Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Η μορφολογία του τόπου τους είναι αυτή που διαχρονικά, μεταξύ των αιώνων, αποτέλεσε την καλύτερη διαφυγή των Ολλανδών προκειμένου να τον προστατεύσουν.

Σημαντική άλλωστε στρατιωτική ισχύ -ανέκαθεν- δεν είχαν. Ειδικά κόντρα σε όσους επιβουλεύονταν τη γη τους. Πρώτη γραμμή άμυνας, από τα μέσα του 17ου αιώνα, ήταν το νότιο κομμάτι της χώρας, στην επαρχία του Μπράμπαντ, εκεί δηλαδή όπου οι Ισπανοί και οι Γάλλοι -εκείνη την εποχή- πάντα στόχευαν.

Τα ποτάμια που ουσιαστικά χώριζαν τη χώρα στα δύο οριοθετώντας Βορρά και Νότο, ποτάμια που δεν είναι τίποτα λιγότερο από την προέκταση της θάλασσας που έμπαινε στην στεριά κρατώντας την βυθισμένη και υπό την στάθμη της, ήταν αυτά που αξιοποιήθηκαν ως φυσικά αναχώματα.

Εκεί κατασκευάστηκαν διάφορα φρούρια. Το μεγαλύτερο ήταν στο χωριό Χάλστερεν και ονομάστηκε Fort de Roovere. Η δομή του πάντα βασισμένη στην τοπογραφία, με τον ποταμό να λειτουργεί ως μια φυσική τάφρος. Με τους αιώνες, το φρούριο έχασε την αμυντική του υπόσταση και μετατράπηκε απλώς σε αξιοθέατο. Έτσι, αποφασίστηκε η ανακαίνισή του.

Οι υπεύθυνοι σκέφτηκαν να φτιάξουν μια γέφυρα που θα ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού. Θεωρήθηκε πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ταιριαστό στη φυσική όψη του τοπίου, θα την αλλοίωνε τελείως, διαβάλλοντας και τη λογική της ανακαίνισης, η οποία είχε σκοπό να υπηρετήσει τη διαχρονική σημασία του φρουρίου και όχι να του αλλάξει μορφή.

Έτσι, προτιμήθηκε να υπογραμμιστεί ουσιαστικά η παρουσία της τάφρου. Και να χτιστεί μια που να διαπερνάει το νερό. Έγινε. Και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, αφού από μακριά (και όχι μόνο δηλαδή) μοιάζει σαν να χωρίζει τον ποταμό στα δύο και, χωρίς να φαίνονται τοιχώματα και αντιστηρίξεις, οι διαβάτες να περνάνε μέσα από αυτήν την υπόγεια γέφυρα.

Δεν είναι τυχαίο πως στους τουριστικούς οδηγούς αναγράφεται και έγινε γνωστή ως η «Γέφυρα του Μωυσή». Εύλογη η μεταφορά. Οι Ολλανδοί δεν την υιοθετούν, αφού την αποκαλούν «Loopgraafbrug» (η «γέφυρα της τάφρου»). Έτσι κι αλλιώς, δεν διακρίνονται για την θρησκευτική τους προσήλωση, παρότι στο Μπράμπαντ κυριαρχούν οι Καθολικοί (όπως ανατράφηκε και ο σημερινός εορτάζοντας). Είναι ευσεβείς, ναι, αλλά όχι κατ’ ανάγκη στο (συμβατικό) θείο.

Η ιδέα της συγκεκριμένης γέφυρας δεν έχει να κάνει με το βιβλικό της έρεισμα. Η πίστη δεν μετακινεί τα ύδατα για τους ενάρετους και πνίγει τους αμαρτωλούς, όχι, τούτο δεν το πολυπιστεύουν. Εν προκειμένω, η δική τους ευσέβεια αφορά στη φύση. Αυτήν στην οποία αιώνες υποκλίνονται, αναγνωρίζοντας τη μοναδικότητα του τόπου τους, να ζουν σε μια Κάτω Χώρα και να περπατάνε βλέποντας πάνω από τα κεφάλια τους θάλασσα και ποτάμια. Κόντρα στη φύση δεν πάνε. Μετατράπηκε σε φύση δική τους.

Ούτε μια ώρα δρόμο από το Χάλστερεν και την περίφημη γέφυρά του, στην ίδια επαρχία, στα νότια της Ολλανδίας, εκεί όπου -όπως οι ντόπιοι λένε- δεν βγαίνουν ποδοσφαιριστές αλλά ποδηλάτες, στο Γκέφεν, γεννήθηκε ο Ρούουντ Βαν Νιστελρόι.

Ποδηλάτης, όχι, δεν έγινε. Η φύση του να παίξει ποδόσφαιρο ήταν. Τη σεβάστηκε, την ακολούθησε και έπαιξε.

Παρότι χρειάστηκε να διαβεί για παραπάνω από μια φορά μάλιστα πλείστες όσες μωυσικές γέφυρες, ώστε να φτάσει στεγνός στην άλλη όχθη του ποταμού. Χωρίς τα νερά ποτέ να τον καταπλακώσουν, παρότι δεν ήταν λίγες οι στιγμές που ένιωσε να τον σκεπάζουν.

Αδέρφια… χωρισμένα στη γέννα

Ο Πάτρικ Κλάιφερτ και ο Βαν Νιστελρόι γεννήθηκαν την ίδια ακριβώς ημέρα το 1976. Ο πρώτος στο Άμστερνταμ, ο δεύτερος στο Ος. Αστρικά, εύκολα θα μπορούσε να προδιαγραφεί ακόμα και παραλληλία σε ζωή και σε καριέρα. Κάποια στιγμή, ναι, αυτό προέκυψε, αλλά οι τροχιές στο μεσοδιάστημα δεν είχαν καμία απολύτως σχέση, καμία απολύτως συγκριτική βάση.

Οι γονείς του Κλάιφερτ ήταν μετανάστες από το Σουρινάμ. Ο πατέρας του ποδοσφαιριστής θρύλος στις ολλανδικές αποικίες των Δυτικών Ινδιών. Από το δημοτικό κιόλας εντάχθηκε στις ακαδημίες του Άγιαξ. Γεννήθηκε θαρρείς στο μεγαλείο, γεννήθηκε με την ποδοσφαιρική χρυσόσκονη ολούθε γύρω και πάνω του.

Ο πατέρας του Βαν Νιστελρόι ήταν υδραυλικός, με ειδικότητα στην επισκευή καλοριφέρ. Ο παππούς του κτηνοτρόφος, εκτρέφοντας αγελάδες. Η πρώτη του ομάδα είχε την απολύτως -τη λες και- ειρωνική για όποιον είχε φιλοδοξίες σταδιοδρομίας ονομασία Nooit Gedacht, δηλαδή «Ποτέ δεν το σκέφτεσαι», και οι πρώτοι προπονητές του ήταν ερασιτέχνες.

Ναι, αυτάρεσκα οι Ολλανδοί θεωρούν πως ακόμα και δαύτοι γνωρίζουν περισσότερο ποδόσφαιρο από τον παγκόσμιο μέσο όρο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μπορούν να αναγνωρίσουν ένα ταλέντο, να το εκπαιδεύσουν και να το καθοδηγήσουν. Πόσο μάλλον, όταν αυτό το τάλαντο δεν υπάρχει, δεν αναδεικνύεται και παραμένει -στην καλύτερη- κρυμμένο, όπως ήταν του εφήβου Βαν Νιστελρόι.

Μπορεί να μην ήταν ταλαντούχος, ήταν όμως πεισματάρης. Και αφοσιωμένος. Όλος του ο εκτός σχολείου χρόνος ήταν αφιερωμένος στο ποδόσφαιρο. Το χόμπι του, να ζητά, είτε δια ζώσης είτε μέσω επιστολών, αυτόγραφα από ποδοσφαιριστές. Το καλύτερο δώρο γενεθλίων που θυμάται ήταν ένα από τον Τζόνι Μπόσμαν, ενώ ακόμη και τώρα δεν ξεχνάει την απροσεξία του Στάνλεϊ Μέντσο στο δικό του, με εμφανή ανομοιομορφία στην υπογραφή του παλαίμαχου τερματοφύλακα.

Έτσι μεγαλώνουν οι ποδοσφαιρόφιλοι έφηβοι στην Ολλανδία. Ακολουθώντας, υποστηρίζοντας, λατρεύοντας ποδοσφαιριστές, όχι ομάδες. Το δικό του είδωλο, η δική του λατρεία, το οτιδήποτε τον συνέδεε με το τόπι και τα όνειρά του γύρω από αυτό, ήταν ο Μάρκο Βαν Μπάστεν, τον οποίο και καθ’ όλη τη διάρκεια της δικής του σταδιοδρομίας δεν σταμάτησε να μελετά, βλέποντας αναρίθμητες ώρες παιχνίδια του και επιδιώκοντας να τον κοπιάρει στο γήπεδο.

Αυτά, κατόπιν. Πολύ. Τότε, στο ξεκίνημα, δεν είχαν ούτε καν κοινό σημείο αναφοράς. Ως “δεκάρι” γαλουχήθηκε ο Βαν Νιστελρόι. “Δεκάρι” πίστεψε και ο ίδιος πως είναι σε όλη την πορεία του ως τη Χέερενφεϊν. Πρώτα, στα 14, μετακομίζοντας στη Μαργκρίετ, δύο χρόνια μετά στην Ντεν Μπος, τη “μεγάλη” της περιοχής. Ο τότε προπονητής της ομάδας Νέων θυμάται να τον επιλέγει, όταν μετά από ένα φιλικό ματς πανηγύρισε έξαλλα ένα γκολ που πέτυχε. Δεν συνηθιζόταν.

Το επαγγελματικό του ντεμπούτο το έκανε, πριν ενηλικιωθεί, παίζοντας για δύο χρόνια στην “τρύπα” πίσω από τον φουνταριστό. Και ενώ αυτός βολόδερνε στ’ άγραφα της Eredivisie, ψάχνοντας ρόλο και ταυτότητα, το alter ego του, ο… χωρισμένος στη γέννα αδερφός του, ο Κλάιφερτ, έκρινε με δικό του γκολ Τελικό Champions League (1996, Άγιαξ-Μίλαν 1-0), όντας ήδη διεθνής με τους «Oranje».

Όταν λοιπόν τα «Νούφαρα» τον απέκτησαν, καλοκαίρι του ’97, η… ισοτιμία τους στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο ήταν ένας (1) Κλάιφερτ, τριάντα (30) Βαν Νιστελρόι.

Η μεταμόρφωση

Τι είδαν σ’ αυτόν και τον πήραν στο Abe Lenstra άγνωστο. Τι έβλεπαν όμως από νωρίς ξεκάθαρο. Από τις πρώτες προπονήσεις του στη Χέερενφεϊν, ομάδα που διαχρονικά έχει αναπτύξει ικανότητα στο σμίλεμα γωνιών που δεν φαίνονται, ο τότε τεχνικός της, ο Φόπε Ντε Χάαν, του ζήτησε να αλλάξει θέση.

Η πρώτη αντίδραση ενστικτώδης, ανθρώπινη, αρνητική. Δεν ήξερε κάτι άλλο, δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό από τον επιτελικό που -νόμιζε πως- ήταν. «Πήγαινε σπίτι, μίλα με τους δικούς σου ανθρώπους και έλα αύριο να μου πεις τι αποφάσισες», η απόκριση του Ντε Χάαν, ο οποίος πολλά χρόνια αργότερα παραδέχτηκε πως αυτό που τον κινητοποίησε ήταν τα πλατιά πόδια του Βαν Νιστελρόι, τα οποία και τον βοήθησαν να φανταστεί έναν επιθετικό περιοχής με φοβερά πατήματα, ισορροπία, δρασκελιά.

«Ok, σύμφωνοι. Αλλά πρέπει να με βοηθήσεις». Πήγε σπίτι, μίλησε, το σκέφτηκε, αποφάσισε και έτσι απάντησε την επομένη στον προπονητή του. Δεν ήταν εύκολο. Πολλές φορές έμοιαζε στα χαμένα. Και ο εκνευρισμός του έκδηλος. Ο Ντε Χάαν τον έστειλε να παρακολουθήσει από κοντά παιχνίδια της Εθνικής Ολλανδίας. Για να δει όχι τον συνομήλικό του Κλάιφερτ αλλά τον Μπέργκαμπ και από δαύτον να καταλάβει τι και πώς πρέπει να κινείται.

Ακόμα και έτσι, ακόμα και στα σπάργανα της κατανόησης της φύσης του, ο Βαν Νιστελρόι στην πρώτη του σεζόν στη Χέερενφεϊν πέτυχε 16 γκολ. Στην προηγούμενη τετραετία του στην Ντεν Μπος είχε πανηγυρίσει μόλις τέσσερα περισσότερα. Έφταναν για να πείσουν μια άλλη διαγνωστική μηχανή, φουνταριστών αυτήν τη φορά, της PSV.

Σε μια δεκαετία στο Philips Stadion είχαν βρει, είχαν φέρει στο Αϊντχόβεν, είχαν αναδείξει και είχαν έκτοτε προσφέρει στον κόσμο τους δύο διαδοχικά κορυφαίους επιθετικούς του πλανήτη, τον Ρομάριο και τον Ρονάλντο. Στον Βαν Νιστελρόι πίστεψαν πως βρήκαν και τον τρίτο.

Αποδείχτηκε πως δεν λάθεψαν, παρότι σόκαραν τη χώρα για τα 6.3 εκατ. ευρώ, ποσό ρεκόρ για εσωτερική μεταγραφή, που δαπάνησαν για να τον αγοράσουν, μετά από μια και μόνο σεζόν του 22χρονου τότε Ολλανδού στα «Nούφαρα».

Σοκ που δεν προήλθε μόνο από το ποσό, αυτό ίσως να ήταν και το λιγότερο. Αλλά για το σε ποιον δαπανήθηκε. Κανείς δεν τον πίστευε, κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί πως αξίζει τόσα. Το γεγονός ότι του μεταφέρθηκε πως θα ξεκινούσε από τον πάγκο (και όμως) ακόμα πιο σοκαριστικό. Και μάλιστα σε ρόλο, αρχικά τουλάχιστον, που όντως θα θύμιζε Μπέργκαμπ. Κάτι… ενδιάμεσο δηλαδή, ένα “εννιαμισάρι”.

«Πεταμένα λεφτά», είχε χαρακτηρίσει το αντίτιμο της μεταγραφής ο θρύλος της PSV, Ρενέ Βαν Ντερ Κέρχοφ. Το σχόλιο έγινε μεσοβδόμαδα. Το αμέσως επόμενο παιχνίδι της PSV ήταν εντός έδρας με την Σπάρτα Ρότερνταμ. Η εταιρεία του Βαν Ντερ Κέρχοφ, από τους βασικούς χορηγούς της ομάδας, έχει χρόνια δύο box στα επίσημα του Philips Stadion.

Από εκεί βλέπει τους αγώνες ο αλλοτινός Ολλανδός διεθνής. Στο ημίχρονο εκείνου του παιχνιδιού με την Σπάρτα αναγκάστηκε να φύγει, πριν καν βγουν οι δυο ομάδες για το δεύτερο μέρος, ακούγοντας και βλέποντας όλην την εξέδρα να τον τρολάρει μετά το χατ τρικ που είχε ήδη πετύχει ο… πεταμένα λεφτά.

Ο Βαν Νιστελρόι ήταν τυχερός. Αφενός γιατί έπαιξε μαζί με τον Λουκ Νίλις, τον καθ’ ομολογία του καλύτερο παρτενέρ της καριέρας του, με τον Πολ Σκόουλς να έπεται, αλλά κυρίως γιατί στον πάγκο της PSV, στην πρώτη του σεζόν με τη φανέλα της, ήταν ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον. Όχι ιδιαίτερα παρεμβατικός ο Άγγλος, δεν ήθελε να περιχαρακώνει τους ποδοσφαιριστές, απέφευγε το καλούπωμά τους. Ένστικτο ήθελε, αυτή ήταν η δύναμη που ήθελε να καθοδηγεί όσους είχε στην (όποια) ομάδα του. Και τέτοιο το ακριβότερο απόκτημά του είχε άφθονο.

Ο Βαν Νιστελρόι στην πρώτη του σεζόν με τα ερυθρόλευκα πέτυχε 31 γκολ στο Πρωτάθλημα. Χωρίς ιδιαίτερο κοουτσάρισμα,  κάτι που φαινόταν και από τον δικό του τρόπο παιχνιδιού αλλά και συνολικά της PSV.

Ήταν ένας ποδοσφαιριστής από την Ολλανδία, όχι όμως και ένας «Ολλανδός ποδοσφαιριστής», όπως για παράδειγμα η νέμεσή του, ο Κλάιφερτ.

Αυτός μεγάλωσε ως και αποτέλεσε το αρχέτυπο του «Ολλανδού ποδοσφαιριστή». Ψάχνοντας την ευφάνταστη πάσα, την λουσμένη στη φαντασία ενέργεια, χωρίς να δοκιμάσει να “σκοτώσει” τον τερματοφύλακα στα τελειώματά του, χωρίς να φοβάται αδύνατες γωνίες και θέσεις, με εξεζητημένες δημιουργίες, κεντήματα και διπλοβελονιά.

Ο Βαν Νιστελρόι έμοιαζε περισσότερο, από τότε, με Νοτιαμερικανό. Θα τρέξει, θα σπρώξει, θα τζαρτζαριστεί, θα ψάξει την επαφή, θα σουτάρει από παντού, από οπουδήποτε, σε κάθε ευκαιρία, οποτεδήποτε θα βλέπει -ή θα νομίζει πως βλέπει- τέρμα, θα τον νιώθει ο αμυντικός που θα τον μαρκάρει μέχρι και την… επόμενη μέρα του ανταμώματός τους.

Νομοτελειακά έγινε διεθνής. Μοιραία, στο ντεμπούτο του (σ’ ένα φιλικό με τη Γερμανία, φθινόπωρο του ’98), τα δυο… αδέρφια έπαιξαν μαζί. Και πήγαν καλά, δείχνοντας πως ταιριάζουν, πως μπορούν να συνυπάρξουν, πως μπορούν να είναι συμπληρωματικοί. Δεν ήταν. Δεν έγιναν. Δεν ταίριαξαν ποτέ.

Ο Σερ Άλεξ και ο τραυματισμός

Ο θόρυβος της πρώτης σεζόν στην PSV έφτανε και περίσσευε για να αλλάξει επίπεδο. Είχε μπει πλέον στα κιτάπια όλων. Ο Αρσέν Βενγκέρ μετατράπηκε σε μόνιμο θαμώνα του Philips Stadion, ο Τζιανλούκα Βιάλι τον ήθελε τότε στην Τσέλσι, η Ρεάλ τον παρακολουθούσε -κάθε άλλο παρά διακριτικά- για τις πρώτες φουρνιές των «Galácticos» που ετοιμάζονταν στη Μαδρίτη.

Ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Και μάλιστα στον χορό μπήκε νωρίς. Πολύ νωρίς. Πριν καν ο Βαν Νιστελρόι πωληθεί στην PSV, ο γιός του «Φέργκι», ο Ντάρεν, έκανε ένα δοκιμαστικό στη Χέερενφεϊν. Συμβόλαιο δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει, δεν έφτανε μόνο το επίθετο για να δηλώνει ποδοσφαιριστής, μερικές όμως προπονήσεις και μόνο προπονήσεις αρκούσαν για να ζαλίσει τον πατέρα του γι’ αυτό(ν) που αντίκρισε.

Ο Σκωτσέζος προφανώς το σημείωσε, γι’ αυτό και ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του, ο αδερφός του, Μάρτιν, ανέλαβε δράση, παρακολουθώντας κάθε βήμα του αγαπημένου τού ανιψιού του. Και πείστηκε, πείθοντας με τη σειρά του και τον Σερ Άλεξ. Το θέμα ήταν να πειστεί και ο περιζήτητος πλέον «Van the Man».

Αρκούσε μια σειρά συναντήσεων με τον «Φέργκι» (από τις σπάνιες φορές που ο Σκωτσέζος προπονητής συναντήθηκε παραπάνω από μια φορά με ποδοσφαιριστή που ήθελε να αποκτήσει).

Για ένα παιδί που μεγάλωσε κυνηγώντας αυτόγραφα από όσους θαύμαζε, αυτό ήταν κάτι που προφανώς (θα) έφτανε και (θα) περίσσευε. Και έτσι, συμφώνησε ουσιαστικά με το που άλλαξε η χιλιετία, δίνοντας από τότε χέρια με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

7 Μαρτίου 2000. Φιλικό της PSV με τη Σίλκεμποργκ. Στο πεντάλεπτο αποχώρησε τραυματίας ύστερα από ανεπιτυχή προσπάθεια να κάνει ένα “ψαλιδάκι”. Οι εξετάσεις έδειξαν πειραγμένους συνδέσμους στο δεξιό του γόνατο. Δύο οι δρόμοι που είχε μπροστά του. Συντηρητική αγωγή, η οποία όμως δεν θα έλυνε το πρόβλημα, και επέμβαση, την οποία συνιστούσαν οι γιατροί της Γιουνάιτεντ και θα το έλυνε.

Η δεύτερη σήμαινε πως θα έχανε το Euro 2000. Συντηρητικά λοιπόν. Επέστρεψε στα μέσα Απριλίου, πανηγυρίζοντας και τον πρώτο τίτλο της καριέρας του, το Πρωτάθλημα Ολλανδίας. Στις 22 Απριλίου δημοσιοποιήθηκε η συμφωνία με τους «Κόκκινους Διαβόλους», οι οποίοι θα τον αγόραζαν έναντι 30 εκατ. ευρώ, και τον ίδιο να υπογράφει πενταετές συμβόλαιο έναντι 70.000 ευρώ εβδομαδιαίως.

Πήγε στο Μάντσεστερ για τα τυπικά. Συντροφιά του ο ατζέντης του, αλλοτινός και του Κώστα Κατσουράνη, αυτός ήταν που μεσολάβησε για τη μεταγραφή του «Κατσούρ» στην Μπενφίκα, ο Ρότζερ Λίνσε.

Ανοίγει παρένθεση εδώ.

Όταν ακόμη ο Βαν Νιστελρόι αγωνιζόταν στην Ντεν Μπος, ο Λίνσε ξεκινούσε τη δική του καριέρα ως ατζέντης. Δύσκολα επιβιώνεις solo στον χώρο στην Ολλανδία, οπότε απευθύνθηκε σε μια εταιρεία ζητώντας δουλειά. Τον ρώτησαν μεταξύ άλλων ποιους ποδοσφαιριστές θα σύστηνε και θα μπορούσε να προσελκύσει ως πελάτες. Μετρημένες αναμενόμενα οι επαφές του, ο μόνος που μπορούσε να σκεφτεί και τελικά πρότεινε ήταν ο Βαν Νιστελρόι.

Οι υποψήφιοι εργοδότες του Λίνσε θέλησαν να τεστάρουν τις ικανότητες του δόκιμου συνεργάτη. Έκλεισαν λοιπόν ραντεβού με την οικογένεια Βαν Νιστελρόι και δίπλα στον Λίνσε έστειλαν δύο πεπειραμένους ατζέντηδες ώστε να υπογράψουν τον νεαρό -τότε- μεσοεπιθετικό. Στο πλαίσιο της συζήτησης, παρουσιάστηκε στη φαμίλια ένα πέρασμα της εταιρείας στην Τότεναμ, η αξιοποίηση του οποίου θα μπορούσε άμεσα να φέρει τον 18χρονο Ολλανδό στο Λονδίνο, αρκεί φυσικά να υπέγραφε στην εν λόγω εταιρεία.

Ο Λίνσε επί τόπου αντέδρασε με το σχέδιο που παρουσιαζόταν χωρίς να κρύψει την αντίθεσή του, ξεκαθαρίζοντας πως ήταν παντελώς ουτοπικό και σίγουρα όχι το ενδεδειγμένο. «Πρώτα μια μικρομεσαία ολλανδική ομάδα, μετά PSV και μετά Αγγλία. Πρέπει να γίνει βήμα-βήμα», το πλάνο που αυτός παρουσίασε κόντρα στα όσα έταζαν οι εργασιακοί του ομόσταυλοι.

Η ειλικρίνειά του τελικώς δεν εκτιμήθηκε από τους επίδοξους συνεταίρους του, οι οποίοι δεν τον δέχτηκαν στην εταιρεία. Εκτιμήθηκε όμως από τη μητέρα του Βαν Νιστελρόι, η οποία το ίδιο βράδυ κιόλας μετά τη συνάντηση τού τηλεφώνησε και του ανακοίνωσε πως από εκείνην την στιγμή ήταν ο εκπρόσωπος του κανακάρη της. Παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του και προφανώς δεν χρειάστηκε ποτέ ο Λίνσε να συνεργαστεί με καμία άλλη εταιρεία, πέραν της δικής του.

Κλείνει η παρένθεση.

Περίμενε στο Μάντσεστερ τρεις μέρες. Το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να αλλάξει. Δεν πέρασε τα ιατρικά. Και παρά την πίεση που άσκησε ο Σερ Άλεξ για να προχωρήσει, ακόμα και έτσι, η μεταγραφή μπήκε στον πάγο. Προσωρινά. Δεν είχε όμως τελειώσει εκεί.

Επιστρέφοντας στο Αϊντχόβεν, στην πρώτη προπόνηση με την PSV, παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων που προφανώς ήθελαν να καλύψουν αντιδράσεις μετά την ατελέσφορη συμφωνία, σε μια άσκηση για κεφαλιές δεν προσγειώνεται καλά στο χορτάρι και σωριάζεται, κραυγάζοντας σε ζωντανή σύνδεση.

Οι πειραγμένοι χιαστοί κόπηκαν. Ολική ρήξη.

Η μεταγραφή ακυρώθηκε οριστικά. Θα έχανε το Euro 2000, θα απουσίαζε τουλάχιστον οκτώ μήνες από τα γήπεδα μετά την επέμβαση που θα έκανε στις ΗΠΑ. Καλά-καλά κανείς δεν μπορούσε να (του) εγγυηθεί σε ποια κατάσταση θα επέστρεφε. Ο πρώτος και ο μόνος που το έκανε, χωρίς να περιμένει καμία γνωμάτευση, χωρίς καμία ιατρική διαδικασία, ήταν ο «Φέργκι».

Τηλεφώνησε στον λαβωμένο Βαν Νιστελρόι στις 08:00 την επομένη του τραυματισμού του. Στον ύπνο τον πέτυχε. Του ανακοίνωσε πως θα δημοσιοποιούσε τη ματαίωση της μεταγραφής και του υποσχέθηκε κάτι που θα κρατούσε κρυφό, πως ό,τι και αν γινόταν, θα τον έφερνε στο Old Trafford το επόμενο καλοκαίρι.

Του είχε δείξει τον δρόμο, παραμερίζοντας τα τότε ανταριασμένα κύματα. Αυτός όμως έπρεπε να βρει δύναμη, πίστη, ό,τι τέλος πάντων χρειαζόταν για να διαβεί ανάμεσά τους…

Ο ανδριάντας και η αποδόμηση

Χρειάστηκε έναν χρόνο (παρά έναν μήνα) για να το κάνει. Ακριβώς τόσο και μια μέρα μετά τη δημοσιοποίηση της πρώτης συμφωνίας, στις 23 Απριλίου 2001, το «Reuters» με ένα λιτό τηλεγράφημά του ανακοίνωσε τη νέα. Ακόμα πιο δαπανηρή, αφού η αγορά του από τους «Κόκκινους Διαβόλους» πλέον κόστισε 30.4 εκατ. ευρώ.

Αυτονόητο πως το γόνατό του ελέγχθηκε εξονυχιστικά. Ο ίδιος δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Δεν βιάστηκε. Δούλεψε ασταμάτητα, με συνέπεια, ευλάβεια. Χωρίς να μείνει μόνο στην αποθεραπεία του, αλλά σταδιακά διευρύνοντας την εκγύμναση στο πάνω μισό του κορμιού του. Έβαλε μυς, αύξησε όγκο, “φάρδυνε”, αύξησε δύναμη, αντοχή, αλλά και… ανοχή σε όσα (έλπιζε πως θα) τον περίμεναν στην Premier League.

Τόσο που ο τραυματισμός του έφτασε να μοιάζει η λιγότερη έγνοια για την πανάκριβη επιλογή της Γιουνάιτεντ. Για έναν 25χρονο επιθετικό, ο οποίος ως τότε όλες κι όλες είχε δύο συμμετοχές με την Εθνική ομάδα της χώρας του σε επίσημα παιχνίδια, μετρημένες στα δάχτυλα του… ενάμισι χεριού παραστάσεις επιπέδου Champions League και ακόμα λιγότερες κόντρα σε top class ομάδες, η εμπειρία ήταν το πρώτο ζητούμενο.

Ειδικά αφού οι συγκρίσεις εκείνης της εποχής ήθελαν το ακριβότερο μεταγραφικό απόκτημα αγγλικού συλλόγου στην ιστορία να έχει μικρότερη εμπειρία τέτοιου επιπέδου από τον -για παράδειγμα- Λουκ Τσάντγουικ, “μωρό” τότε, προερχόμενο από τις ακαδημίες των «Κόκκινων Διαβόλων».

Ήταν όμως αποφασισμένος. Στοχοπροσηλωμένος.

Η κατάληξη «-ij» στο επίθετό του μπέρδευε τους Άγγλους. Η σωστή προφορά ήταν τελείως διαφορετική. Έτσι, αντικατέστησε την κατάληξη με το ομόηχο στα αγγλικά «-y». Μόνο και μόνο για να ταιριάζει στο νέο του οπαδικό (και όχι μόνο) ακροατήριο. Βοήθησε και στο πρόβλημα του… μεγέθους.

Στη φανέλα (ειδικά στις παιδικές) ήταν αδύνατον να χωρέσει ολόκληρο τ’ ονοματεπώνυμό του, όπως και να γραφόταν. Η Γιουνάιτεντ παρήγγειλε τη δημιουργία νέων, με διαφορετική, μικρότερη γραμματοσειρά, η οποία έδωσε και τελικά τη λύση, αλλά μέχρι τότε επιστρατεύτηκαν άλλες, περισσότερες πατέντες.

Για την ιστορία, η αρχική που είχε υιοθετηθεί ήταν να… κοπεί το «Van» και να γραφτεί απλώς το «V». Η δειγματοληπτική έρευνα όμως που έκαναν οι «Κόκκινοι Διάβολοι» ανέδειξε μεγάλη σύγχυση μεταξύ της οπαδικής βάσης (και εμπορικής βεβαίως-βεβαίως…) για το τι σημαίνει και πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτό το κομμένο «V», με αποτέλεσμα -ευτυχώς- να εγκαταλειφθεί και να μην φτάσει η εν λόγω φανέλα μαζικά στο εμπόριο.

Όλα τούτα, όταν άρχισε να την… φοράει ο Ολλανδός, ξεχάστηκαν. Και τ’ όνομά του τελικά ήταν αυτό που με τα δύο «u» πρόσφερε στην εξέδρα του Old Trafford το απόλυτα χαρακτηριστικό με την πενταετή του παραμονή στο Μάντσεστερ σύνθημα, με την επαναλαμβανόμενη, ως σαν αντίλαλος, εκφορά του «Ρούουντ».

Ξεκίνησε να σκοράρει από τα πρώτα φιλικά της παρθενικής του προετοιμασίας. Σε πέντε χρόνια πέτυχε 150 γκολ σε 219 παιχνίδια με τη Γιουνάιτεντ. Εντυπωσιακός απολογισμός. Εξαργυρώθηκε μόλις με ένα Πρωτάθλημα στη δεύτερη σεζόν του, χωρίς το ένα Κύπελλο (2004) και το League Cup (2006) να διαφοροποιούν την πενιχρή ομολογουμένως συγκομιδή του.

Αυτή η κατάκτηση του τελευταίου τροπαίου αποτέλεσε και το μη παρέκει της αγγλικής του θητείας. Ο «Φέργκι» δεν τον ξεκίνησε στον Tελικό με τη Γουίγκαν, προτιμώντας Σαχά, Ρούνεϊ και Κριστιάνο. Όλοι τους σκόραραν, διαμορφώνοντας το 4-0. Από το 73′ αντικαταστάθηκε ο Πορτογάλος, με τον Σκωτσέζο προπονητή να έχει σηκώσει από πολύ νωρίτερα σχεδόν όλον τον πάγκο του για προθέρμανση. Στο 83′ έκανε μαζεμένες τις εναπομείνασες αλλαγές του, βάζοντας δύο αμυντικούς (Εβρά και Βίντιτς).

Ο Ολλανδός θεώρησε τη συμπεριφορά του Σκωτσέζου εμπαιγμό και, αδιαφορώντας για το πού βρισκόταν, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του, με τις κάμερες να τον συλλαμβάνουν να βρίζει σκαιότατα τον Σερ Άλεξ και τους συμπαίκτες του να μπαίνουν στη μέση για να αποτρέψουν τα ακόμη χειρότερα. Συγγνώμη δεν ζήτησε. Το έκανε μόνο τριάμισι χρόνια αργότερα, χωρίς όμως να δώσει την παραμικρή εξήγηση στον Σερ Άλεξ για το ξέσπασμά του, το οποίο από εκείνην την στιγμή υπέγραψε και το τέλος του από το Old Trafford.

Κανείς δεν ήθελε να παραταθεί η συμβίωση των δύο πλευρών, με τον πανούργο Σκωτσέζο να φροντίζει να διαρρεύσει στα αδηφάγα αγγλικά media διάφορα περιστατικά που αναδείκνυαν την -ως και- εριστική συμπεριφορά του Ολλανδού, ο οποίος, πέραν των υπολοίπων, παραλληλιζόταν με παίκτη του μπέιζμπολ, ως δηλαδή κάποιος που ενδιαφέρονταν μόνο για τα στατιστικά, τα ρεκόρ, τα γκολ του και τίποτα άλλο.

Ως και ακοινώνητος παρουσιάστηκε. Και όχι μόνο αυτός, απομονωμένος από τους συμπαίκτες του, αποστασιοποιημένος από ομαδικές εκδηλώσεις και έμπλεος εκρήξεων μέχρι και σε προπονήσεις, αλλά ακόμα-ακόμα και η γυναίκα του. Κοντοχωριανή του, σύντροφός του από τα νεανικά τους χρόνια, η Λεοντίεν πήρε το πτυχίο της φωτογραφίας, σπουδάζοντας στο Μάντσεστερ, όπου το ζευγάρι έζησε σε ένα -ταπεινό για το οικονομικό τους στάτους- διαμέρισμα στα περίχωρα της πόλης. Και φυσικά, ούτε και αυτό έμεινε ασχολίαστο την εποχή της αποδόμησης.

Αφήγημα ή πραγματικότητα, υπερβολή ή ρεαλισμός, ο «Φέργκι» ξεπούλησε εκείνο το καλοκαίρι (2006) στη Ρεάλ έναντι 12 εκατ. ευρώ τον ποδοσφαιριστή για τον οποίον πριν λίγα χρόνια ο ίδιος ο Σκωτσέζος προανήγγειλε την κατασκευή του ανδριάντα του έξω από το «Θέατρο των Ονείρων».

Ο τότε αθλητικός Διευθυντής της «Βασίλισσας», επίσης επιθετικός ολκής στα ντουζένια του, Πρέντραγκ Μιγιάτοβιτς, αξιοποίησε την ευκαιρία και, παρότι ο Ολλανδός ήταν τραυματίας, εγγυήθηκε στον Πρόεδρο Ραμόν Καλδερόν. Έτσι, 30άρης πλέον, μπορεί να έφευγε από τη Γιουνάιτεντ με την στάμπα του προβληματικού χαρακτήρα, αλλά, διάολε, στη Ρεάλ πήγαινε, έχοντας φοβερές και τρομερές επιδόσεις στα πόδια του.

Την ίδια στιγμή, ο Κλάιφερτ έκανε… tour ανά την Ευρώπη, αλλάζοντας ομάδες κάθε χρόνο, χωρίς κανείς να θυμάται τις θητείες του σε Νιουκάστλ και Βαλένθια, ενώ το ίδιο καλοκαίρι που ο Βαν Νιστελρόι μετακόμιζε στο Bernabéu, αυτός επέστρεφε ως επιλογή ανάγκης στην Ολλανδία και την… PSV.

Εκεί όπου ξεκίνησαν όλα

Value bet η εγγύηση του Μιγιάτοβιτς για τον Ολλανδό. Στην πρώτη του σεζόν στο Bernabéu αναδείχτηκε κορυφαίος σκόρερ της La Liga, πανηγυρίζοντας το Πρωτάθλημα, έχοντας παράλληλα συνυπάρξει για το μισό εκείνης της χρονιάς με τον Ρονάλντο, τον -κατά τον ίδιο- ποιοτικότερο ποδοσφαιριστή με τον οποίον υπήρξε συμπαίκτης.

Και έγινε, για τους αφισιονάδος των Μαδριλένων, «Van Gol». Στέφθηκε Πρωταθλητής και την επόμενη χρονιά. Συνολικά στην ισπανική πρωτεύουσα πέρασε τέσσερα χρόνια. Η τελευταία διετία σημαδεύτηκε από αρκετούς τραυματισμούς που επίσπευσαν την αλλαγή φρουράς και την παράδοση της σκυτάλης στην επίθεση της «Βασίλισσας» στους Κριστιάνο Ρονάλντο και Μπενζεμά.

Έφυγε πατέρας, αφού εκεί γεννήθηκαν τα δυο του παιδιά, η Μοά Ανέτε και ο Λίαμ. Έφυγε σιτεμένος, στα 34 πλέον, συνεχίζοντας για δύο χρόνια ακόμα για τα τελευταία -άκρως καλοπληρωμένα- ένσημα σε Αμβούργο και Μάλαγα. Πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών, λίγο μετά τη δημοσιοποίηση της αποστολής της Εθνικής Ολλανδίας για το Euro 2012 ανακοίνωσε πως κρεμάει τα εξάταπα.

Είχε χάσει τα δύο πρώτα τουρνούα στα οποία θα μπορούσε να συμμετάσχει, το Euro 2000 λόγω του τραυματισμού του και το Παγκόσμιο Κύπελλο 2002 λόγω του αποκλεισμού της Ολλανδίας , έκτοτε όμως δεν απουσίασε από κανένα. Στο πρώτο μάλιστα της καριέρας του, το Euro 2004, αυτός τσέκαρε το εισιτήριο.

Στα play off με την Σκωτία, στο πρώτο ματς στην Γλασκώβη έμεινε στον πάγκο, με τον Κλάιφερτ να ξεκινάει βασικός. Η Ολλανδία ηττήθηκε με 1-0. Στη ρεβάνς στο Άμστερνταμ βρέθηκε αυτός στο αρχικό σχήμα. Πέτυχε χατ τρικ, προσυπογράφοντας το επιβλητικό 6-0 που έστειλε τους «Oranje» στα τελικά της Πορτογαλίας.

Και με το εθνόσημο κατά καιρούς κοντραρίστηκε με διαφόρους. Εκλέκτορες (Άντβοκαατ, Βαν Μπάστεν, Βαν Μάαρβαϊκ), συμπαίκτες, media. Και εκεί οι επιδόσεις του ήταν σύμφυτες με τον μέσο όρο της αποτελεσματικής μεγαλοσύνης: ένα γκολ ανά δύο παιχνίδια (35 σε 70 συμμετοχές) τον έφεραν στην δεκάδα των κορυφαίων σκόρερ της Ολλανδίας. Ψηλότερα από την Αυτού Εξοχότητα, τον Γιόχαν Κρόιφ, όχι όμως και από τον Κλάιφερτ.

Τα νούμερα έτσι κι αλλιώς πάντα τα είχε. Ανεξαρτήτως αν τα κυνηγούσε ή του έρχονταν φυσικά.

Το κοντέρ το μηδένισε, ξανά, το 2014.

Πέρασε στους πάγκους.

Έκανε όλον τον δρόμο στις φυτωριακές ομάδες της PSV και, μ’ ένα διάλειμμα στο πλευρό του Γκους Χίντινκ στην Εθνική Ολλανδίας, ξεκίνησε το 2022 την επαγγελματική του σταδιοδρομία, αναλαμβάνοντας πρώτος προπονητής στους «Επαρχιώτες».

Για μια ακόμα φορά λοιπόν στέκεται στη μια όχθη, στοχεύοντας να περάσει αντίκρυ.

Τα νερά, έτσι κι αλλιώς ύστερα από τόσα χρόνια, μεριασμένα τα κρατάει. Πλέον δεν είναι η επιμονή ή η φιλοδοξία που τον οδηγούν αλλά η εμπειρία.

Ξέρει πως, ακόμα και αν βραχεί, απέναντι θα φτάσει.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This