Του Zastro
Το Μέντεβεντγκραντ, το μεσαιωνικό οχυρό στις πλαγιές του Σλιέμε στο βορειοδυτικό Ζάγκρεμπ, στέκει επιβλητικό και άθικτο από το 1249.
Χτίστηκε μετά την επίθεση των Μογγόλων που κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη, ανταπεξήλθε σε πολέμους, επιδρομές, φυσικές καταστροφές, εμφύλιο. Στις καθαρές μέρες φαίνεται από μακριά, είναι εκεί για να θυμίζει την ιστορία του τόπου, τη βεβαιότητα πως ακόμα και στο μεγαλύτερο κακό ορισμένα πράγματα δεν φθείρονται, δεν αλλοιώνονται.
Εκεί τοποθετήθηκε το Oltar Domovine, ο Βωμός της Πατρίδας, ο οποίος είναι αφιερωμένος στους Κροάτες στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο.
Τίποτε άλλο στην πόλη δεν θυμίζει πόλεμο, κανένα τοπόσημο δεν φέρει το ειδικό βάρος του Μέντεβεντγκραντ. Το Ζάγκρεμπ είναι άψογα ρετουσαρισμένο, ζωντανό, αλέγκρο, δίνει την εντύπωση ότι απολαμβάνει τη δημοφιλία του και τον αυτοδιαχωρισμό του από τα υπόλοιπα Βαλκάνια. Μόνο όταν οι επισκέπτες πλησιάζουν το Κάστρο, ασυναίσθητα τους διαπερνά ένας αδιόρατος φόβος, βαραίνει η ατμόσφαιρα, το βήμα γίνεται γοργό. Γοργώ. Όπως το όνομα της Μέδουσας.
Υπάρχει μια παλιά κροατική δεισιδαιμονία, κανείς δεν θυμάται ποιος τη διηγήθηκε για πρώτη φορά, κανείς δεν ξέρει τους λόγους για τους οποίους επινοήθηκε. Βαθιά στις κατακόμβες του μεσαιωνικού κάστρου είναι θαμμένη ζωντανή μια Βασίλισσα με φίδια στα μαλλιά, μια τρομακτική γυναίκα που αφάνιζε τα πάντα στο διάβα της. Οι παλιοί λένε ότι αυτή πρέπει να ήταν η αληθινή Μέδουσα της ελληνικής μυθολογίας. Και η πόλη είναι γεμάτη ερπετά και μεσαιωνικά αγαλματίδια με φίδια και δράκους, όλα όμως ανάγονται στο φολκλόρ του μπαρόκ, στη φυσιογνωμία του ίδιου του Ζάγκρεμπ. Στις σήραγγες του κάστρου ωστόσο κανείς δεν έχει τολμήσει να ψάξει εξονυχιστικά, ορισμένα τούνελ παραμένουν ανεξερεύνητα σχεδόν για 800 χρόνια.
Αυτός ο ανεξήγητος -μεσαιωνικού τύπου- φόβος υποχρέωσε ένα ερωτευμένο ζευγάρι, τον Ίβαν και τη Σάνια, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 να φύγει από το Σλιέμε και να μετοικήσει ακριβώς στην απέναντι νότια πλευρά.
Η κατάσταση τότε στην πρώην Γιουγκοσλαβία δεν είχε γίνει ζοφερή, αιωρείτο όμως το αίσθημα της βαρύτατης ρήξης στην ατμόσφαιρα. Όταν ο Ίβαν και η Σάνια εγκαταστάθηκαν στο Όκουγιε, ένα πραγματικά μικρό χωριό στα περίχωρα της Βέλικα Γκόριτσα, τίποτα δεν προμήνυε τη θηριωδία του εμφυλίου που ακολούθησε. Το 1992 που γεννήθηκε ο πρωτότοκος γιος τους, ο Μαρτσέλο, το μίσος ήταν στο απόγειο, αλλά ο Ίβαν και η Σάνια είχαν προλάβει να δημιουργήσουν το δικό τους καταφύγιο. Θα μεγάλωναν τα παιδιά τους με τους δικούς τους όρους, τη δική τους κοσμοθεωρία. Τη γέννηση του Μαρτσέλο ακολούθησαν ο Πάτρικ και η Έμα και, με την έλευση της νέας χιλιετίας, η οικογένεια επισκέφτηκε το Μέντεβεντγκραντ για να τιμήσει τους πεσόντες.
Ο Μαρτσέλο, ως μεγαλύτερος, έκανε τις πιο δύσκολες ερωτήσεις, ο πατέρας του τον πήρε παράμερα και του διηγήθηκε εκτός από την ιστορία και τον μύθο. Ο μικρός εντυπωσιάστηκε, το παιδικό του μυαλό έπλασε τη δική του ιστορία, φαντάστηκε ότι σαν άλλος Περσέας φορά τα φτερωτά σανδάλια του, κραδαίνει την αστραφτερή ασπίδα και φονεύει εκείνος τη Μέδουσα. Από τότε κυνηγά το ανέφικτο ο Μαρτσέλο Μπρόζοβιτς, από τότε λογίζει τον εαυτό του κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά είναι και αυτό τον ώθησε να ξεπεράσει και τα ίδια του τα όρια.
Τον ενθάρρυνε και ο πατέρας του, ο ίδιος που τον έσπρωξε στην μπάλα, εκείνος που επέμενε στη Σάνια να γραφτεί το παιδί στις ακαδημίες της Ντραγκόβολιατς στο γειτονικό Νόβι Ζάγκρεμπ. Είναι περίπου η κλασσική περίπτωση του γονιού που θεωρεί το παιδί του το μεγαλύτερο ταλέντο του κόσμου, πιθανόν να ενέχει και λίγο από το ανεκπλήρωτο όνειρο του ίδιου του πατρός, ο οποίος είχε ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο σε νεαρή ηλικία.
Γεγονός είναι ότι ο Μαρτσέλο είχε τρομερή αυτοπεποίθηση και δύο στοιχεία που οι άλλοι 10χρονοι δεν είχαν αναπτύξει: πείσμα και αντοχή. Ο μικρός έβγαζε τρεις σερί αγώνες με τις ακαδημίες, δίχως να διαμαρτύρεται, χωρίς να πονάει. απεναντίας, αν γινόταν, θα έπαιζε κι άλλο.
Στα 15 έπαιζε με την εφηβική ομάδα, στα 16 με τη δεύτερη, στα 17 ήταν ήδη μέλος της πρώτης. Ξεκίνησε να παίζει βασικός, το 2011 είχε σκοράρει το πρώτο του γκολ, σχεδόν έναν χρόνο μετά το ντεμπούτο του, αλλά δεν έδειχνε κάτι το ιδιαίτερο. Στο τέλος της σεζόν η Ντραγκόβολιατς υποβιβάζεται, είναι απλώς ένας νεαρός μέσος με 30 συμμετοχές και ένα γκολ. Έχει όμως αντοχή, έχει τεχνική και κυρίως έχει τρομερή πίστη στον εαυτό του και δυο γονείς που τον πιστεύουν με όλη τους την ψυχή.
Ο Ίβαν τον ακολουθεί και τον συμβουλεύει σε κάθε του βήμα, η Σάνια δεν χάνει παιχνίδι, τον ενθαρρύνει από την εξέδρα σε κάθε ματς. Ο πατέρας του έκανε τα πάντα για να παραμείνει ο Μαρτσέλο στο υψηλό επίπεδο, ουσιαστικά λειτουργεί ως ατζέντης και συμφωνεί με τη νεοφώτιστη Λοκομοτίβα έναντι πινακίου φακής, προκειμένου να ξαναπαίξει ποδόσφαιρο ο γιος του στην πρώτη κατηγορία.
Ο Μαρτσέλο ανταποκρίνεται, οι άλλοι δεν το βλέπουν, αλλά μέσα του ξέρει ότι είναι ο Περσέας, ότι θα τα καταφέρει, γιατί οι θεοί και οι οιωνοί είναι μαζί του.
Πεισμώνει, δεν καταλαβαίνει για ποιον λόγο απλώς καλείται και δεν αγωνίζεται βασικός στις μικρές Εθνικές, πασχίζει να πείσει τους προπονητές ότι δεν είναι ούτε αμυντικός ούτε επιθετικός χαφ. Μπορεί να γίνει και τα δυο, να παίζει παντού στο κέντρο. Δεν ήταν ακόμη τέτοιος χαφ στην Λοκομοτίβα, τέτοιος έγινε στη μεγάλη ομάδα της Κροατίας, την Ντιναμό. Τον πήραν για να αντικαταστήσουν τον Μίλαν Μπάντελι, ο οποίος είχε μεταγραφεί τότε στο Αμβούργο.
Οι σεζόν στην Ντιναμό έμοιαζαν σαν να συμβάδιζε για πρώτη φορά ο χρόνος με τον αυτοπροσδιορισμό του. Το ποδόσφαιρο άλλαζε, οι χαφ έπαυαν να έχουν διακριτούς ρόλους, δεν αρκούσε να αποδίδουν μόνον στον έναν τομέα του παιχνιδιού. Ο χαφ εξελισσόταν σε κεντρικό μέσο, στον παίκτη που πατάει με την ίδια ευκολία και τη μια και την άλλη περιοχή, οι ομάδες ξεκίνησαν να παρατάσσονται με δυο τέτοιους, προκειμένου να απελευθερωθούν οι ακραίοι και να δημιουργηθούν χώροι για τον δεύτερο επιθετικό ή τα υπό εξαφάνιση δεκάρια.
Ο Μαρτσέλο λόγω αντοχής “το είχε” με χαρακτηριστική άνεση να ανεβοκατεβαίνει, ήξερε να πασάρει σωστά, είχε μια εξευτελιστική αυτοπεποίθηση, η οποία του επέτρεπε να καλύψει τις αδυναμίες του. Είναι αργός, δεν έχει έκρηξη, η σχέση του με το γκολ είναι τυπική. Τα υπερκαλύπτει όλα με την πάσα, το κοντρόλ, την τεχνική, το πείσμα.
Είναι ο πρώτος σύγχρονος χαφ με τόσο αντιφατικά χαρακτηριστικά, το πρώτο “ρομπότ” που διαθέτει ντρίπλα, σουτ, εξωπραγματική αντοχή, αμυντική και επιθετική έμπνευση και ταυτόχρονα δεν είναι γρήγορος και παρά το ύψος δεν ξέρει να παίζει καθόλου με το κεφάλι.
Πιθανότατα αυτή του η αντιφατικότητα έκανε τους ιθύνοντες της Ίντερ να επιλέξουν την ασφαλή οδό του δανεισμού. Τον Ιανουάριο του 2015 ο Ρομπέρτο Μαντσίνι αναζητούσε απεγνωσμένα έναν χαφ για τη λαβωμένη μεσαία γραμμή των «Nerazzurri», η τελική πρόταση στους Κροάτες ήταν αρκετά αλλόκοτη: δανεισμός 3 εκατομμυρίων και 6 εκατομμύρια μετά από 18 μήνες, εάν και εφόσον ο ποδοσφαιριστής αποδώσει τα προσδοκώμενα.
Ήταν ήδη διεθνής, οι Κροάτες ποδοσφαιριστές, ιδίως μετά το ξεπέταγμα του Μόντριτς, έχουν ξαναφέρει τις εποχές Μπόμπαν και Σούκερ, είναι πιθανότατα από τους ακριβότερους στα Βαλκάνια. Κι όμως η περίπτωση Μπρόζοβιτς διέφερε αρκετά από τις υπόλοιπες. Ο Μπρόζοβιτς δεν είναι από τους ποδοσφαιριστές που εντυπωσιάζουν το κοινό, δεν υπάρχει οπαδός που θέλει να πάει στο γήπεδο και να κόψει εισιτήριο για να δει εκείνον. Δεν είναι καν ο απόλυτος παίκτης του προπονητή, οι περισσότεροι προπονητές εκπλήσσονται, όταν μετά το παιχνίδι μελετούν τα στατιστικά και αναλύουν τις τιμές με τους αναλυτές και τους βοηθούς τους και διαπιστώνουν ότι έχει “φάει” το γήπεδο και έχει τρέξει περισσότερο απ’ όλους.
Οι παλιοί αυτούς τους παίκτες τους έλεγαν «μηχανάκια», συνήθως αγωνίζονταν αμυντικά χαφ και κατέστρεφαν ή ήταν χρήσιμοι για την πίεση που ασκούσαν στον αντίπαλο. Ο Μαρτσέλο Μπρόζοβιτς δεν είναι μόνο βδέλλα και τσιμπούρι στον αντίπαλο, ασκεί πίεση και στον συμπαίκτη, είναι αεικίνητος, κινείται και βρίσκεται σε χώρους με τέτοιον τρόπο ώστε αναγκάζει τους υπόλοιπους να αλλάξουν ρυθμό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο και δυσεύρετο αυτό στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, είναι ακόμα πιο δύσκολο ο ποδοσφαιριστής, ο οποίος είναι σε θέση να το κάνει, να προσφέρει ισότιμες υπηρεσίες και στις δυο πλευρές του γηπέδου.
Ο Μπρόζοβιτς βοηθήθηκε αφενός από την αλλαγή των τακτικών δεδομένων και αφετέρου από την παρουσία και την ευφυΐα των συμπαικτών του στην Εθνική. Μονιμοποιήθηκε στις αρχικές επιλογές από το Euro της Γαλλίας 2016, όταν οι Κροάτες αποκλείστηκαν από τους μετέπειτα Πρωταθλητές Ευρώπης, Πορτογάλους, ήταν πλήρης και έτοιμος παίκτης το 2018 στο ονειρεμένο Μουντιάλ της Ρωσίας, όταν η ξέφρενη πορεία της Κροατίας σταμάτησε μονάχα στον Τελικό με τους Γάλλους.
Εκείνη η απίθανη ομάδα παρασημοφορήθηκε με το Red Kneza Branimira (μετάλλιο του Δούκα Μπάνιμιρ, ηγέτη της χώρας από το 800 μ.Χ.), μια από τις μεγαλύτερες τιμές στη Δημοκρατία της Κροατίας. Το παρέλαβε με τους γονείς του παρόντες, με Μόντριτς και Ράκιτιτς στο πλάι του, το δίδυμο που ανέδειξε τις δεξιότητές του και σε συνδυασμό με την ελευθεριότητα που έδινε στους μέσους του ο Ντάλιτς τον μετέτρεψαν από σύγχρονο χαφ σε κολώνα. Και στην Εθνική ομάδα και στην Ίντερ.
Μαντσίνι, Σπαλέτι, Κόντε, με όλους ήταν ο σκελετός του οικοδομήματος που απορροφούσε και διαχειριζόταν τις ταλαντώσεις, τα θεμέλια μιας Ίντερ που ξαναγεννιόταν και το 2021 επέστρεψε στην κορυφή του Campionato κατακτώντας το scudetto.
Είχε προσθέσει πια στο ρεπερτόριό του ποδοσφαιρικό χαμαιλεοντισμό, σε πολλά παιχνίδια έπαιζε μέχρι και σε τέσσερεις θέσεις, άρχισαν να του βγαίνουν απίθανα πράγματα, γκολ με εσωτερικά φάλτσα, πάσες χειρουργικής ακρίβειας. Το κλισέ απαιτεί να χαρακτηριστεί «πνεύμονας» της ομάδας, στην πραγματικότητα ήταν το κυκλοφορικό σύστημα ολόκληρο, ο υπεύθυνος για την παροχή οξυγόνου και την ανταλλαγή ουσιών στα κύτταρα του οργανισμού.
Οι επαΐοντες τον φωνάζουν «κροκόδειλο» για τον εκπληκτικό τρόπο με τον οποίον σταμάτησε το φάουλ του Λουίς Σουάρεζ, ξαπλώνοντας ξαφνικά πίσω από το τείχος, στο παιχνίδι με τη Μπαρσελόνα για το Champions League, ο ίδιος αυτοαναγορεύτηκε σε «Epic Brozo», πανηγυρίζοντας με τον χαρακτηριστικό τρόπο, παραπέμποντας σε Ιούλιο Καίσαρα, κίνηση που έγινε viral και απέκτησε μυθικές διαστάσεις στο διαδίκτυο και την έκανε τατουάζ στο αριστερό του χέρι, δημιουργώντας ένα brand εκ του μηδενός.
Πλέον υπάρχουν προϊόντα Epic Brozo, το ομώνυμο καφέ που άνοιξε στη γενέτειρά του, γενικότερα η πόζα δημιούργησε για μια περίοδο μια τρέλα ανάλογη των πληρωμένων με εκατομμύρια διαφημιστικών trend.
Την τρέλα πια την δημιουργεί γύρω απ’ το όνομά του, με εκατομμύρια ευρώ να χορεύουν και συμβόλαια ζωής να παρελαύνουν στο γραφείο που τον εκπροσωπεί. Ήρεμος, κατασταλαγμένος, απαλλαγμένος από το άγχος να αποδείξει ποιος είναι, ώριμος κι ευτυχισμένος με τα δυο του παιδιά, την Αουρόρα και τον Ράφαελ, έχει κάθε δικαίωμα να θεωρεί ότι την αποστολή την έφερε εις πέρας και δεν φοβήθηκε τη Μέδουσα.
Στη διαδρομή του κάθε άνθρωπος αντικρίζει το προσωπείο της Μέδουσας.
Απλώς για ορισμένους είναι ο απόλυτος φόβος και για κάποιους άλλους η πύλη προς την επιτυχία.
Πηγή: Athletes’ Stories