Επιλογή Σελίδας

Του Παύλου Δεπόλλα

Απώθηση. Σπρώξιμο. Πέσιμο. Σώριασμα.

Η ελληνική γλώσσα είναι αρκετά πλούσια, ώστε να αποδοθεί ποικιλοτρόπως η πρωτοφανής πράξη του Τζόνι Νιούμαν με την οποία έμεινε μονομιάς και διά παντός στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ εκείνο το βράδυ στο Βελιγράδι. Διαλέγετε και παίρνετε ουσιαστικό.

Η βουή και η μανία του Τζόνι Νιούμαν

Ο θερμόαιμος Αμερικανός δεν διάλεγε, προτού πράξει. Λειτουργούσε με το θυμικό, από τότε που ήταν τινέιτζερ-θαύμα σε κολεγιακό επίπεδο μέχρι που έγινε προπονητής σε κάθε γωνιά του κόσμου. Έτσι έφτασε να πάρει και φόρα (…) και να πετάξει κάτω τον διαιτητή Γκρόσι, εξοργισμένος για τη διαιτησία στην αναμέτρηση του ΠΑΟΚ με τον Ερυθρό Αστέρα. Προκαλώντας, εν τέλει, τη διακοπή της και συνάμα τη δική του διετή τιμωρία από κάθε ευρωπαϊκή διοργάνωση.

Τον έπνιγε το δίκιο για τα προκλητικά σφυρίγματα και το έχασε. Αδικία (!) όμως να θυμόμαστε μόνο οι παλιότεροι και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο μία από τις πιο πληθωρικές (sic) φυσιογνωμίες που έχουν περάσει από τα ελληνικά γήπεδα. Προτού τερματίσει πολυετές νικηφόρο σερί του Άρη, το μπασκετικό τέκνο του Όξφορντ στο Μισισίπι είχε τερματίσει… διάφορα ρεκόρ στο NCAA. Έπαιξε και στο ΝΒΑ, περνώντας τον Ατλαντικό σήκωσε εγχώριους και ευρωπαϊκούς τίτλους –και ξεσήκωσε κάθε αντίπαλη εξέδρα με τα καμώματά του.

Στην Ελλάδα κοούτσαρε και στο Παγκράτι αλλά και τον Ηρακλή ένα φεγγάρι. Έφτιαξε κι εδώ οικογένεια, κάποια παιδιά του Έλληνες είναι ουσιαστικά. Στα (όχι και τόσο, βιολογικά) γεράματα, ο μίστερ Νιούμαν γύρισε στα αμφιθέατρα και πήρε το πτυχίο του.

Βίος και πολιτεία. Ο πραγματικός, κυριολεκτικός, βίος του ολοκληρώθηκε νωρίς. Τον Απρίλιο του 2019, σε ηλικία 67 ετών. Στην Οξφόρδη των ΗΠΑ. Ως προς την πολιτεία του, θα μπορούσε να είναι χαρακτήρας σε μυθιστόρημα του διασημότερου ανθρώπου από το ίδιο μέρος. Του Νομπελίστα Γουίλιαμ Φώκνερ. Γιατί όχι και στο αριστούργημά του, το «The sound and the fury».

Στα ελληνικά, το έργο που βρίθει από προβληματικούς, βίαιους, αλλά και συμπαθείς χαρακτήρες είναι γνωστό ως «Η βουή και η μανία». Παλιότερα, στα χρόνια πάνω-κάτω του “ελληνικού” βίου του Νιούμαν, είχε κυκλοφορήσει και ως «Η βουή και το πάθος» και ως «Η βουή και η αντάρα».

Αντάρα, λοιπόν. Πάθος. Μανία.

Αλλιώς, Τζόνι Νιούμαν.

Ο «νέος Μάραβιτς» με τις 60άρες

Ο Φώκνερ, ο οποίος μεγάλωσε και έγραψε στο Όξφορντ του Μισισίπι, επέλεξε να διαδραματίζονται τα μυθιστορήματά του στη Γιοναπατόφα. Της ίδιας πολιτείας αλλά και της… δικής του (φανταστικής) επινόησης. Ο Καρλ Τζον Νιούμαν γεννήθηκε στο Μέμφις στις 11 Σεπτεμβρίου 1951. Δύο χρόνια μετά το Νομπέλ του μεγάλου συγγραφέα.

Άρχισε να δημιουργεί και ο ίδιος στο Όξφορντ, εκεί ακριβώς γύρισε και πέθανε, αλλά στο μεσοδιάστημα η πλοκή στο δικό του έργο εκτυλίχθηκε σε διψήφιο αριθμό κρατών και σε τρεις ηπείρους. Απείθαρχο παιδί. Ανώριμο. «Τζόνι» τον φώναζαν. Διόλου τυχαίο, η υποκοριστική κατάληξη δεν τον εγκατέλειψε, ούτε όταν μεγάλωσε.

Χάισκουλ στο Όβερτον της γενέτειράς του. Τόσο καλός που προσείλκυσε 400 προτάσεις για υποτροφία. Τον ήθελε και ο Άντολφ Ραπ, των τεσσάρων Πρωταθλημάτων στο Κεντάκι. Τον ήθελε και ο Τζον Γούντεν, ο οποίος κατακτούσε εκείνη την εποχή κάθε χρόνο το NCAA με το UCLA, φτάνοντας τους δέκα τίτλους.

“Πόρτα” στους θρυλικότερους προπονητές των ΗΠΑ, για χάρη του άσημου Ole Miss (Ολ Μις). Αμ, οι άλλοι δεν έστειλαν τις τσιρλίντερς τους να τον (μεταφορικά, ε;) καλοπιάσουν…

Γκαρντ-φόργουορντ πλέον 198 εκατοστών –και κακών βαθμών και χειρότερων συνηθειών. Θραύση η μαριχουάνα στις φοιτητικές εστίες, θραύση και ο «Τζώνης» στα γήπεδα.

Οι πρωτοετείς απαγορευόταν τότε να παίζουν με την πρώτη ομάδα των κολεγίων και σε αυτήν ακριβώς την περίοδο 1969-1970 διέλυσε όλα τα ιστορικά κοντέρ ο Πιτ Μάραβιτς του Λουιζιάνα Στέιτ, με 44.5 πόντους μέσο όρο. Την επόμενη που ο «Pistol Pete» πυροβολούσε στο ΝΒΑ, ο Νιούμαν τον διαδέχτηκε στην κορυφή της λίστας των σκόρερ με… μόνο 40.1. Και με 6.6 ριμπάουντ και με 3.3 ασίστ.

Πολύ προτού χαραχτεί η γραμμή του τριπόντου, δίχως καν χρόνο στις επιθέσεις, ο πιο-next Maravich-δεν-γινόταν 19χρονος έστελνε τη μπάλα στο καλάθι όποτε και όπως ήθελε. Ναι, ήταν ατομιστής (όταν στο Λύκειο ο προπονητής του παραπονέθηκε, εκείνος απάντησε με 22 ασίστ στο επόμενο ματς…) και έπαιζε άμυνα με τα μάτια. Αργούσε στις προπονήσεις, δεν έμενε καν στις εστίες με τους συμπαίκτες του.

Κατά σύμπτωση (;), στην αναμέτρηση με το LSU, από το οποίο είχε μόλις “βγει” ο Μάραβιτς, έβαλε 63 πόντους. Έριξε και 57άρα (συν άλλες τέσσερεις 50άρες), έριξε και άλλη 60άρα. Δύο αγώνες με 60+ πόντους στο ΝCAA έχουν έως σήμερα μονάχα (πλην του ιδίου) και ο Μάραβιτς με τον Άντονι Ρόμπερτς. Αμφότεροι έφυγαν από τη ζωή στα 40 τους…

Ο «Johnny Reb», εκ των Ole Miss Rebels, έζησε πολύ περισσότερο. Κανονικός ρέμπελος, με το ξανθό μαλλί να ανεμίζει στις επελάσεις του προς το καλάθι αλλά και έξω από τα παρκέ. Στις βόλτες του με ένα άλλο πάθος του. Τα αμάξια. Κανονική συλλογή έκανε, όταν έπιασε και οικονομικά την καλή.

Ο Τζόνι Νιούμαν με τη φανέλα των Ole Miss Rebels.

(Ζεν) Μάστερ στις προκλήσεις

Σε μια εποχή κατά την οποία ακόμα και τα μεγαλύτερα κολεγιακά αστέρια εξαντλούσαν την τετραετία, ο άνθρωπός μας έγινε ο πρώτος παίκτης που την… έκανε ύστερα από μόλις μία χρονιά. Ακόμα και ο Σπένσερ Χέιγουντ, κοτζάμ Χρυσός Ολυμπιονίκης στο Μεξικό (και μετέπειτα πρωταθλητής του ΝΒΑ), ο οποίος το είχε επιχειρήσει το 1969, είδε να σηκώνεται απαγορευτικό προς το μέρος του. Το κυνήγησε ωστόσο δικαστικά και πέτυχε την καθιέρωση της λεγόμενης «hardship clause». Μιας εξαίρεσης, δηλαδή, όταν συντρέχει λόγος προσωπικών δυσχερειών. Και ο πρώτος που την εφάρμοσε ήταν ο Νιούμαν!

Ο πατέρας του ήταν στο νοσοκομείο με καρδιακή προσβολή και, προσκομίζοντας ιατρικές βεβαιώσεις πως εκείνος δεν θα μπορούσε να ξαναδουλέψει, πέτυχε το 1971 να υπογράψει πενταετές συμβόλαιο 2 εκατ. δολαρίων με τους Μέμφις Προς του ΑΒΑ. Πρώτος κολεγιακός “one and done”, o λευκός σκόρερ πήγε στην έτερη επαγγελματική λίγκα, η οποία έμελλε να συγχωνευτεί με το ΝΒΑ.

Έβαζε 18.3 πόντους και 19.6 πόντους στις πρώτες χρονιές του, έριξε και σε αυτό το επίπεδο δύο 40άρες, έφτασε και στους τελικούς του 1974. Με τη φανέλα των Γιούτα Σταρς ερχόταν από τον πάγκο και πρόσφερε instant offense απέναντι στους Νιου Γιορκ Νετς του MVP Τζούλιους Έρβινγκ.

Εξακολουθούσε όμως να μη δίνει τη μπάλα ούτε στο αριστερό χέρι του και έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Pantera, την Cadillac El Dorado, τις δύο BMW και τις υπόλοιπες τετράτροχες αποκτήσεις του.

Όταν οι δύο λίγκες ενώθηκαν εις σάρκα μίαν, ο γνωστός και ως «Johnny Cool» πήρε το αγύμναστο σαρκίο του και πήγε στους Μπάφαλο Μπρέιβς του Μπομπ ΜάκΑντου, προτού γίνει και Λέικερ δίπλα στον Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ και υπό την τεχνική καθοδήγηση του Τζέρι Γουέστ. Δεν δούλεψε στην αθλητικότητά του, δεν βελτίωσε τον χειρισμό της μπάλας, μα και πάλι ήταν ικανός αραιά και πού να βάζει 15 και 20 πόντους ή να βοηθάει σημαντικά και σε αγώνες πλέι οφ.

Ο Τζόνι Νιούμαν με τη φανέλα των Λος Άντζελες Λέικερς.

Ένα πέρασμα και από τους Ιντιάνα Πέισερς το 1977, για να έρθει και προς τα μέρη μας. Το 1978 υπέγραψε στην Καντού, η οποία είχε τον Τσάρλι Ρεκαλκάτι στα (αγωνιστικά) τελευταία του, τον Πιερλουίτζι Μαρτζοράτι στα ντουζένια του και τον Αντονέλο Ρίβα στα πρώτα του βήματα.

Σήκωσε το Κύπελλο Κυπελλούχων με 20άρα στον Τελικό και αφότου είχε βάλει 46 πόντους στους ημιτελικούς με την Μπαρτσελόνα του Χουάν Αντόνιο Σαν Επιφάνιο. Στη γείτονα πάντως τον θυμούνται επίσης για έναν… οριακά εξωαγωνιστικό λόγο.

Σε ένα ματς στη Βενετία (που μεταδιδόταν μάλιστα ζωντανά από τη «RAI» σε πανεθνικό δίκτυο) και ενώ η ομάδα του κέρδιζε καθαρά, κατέβασε το σορτσάκι και έδειξε τα κωλομέρια του στους τιφόζι της τοπικής Ρέγερ.

Εκμεταλλεύτηκε ένα νεκρό σημείο κατά το οποίο οι διαιτητές υπεδείκνυαν στη γραμματεία το φάουλ που είχαν σφυρίξει και έγινε χαμός. Έγινε και ο ίδιος αλλαγή, ώστε να αποφευχθεί σύρραξη. Ο μυστακοφόρος τότε Αμερικανός μεταπήδησε στην Κολωνία και της χάρισε τους δύο πρώτους της τίτλους στη Γερμανία.

Αν και ακόμη 31 ετών, έφυγε από την ομάδα με το γήπεδο με τα… ορθογώνια πλακάκια (ξέρουν όσοι προσπαθούσαν να μη ζαλιστούν, παρακολουθώντας κατοπινές αναμετρήσεις της με τον Άρη) και έπιασε αμέσως δουλειά ως προπονητής στο CBA, απαντώντας σε σχετική αγγελία των Λάμπερτζακς από το Μέιν. To 1983 έχασε για μερικές ψήφους το βραβείο του Προπονητή της Χρονιάς από τον Τζορτζ Καρλ, ο οποίος τρεις δεκαετίες αργότερα ψηφίστηκε κορυφαίος και στο ΝΒΑ.

Πολύ πιο γρήγορα θα ανακηρυσσόταν Coach of the Year στο τοπ επίπεδο και ο Φιλ Τζάκσον, Πρωταθλητής του CBA το 1984 με τους Όλμπανι Πατρούνς. Τον «Ζεν Μάστερ» τον είχε εντυπωσιάσει με μια σύνθετη άμυνα diamond-and-one στα τρία τέταρτα του γηπέδου.

Ο Τζόνι Νιούμαν βγάζει… γλώσσα με τη φανέλα της Κολωνίας.

Είναι τρελός ο Αμερικανός!

«Στην επίθεση ο Τζόνι άφηνε πολλές ελευθερίες στους παίκτες του, εφαρμόζοντας στο τέλος των αγώνων plays δύσκολα αποκρυπτογραφήσιμα. Μας είχε δυσκολέψει περισσότερο από κάθε άλλον η ομάδα του», τον είχε επαινέσει ο Φιλ Τζάκσον, μιλώντας στο «edodevenreporting.com».

«Τρελό άλογο» ήταν το παρατσούκλι του Νιούμαν στην Ιταλία και, δεκαετίες προτού το γήπεδο του ΠΑΟΚ δονηθεί για τον («είναι τρελός ο Ιταλός») Μάσιμο Καντσελιέρι, η… μούρλα του Αμερικανού έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Σωτήριον έτος 1987, μετά από ένα δικό του πέρασμα από τη βελγική Πέπινστερ. Τo clasico της εποχής είναι, ή μάλλον γίνεται, το Άρης-ΠΑΟΚ. Ο «Αυτοκράτορας» βλέπει τον συμπολίτη του να γιγαντώνεται, με προπονητή τον ψηλό ξανθομάλλη με τις τετράγωνες πλάτες και την μπάσα φωνή.

Τον Νοέμβριο του 1988, που ο «Δικέφαλος του Βορρά» επικρατεί 81-78 του Άρη, η ομάδα του Γκάλη και του Γιαννάκη προέρχεται από αήττητο σχεδόν τετραετίας στο Πρωτάθλημα! Στο άνοιγμα επιτέλους των συνόρων, ο Νιούμαν έχει “ψαρέψει” από τις γνωστές του μικρές λίγκες των ΗΠΑ τον Μάικ Τζόουνς ως πρώτο ξένο ever στην Α1 και δεν έχει καν διαθέσιμο στο συγκεκριμένο ντέρμπι τον Μπάνε Πρέλεβιτς. No problem at all.

Στο τέλος δίνει την μπάλα στο «μωρό του ελαφιού» και του λέει να γίνει… Νιούμαν. “Τριάρι” ήταν και ο συμπατριώτης του, μα στις κρίσιμες επιθέσεις κατέβασε τη μπάλα, ζήτησε από τους συμπαίκτες του να κάνουν χώρο και με προσωπικά καλάθια υποχρέωσε σε ήττα μετά από 81 αγωνιστικές τον Άρη. Τρεις ημέρες αργότερα, η καταστροφή…

Ρεβάνς στους «32» του Korać, με τον Ερυθρό Αστέρα στο Βελιγράδι. Λίγους μήνες νωρίτερα, σε όμιλο («16») της ίδιας διοργάνωσης, είχαν παίξει μπουνιές ο Τζον Κόρφας με τον Ζόραν Ράντοβιτς. Λίγο η κόντρα που υπήρχε, πολύ περισσότερο τα φαλτσοσφυρίγματα των «γκρίζων» εκείνη τη μέρα, το κακό έγινε.

Το +10 του Αλεξάνδρειου γίνεται -10, αν και μέσα στο (δεύτερο) ματς έχει φλερτάρει ξανά με διψήφια προβαδίσματα ο ΠΑΟΚ. Τζόουνς, Σταυρόπουλος, Φασούλας και Πρέλεβιτς (του Αστέρα την προηγούμενη σεζόν!) έχουν αποβληθεί με πέντε φάουλ και στο τζάμπολ της παράτασης ο Μπιλ Μέλις βιάζεται να πηδήξει.

Ο Γκρόσι δίνει την κατοχή στους γηπεδούχους, ο θολωμένος Νιούμαν φεύγει ωρυόμενος προς το μέρος του. Δίνει μια στον διαιτητή που βρίσκεται δίπλα του (καταλογίζει αυτός την παράβαση, όχι εκείνος που έχει υψώσει την μπάλα) και τον σωριάζει στο έδαφος. Σηκώνεται εκείνος, τον πηγαίνει καροτσάκι ο Αμερικανός, προτού μπουν στη μέση οι… ψυχραιμότεροι αυτών των περιπτώσεων.

Διακοπή, πρόκριση Αστέρα, αποκλεισμός δύο ετών από ευρωπαϊκές διοργανώσεις για τον τεχνικό του ΠΑΟΚ. “Επιβίωσε” μερικούς ακόμη μήνες στον πάγκο, το γρήγορο και με πολλά σουτ μπάσκετ του έφερε νίκες 57 πόντων μέσα-έξω επί του Ολυμπιακού και πολλές 100άρες, όπως και νίκες 46 πόντων στα πλέι οφ επί του επίσης παρηκμασμένου Παναθηναϊκού.

Ο Τζόνι Νιούμαν στον πάγκο του ΠΑΟΚ και σε πανηγυρισμούς με τον Τζον Κόρφα.

Η Ιντιάνα του και η Ελλάδα του

Πλέον όμως οι «Ασπρόμαυροι» περνούσαν σε εποχή Κώστα Πολίτη στον πάγκο και ο Νιούμαν βολευόταν με το νεοφώτιστο Παγκράτι. Μακριά από τα άγχη του πρωταθλητισμού, μας σύστησε τον mobile center και τρομερό ριμπάουντερ, Ερλ Χάρισον, ζητώντας στην εκεί μιάμιση σεζόν του τρίποντα ακόμα και από τον… όχι ακριβώς καλό σουτέρ, Θύμιο Μπακατσιά.

Καλύτερος στο κοουτσάρισμα (εν ώρα αγώνα) απ’ ό,τι στην προετοιμασία των παιχνιδιών, ο Νιούμαν ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και για τον Ηρακλή, στην… αμερικανική προπονητικά σεζόν 1992-1993. Είχαν κάτσει ήδη στον πάγκο ο (αμερικανοθρεμμένος τακτικά) Θόδωρος Ροδόπουλος και ο (Αμερικανός) Τσίκο Άβερμπακ, όταν στη μετά Ντέιβιντ Ίνγκραμ εποχή κλήθηκε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα και αυτός…

Άριστος γνώστης της αμερικανικής αγοράς, την αμέσως επόμενη περίοδο έφερε στον Πεζοπορικό της Κύπρου τον παντελώς άγνωστο Ντάρελ Άρμστρονγκ, έναν πλέι μέικερ που έφτασε να κάνει καριέρα 13 ετών στο ΝΒΑ (με βραβεία κορυφαίου έκτου παίκτη και πιο βελτιωμένου) και να κάτσει για ακόμα περισσότερα στον πάγκο των Μάβερικς, ως ασίσταντ κόουτς.

Περιέργως, στη Χάποελ Τελ Αβίβ, όπου βρήκε τον Κέβιν Μπράντσο, δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Αμερικανός σούτινγκ γκαρντ. Μετά από μια ήττα, ο Νιούμαν άρχισε να τα ψέλνει στους παίκτες του. «Εγώ που λέτε, που έβαζα 40 πόντους στο NCAA…». Ευγενικά, ο Μπράντσο ενημέρωσε τον προπονητή του ότι εκείνος κατείχε (και κατέχει έως σήμερα) το ρεκόρ σκοραρίσματος σε ένα παιχνίδι της πρώτης κολεγιακής κατηγορίας, με 72 πόντους. Είναι και ο τελευταίος που έκλεισε μια σεζόν με περισσότερους από 30 μέσο όρο!

Ο φίλος μας συνέχισε στην Εγγύς και την Άπω Ανατολή, σε χώρες αραβικές και για χρόνια στην Ιαπωνία, τη διετία 2010-2012 (την τελευταία του στους πάγκους) στην Εθνική Ρουμανίας. Εκείνη του Λιβάνου την είχε φτάσει πρώτη φορά σε Τελικό Πανασιατικού Πρωταθλήματος (με νίκη επί της Νότιας Κορέας, από την οποία είχε συντριβεί με 26 πόντους διαφορά στον όμιλο), χαρίζοντάς της και την πρώτη συμμετοχή σε Μουντομπάσκετ. Λεπτομέρεια: το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα έγινε το 2002 στην Ιντιανάπολις, όπου ο ίδιος είχε αγωνιστεί με τους Πέισερς τόσο στο ΑΒΑ όσο και στο ΝΒΑ.

Τζόνι Νιούμαν και Γιάννης Ιωαννίδης στο περιθώριο αναμέτρησης Παγκράτι – Άρης για την Α1 μπάσκετ τη σεζόν 1989-1990.

«Ο καιρός ακόμα και οι άνθρωποι μοιάζουν με τους Έλληνες και περνάω καλά», είχε πει. Στη χώρα μας άλλωστε είχε φτιάξει μία από τις οικογένειές του. Ο Μιχάλης-Πίτερ Νιούμαν έγινε ποδοσφαιριστής, ο οποίος φόρεσε το “τριφύλλι” του Παναθηναϊκού και το ελληνικό εθνόσημο στα μικρά κλιμάκια. Επιθετικός, συνέχισε σε μικρούς συλλόγους της Αττικής.

Ο πατέρας του άφησε το προπονητιλίκι, το οποίο τον ταξίδεψε σε δέκα διαφορετικές χώρες για λογαριασμό 19 ομάδων (δίχως να υπολογίζουμε την Κολωνία, στην οποία είχε χρηματίσει βοηθός παράλληλα με παίκτης), για να αφοσιωθεί στην υγεία της πιο μικρής κόρης του. Της Εσμεράλντα, η οποία διαγνώστηκε με νεφρωσικό σύνδρομο.

Πίσω στις ΗΠΑ. Για λίγο, έκανε τον πωλητή αυτοκινήτων. Ευκαιρία βασικά να γυρίσει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και να πάρει το πτυχίο του στις Γενικές Σπουδές, με εξειδίκευση στη δημοσιογραφία. Στα 65 του φόρεσε τήβεννο και αισθάνθηκε περήφανος όσο λίγες φορές.

«Από πέντε ετών παιδί, μόνο μπάσκετ ήξερα να παίζω. Μου ήρθαν εύκολα κάποια πράγματα και σπατάλησα ταλέντο και λεφτά. Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού μου», έχει παραδεχτεί.

Σοβαρά δοκιμαζόταν την ίδια εποχή και η δική του υγεία. Ένας όγκος που εντοπίστηκε στον εγκέφαλο τον πήρε από κοντά μας στην Οξφόρδη του Μισισίπι στις 23 Απριλίου 2019.

«Όλα τα εχτές μας φώτισαν τρελλούς
στο δρόμο προς τη σκόνη του θανάτου.
Σβήσου, μικρό κερί! Η ζωή δεν είναι
παρά ήσκιος διαβατάρικος, φτωχός,
θεατρίνος, που κορδώνεται κι αφρίζει
στη σκηνή για τη λίγη του την ώρα,
κι έπειτα κανείς δεν τον ακούει,
είναι το παραμύθι που ένας βλάκας
το λέει, γεμάτο λύσσα και φωνές,
δίχως κανένα νόημα».

Σε μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη ο μονόλογος του σαιξπηρικού Μάκβεθ, από τον οποίον άντλησε τον τίτλο «The sound and the fury» o Φώκνερ.

Και κορδώθηκε και άφρισε και λύσσαξε και φώναξε το πατριωτάκι του. Το κερί του ωστόσο έσβησε, μόνο αφότου είχε βρει το νόημα, το δικό του νόημα, στα γήπεδα του μπάσκετ.

Πηγή: Athletestories