν 27 χρόνων.

Λίγες ώρες αργότερα συνελήφθη ο Ουμπέρτο Κάστρο Μουνιός, σωματοφύλακας στο  πανίσχυρο καρτέλ της κοκαΐνης του Μεδεγίν, ο οποίος δούλευε και ως οδηγός για τους αδελφους Γκαγιόν, ισχυρούς άνδρες στον υπόκοσμο της Κολομβίας. Ομολόγησε την δολοφονία, αρνήθηκε όμως ότι η εντολή ήταν από τους Γκαγιόν, οι οποίοι έχασαν μεγάλα χρηματικά ποσά έχοντας στοιχηματίσει υπέρ της Κολομβίας στο παιχνίδι με τις ΗΠΑ.

Τα αδέρφια, μάλιστα, κατάφεραν χάρη στα λεφτά τους να δωροδοκήσουν τον εισαγγελέα που ανέλαβε την υπόθεση, ώστε να κατηγορηθεί μόνο ο Μουνιός. Τελικά, το 1995 καταδικάστηκε σε 45 χρόνια φυλάκισης, τα οποία το 2001 μειώθηκαν σε 26. Αποφυλακίστηκε το 2005, έχοντας συμπληρώσει 11 χρόνια φυλάκισης.

Περίπου 120.000 άνθρωποι βρέθηκαν στην κηδεία του Εσκομπάρ, του «Ιππότη του ποδοσφαίρου» (Εl Caballero del futbol). Ήταν αγαπητός στη γενέτειρά του, το Μεδεγίν, βοηθούσε τους συμπολίτες του, φήμες έλεγαν ότι τα Χριστούγεννα αντί να είναι στη θαλπωρή του σπιτιού του, γύριζε στους δρόμους για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και να χαρίσει δώρα σε άπορα παιδιά. 

Η πίεση για την εθνική ομάδα της Κολομβίας, την καλύτερη που είχε δει η χώρα της Λατινικής Αμερικής εκείνα τα χρόνια, ήταν μεγάλη στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Οι πιέσεις και οι απειλές από τα μεγάλα καρτέλ της χώρας, αυτά που στήριξαν οικονομικά την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου φτιάχνοντας το narco-soccer, ήταν πολλές. O Αντρές δεν είχε καμία συγγένεια, αλλά έφερε το ίδιο επίθετο με τον Πάμπλο, τον διαβόητο έμπορο ναρκωτικών. Οι δύο άνδρες κατά ένα παράδοξο τρόπο «συναντήθηκαν» στη ζωή και στο θάνατο.  

Ο Πάμπλο Εσκομπάρ άρχισε τη ζωή του φτωχός, έφτιαξε σχολεία, έδωσε σπίτια σε ανήμπορους, λάτρεψε το ποδόσφαιρο. O Αντρές έπαιξε μπάλα στην Ατλέτικο Νασιονάλ του Μεδεγίν, πρόεδρος της οποίας υπήρξε ο Πάμπλο. Έφτιαξε το γήπεδό της και με τα χρήματά του (αυτά που χρησιμοποιούσε για να ξεπλύνει τις δουλειές του με τα ναρκωτικά, αλλά και να στήσει ένα δίκτυο παράνομου στοιχήματος) την βοήθησε να φτάσει το 1989 στην κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες με τον Αντρές να σκοράρει κόντρα στην Ολίμπια. 

Προδομένος από τους αδερφούς Γκαγιόν, οι οποίοι τον «κάρφωσαν» στις αρχές, ο Πάμπλο Εσκομπάρ δολοφονήθηκε από αστυνομικούς τον Δεκέμβριο του 1993. Έχοντας βγάλει πια από τη μέση τον ηγέτη του καρτέλ του Μεδεγίν, οι Γκαγιόν ανέλαβαν την εξουσία. Στο ντοκιμαντέρ του ESPN με τίτλο «The Two Escobars» παρουσιάζεται η άποψη ότι αν ο Πάμπλο Εσκομπάρ ζούσε, οι Γκαγιόν δεν θα είχαν τολμήσει να σκοτώσουν τον ποδοσφαιριστή. Αν το έκαναν, τότε θα είχαν απέναντί τους τον βαρώνο της κοκαΐνης. 

Η δολοφονία του Αντρές Εσκομπάρ προκάλεσε σοκ στην πατρίδα του. Ήταν η αρχή για να καθαρίσει το ποδόσφαιρο της χώρας από τη σχέση με τα καρτέλ. Δεν ήταν εύκολη απόφαση, καθώς χωρίς τα χρήματα των μεγαλοεμπόρων το ποδόσφαιρο της Κολομβίας τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό επίπεδο κατέρρευσε.

Τα καρτέλ εξακολούθησαν να υπάρχουν, αλλά έπαψαν να επενδύουν στο ποδόσφαιρο. Οι Κολομβιανοί, όμως, ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν το τίμημα ακόμα κι αν τους πήρε τελικά σχεδόν δύο δεκαετίες για να ξαναστήσουν τις ποδοσφαιρικές υποδομές τους. Ένας άνθρωπος είχε πληρώσει με τη ζωή του. Του το όφειλαν…

Πηγή: Sport DNA