Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Βιώνουμε την εποχή με την επανάσταση των παραδόξων, το περιβάλλον μας έχει κατακλυστεί από αντιφατικές αλλαγές, με μόνιμη επωδό την εξέλιξη, κι όμως το ταλέντο παραμένει η μια και μοναδική σταθερά σε θέση να ανατρέψει τις αξιολογικές προτεραιότητες και κρίσεις στη ζωή μας.

Ταλέντο, δουλειά, συμπτώσεις και μια αδήριτη εσωτερική ανάγκη επιβεβαίωσης. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις της επιτυχίας, οι θυσίες και τα όρια του καθενός μακραίνουν και τον ορίζοντά του.

Εκείνο τον καιρό στο Φορτ Λοντερντέιλ της Φλόριντα, οι μοναδικές διέξοδοι για τα νέα παιδιά που ονειρεύονταν να γίνουν αθλητές και αθλήτριες ήταν η κολύμβηση και το τένις. Στα γήπεδα του Holiday Park, μια κομψή ξανθιά φιγούρα χτυπούσε αλύπητα στο crosscourt δεκάδες, εκατοντάδες μπάλες κάθε μέρα. Σε σχέση με τα άλλα κορίτσια και αγόρια, εκείνη η φιγούρα επέμενε σχεδόν εμμονικά στο backhand στην γραμμή, κυνηγούσε να χτυπήσει δεύτερη και τρίτη και δέκατη φορά το ίδιο σημείο. Κάθε βολή προσγειωνόταν σε απόσταση λίγων εκατοστών από το ίδιο σημείο, αλλά το κορίτσι επέμενε. Δεν έμενε ανέκφραστη, όπως αργότερα, δεν είχε ακόμη υιοθετήσει το τικ με το τίναγμα του μαλλιού, άλλωστε εκείνα τα χρόνια τα χτενίσματα ήταν ακόμη πολύ συγκεκριμένα.

Ήταν ένα κορίτσι “καλό”, “καθαρό”, εντύπωση δεν προκαλούσαν τα προσόντα του αλλά η προσήλωση, η συγκέντρωση, η παροιμιώδης ψυχραιμία. Η Κρις Έβερτ από πολύ νεαρή επέλεξε το δημόσιο προφίλ της. Από εκείνα τα γηπεδάκια στο Holiday Park μέχρι το Rolland Garros είχε ακριβώς την ίδια συμπεριφορά, την ίδια κινησιολογία και έναν και μοναδικό ορίζοντα: την κορυφή.

Δεν διέθετε τα φυσικά όπλα, δεν ήταν προικισμένη από τον Θεό, δεν ανάβλυζε μούσκουλα, όπως άλλες συναθλήτριές της. Το όπλο στη φαρέτρα της ήταν το ζεν, η απόλυτη συγκέντρωση, η απομόνωση από τα εγκόσμια με το που έσφιγγε την παλάμη της στη ρακέτα.

Πιθανότατα μιλάμε για την πρώτη γυναίκα-μηχανή στην ιστορία του τένις, την «κόρη του πάγου», όπως αρέσκοντο να την αποκαλούν οι δημοσιογράφοι, την πρώτη που ανέδειξε την αξία της επανάληψης και τη λογική της συνέπειας. Σταθερή και αμετακίνητη στο στυλ και στις απόψεις της για το άθλημα, γεννήθηκε baseliner και παρέμεινε τέτοια, παρά το γεγονός ότι τότε στις ΗΠΑ είχε συναρπάσει το εντυπωσιακό και αγχωτικό παιχνίδι της Μπίλι Τζιν Κινγκ, με τα διαρκή ανεβάσματα στο φιλέ και τις δραματικές διακυμάνσεις.

Η Κρις Έβερτ δεν ήθελε να δραματοποιεί το παραμικρό. Η αριστοκρατική της προσέγγιση, η επιλογή της “σταθεράς” ερχόταν σε άμεση αντιδιαστολή με τη νέμεσή της, Μαρτίνα Ναβρατίλοβα, η οποία έμοιαζε γεννημένη για να γίνει η κορυφαία αθλήτρια του τένις. Είναι πολύ μεγάλη υπόθεση η αυτογνωσία και οι διακριτοί ρόλοι των προτερημάτων και των μειονεκτημάτων σε ένα τόσο μοναχικό σπορ όπως το τένις. Η Μαρτίνα είχε το βίαιο σερβίς, τα αγχώδη ακροβατικά της, τα ειρωνικά drop, τα volley που γρύλιζαν. Θύμωνε, δάκρυζε, αντιδρούσε, έβαζε συναίσθημα και στην ήττα και στον θρίαμβο.

Η Κρις τα βίωνε όλα μέσα της, δεκάδες εναλλασσόμενα συναισθήματα στο αόρατο εσωτερικό φίλτρο διαχείρισης καταστάσεων, με τον εγκέφαλο να δίνει εντολή ακόμα και για τις αυξομειώσεις των παλμών.

Όλα υπό αυτό το ξανθό, “καλό”, “καθαρό” περιτύλιγμα. Παίζει ρόλο τελικά η εικόνα, κακά τα ψέματα. Το κοινό έχει μάθει, έχει προπαρασκευαστεί ορθότερα, για να κρίνει ένα βιβλίο από το εξώφυλλο, αξιολογεί μια είδηση που περνά από μπροστά του μονάχα από τον τίτλο, κατηγοριοποιεί γυναίκες και άνδρες βάσει των στερεοτύπων του. Η Κρις ήταν συγκλονιστικά γρήγορη τενίστρια, ελάχιστα κάτω από τη Ναβρατίλοβα, κι όμως το θυμικό έχει κρατήσει τη Μαρτίνα ως “τέρας” και την Έβερτ ως λεπτεπίλεπτη και πιο τεχνική.

«Μαρτίνα Ναβρατίλοβα – Κρις Έβερτ Λόιντ και πάλι ο Τελικός». Έτσι την έχει μάθει το ελληνικό κοινό, με δυο επώνυμα. Ήταν πάντοτε η ξανθιά Αμερικανίδα που απειλεί την πρωτοκαθεδρία της Ναβρατίλοβα. Συνάρπαζε περισσότερο η Μαρτίνα, τα ’80s ήταν μια εποχή αντιθέσεων και οτιδήποτε έξω από τη νόρμα γινόταν η νόρμα.

Η Κρις Έβερτ είχε στρατηγική, έπαιζε ένα “σκεπτόμενο” τένις, εξαιρετικά δύσκολο τότε να γίνει αντιληπτό από τον μέσο θεατή. Δεν έκανε άσκοπα ανεβάσματα ποτέ, προτιμούσε το παράλληλο παιχνίδι στο όριο της πίσω γραμμής, ακόμα κι όταν ανέβαινε στο φιλέ για ένα drop shot, απομακρυνόταν άμεσα και επέστρεφε στο safety zone της, το οποίο τής επέτρεπε να εκμεταλλευτεί τον πλήρη και μεγάλο διασκελισμό της, το χαμηλό κέντρο βάρους και τις αλλαγές κατευθύνσεων.

Στους άνδρες, μόνο ο Μποργκ επεδείκνυε ανάλογη συμπεριφορά στα courts, αλλά ο Σουηδός ήταν ούτως ή άλλως μια αλλόκοτη ιστορία από μόνος του.

Η Έβερτ φρόντιζε να βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, στόχευε σε ένα παιχνίδι “προσδοκιών”, προετοιμαζόταν και υπνώτιζε τον αντίπαλο για την αδύνατη βολή, την αναπάντεχη απάντηση. Επί της ουσίας επρόκειτο για μια σκόπιμη άτακτη δράση μέσω αυτοματοποιημένων αποκρίσεων στις απαιτήσεις των αγώνων.

Όταν η Κρις άκουγε το χτύπημα ενός γρήγορου topspin forehand από τη ρακέτα της αντιπάλου της, έσπευδε στο σημείο, χαμήλωνε πόδια, γοφούς και ώμους και έστριβε τη ρακέτα με το ένστικτο και μόνο. Είχε δουλέψει πάρα πολύ με τη ρακέτα.

Η σχέση της μαζί της ήταν προϊόν εκατοντάδων ωρών δουλειάς, η χρυσή τομή μεταξύ των γεωμετρικών θέσεων της ρακέτας, της ισορροπίας και της ταχύτητας των ποδιών της από την άλλη ήταν γενετικό χάρισμα.

Εκατοντάδες συνδυασμοί διαφορετικών βαθμίδων ύψους, χιλιάδες συνδυασμοί ταχυτήτων και περιστροφών, κι όμως κατόρθωνε με το σταθερό πόδι καρφωμένο στην γραμμή να περάσει απίθανες μπάλες στο απέναντι μισό. Ο απόλυτος συντονισμός ματιού και χεριού, έκρηξη, οξυδέρκεια, ισορροπία, ευελιξία και αυτή η τόσο σπάνια νευρολογική αρμονία. Σε συνδυασμό με το ένστικτο και την κόντρα εικόνα της, το αποτέλεσμα ήταν χάρμα ιδέσθαι.

Εάν η Ναβρατίλοβα έγραφε βαριά μυθιστορήματα, η Κρις Έβερτ έγραφε ποίηση. Δυσνόητη, ασύμμετρη ποίηση. Εάν δεν ήταν τενίστρια, εάν είχε γεννηθεί στο Γουισκόνσιν και όχι στη Νότια Φλόριντα, θα είχε γίνει μια σπουδαία αθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ. Κομψή, αέρινη, αρμονική και μοναδικά υπέροχη, σαν καλοσμιλεμένο διαμάντι, όπως εκείνα που δένονταν γύρω από τον καρπό της.

Είναι μια εξαιρετική ιστορία, άμεσα αναγνωρίσιμη από τους λάτρεις των κοσμημάτων, το βραχιόλι της Κρις Έβερτ. Πάντοτε φρόντιζε να φοράει στον καρπό της ένα τέτοιο βραχιόλι με διαμάντια pavé, τα οποία όπως είχε πει «υποδηλώνουν μια συγκεκριμένη κατάσταση εντός κι εκτός γηπέδου». Η παράδοση έρχεται από τη δεκαετία του ’20, ενέχει μια εντελώς ξεχωριστή διαχρονικότητα και πλέον θεωρείται κλασσική.

Η Κρις Έβερτ εισήγαγε την τάση από τα μέσα των ’70s κιόλας, στην εποχή της ντίσκο και της πολυτέλειας χαμηλών τόνων που καμία σχέση δεν είχε με την υπερβολή της δεκαετίας του ’80.

Η Έβερτ επέμενε στην κλασσική προσέγγιση, αυτό το βραχιόλι ήταν κάτι σαν προσωπική θέση απέναντι στα πράγματα, σαν αυτοπροσδιορισμός. Το 1987 στο US Open, είχε σταματήσει ολόκληρο το τουρνουά, μέχρι να το ξαναβρεί, δημιουργώντας φρενίτιδα στο γυναικείο κοινό και τον Τύπο.

Κάθε τι που έκανε δημιουργούσε φρενίτιδα από ένα σημείο και μετά, όχι μόνο εντός courts, κυρίως έξω από αυτά. Το love story με τον Τζίμι Κόνορς, η “προδοσία” να επιλέξει την καριέρα της και να μην γίνει μητέρα πολύ νωρίς, χάνοντας τα πάντα. Όλα τιμήματα και επιλογές ζωής.

Προέτασσε το τένις, διότι ήθελε να διαγράψει τη δική της τροχιά μέχρι τον αστερισμό των (πολύ) μεγάλων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μονομαχίες της με τη Ναβρατίλοβα έμειναν στην ιστορία. Η Γκραφ ήταν ακόμη νέα, η Κιλς και η Σούκοβα δεν την είχαν καν νικήσει, η Κάθι Τζόρνταν, η Παμ Σράιβερ, η Γκαμπριέλα Σαμπατίνι και η Κάθι Ρινάλντι, παρότι ταλαντούχες, είχαν κραυγαλέες αδυναμίες και λύγιζαν πάντοτε μπροστά στην απρόσμενη πειθαρχία και τον “φυσικό” εκφοβισμό της Έβερτ.

Η Αμερικανίδα είχε περάσει από όλα τα στάδια, δούλεψε και τον εαυτό της και με τον εαυτό της, προκειμένου να εφευρίσκει αναζωογονητικές προοπτικές σε ένα τόσο συντεταγμένο άθλημα όπως το τένις, με άπειρες δυσκολίες στη διαχείριση του περιβάλλοντός του.

Κάθε αγώνας ήταν ένα μικρό επεισόδιο στη ζωή της, μια βελτίωση του ήδη εκπληκτικά προικισμένου αθλητικού ταλέντου της. Ταλέντο ανακατεμένο με θέληση, πείσμα και απόλυτη προσήλωση.

Στο clay δεν έχανε ποτέ. Κυριολεκτικά. Μεταξύ Αυγούστου του 1973 και Μαΐου του 1979 νίκησε σε 125 διαδοχικούς αγώνες στο χώμα, χάνοντας μόνο επτά σετ. Έχασε σε ένα συγκλονιστικό tie break από την Τρέισι Όστιν στο Ιταλικό Open του 1979 και ξανακέρδισε τους επόμενους 72 αγώνες της στο χώμα. Ήταν αδύνατον να την νικήσεις στο χώμα, αποστολή αυτοκτονίας. Όσο και το US Open παιζόταν σε χωμάτινη επιφάνεια, είχε τρεις κατακτήσεις, τις άλλες τρεις τις κέρδισε αργότερα. Επτά γαλλικά Open, τουλάχιστον ένας τίτλος Grand Slam επί 13 συναπτά έτη, 52 από τις 56 συμμετοχές με παρουσία στον ημιτελικό. Αδιανόητο για εποχές που ούτε η ιατρική ούτε η επιστημονική εν γένει υποστήριξη ήταν προηγμένες στο τένις.

Εάν είχε επιλέξει να συμμετέχει σταθερά στο Αυστραλιανό Open, δεν θα βρισκόταν να ισοβαθμεί στην τέταρτη θέση με τις πιο επιτυχημένες γυναίκες στην ιστορία του αθλήματος. 1309 νίκες, 146 ήττες, ποσοστό νικών 90% (!), μιλάμε για την καλύτερη επίδοση στην ιστορία του επαγγελματικού τένις.

Η επιρροή της και η επιδραστικότητά της από τα 16 της χρόνια, όταν και ξεκίνησε, ήταν συγκλονιστική σε όλα τα κορίτσια στις Ηνωμένες Πολιτείες, προσέδωσε τεράστια απήχηση στο υποβαθμισμένο γυναικείο τένις, το έκανε ακόμα και «μόδα». Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συμβεί κάτι ανάλογο, δεν συνέβη και στο μέλλον. Una tantum.

H σχέση -και ο χωρισμός- με τον Κόνορς, ο γάμος με τον Τζον Λόιντ, από τον οποίον μας έμεινε με το «Κρις Έβερτ Λόιντ», o δεύτερος γάμος με τον Ολυμπιονίκη σκιέρ, Άντι Μιλ, ο τρίτος το 2006 με τον διάσημο γκόλφερ, Γκρεγκ Νόρμαν, τα εξώφυλλα στο «Sports Illustrated», το βραχιόλι, τα μαλλιά της, η κόντρα με τη Μαρτίνα.

“Γεμάτη” καριέρα, “γεμάτη” ζωή, ένα βαθιά προσωπικό ταλέντο που η ίδια επέλεγε πότε και πώς θα εκδηλώσει.

Υπερβατό, επίταξη επιθέτου, διασκελισμός, πολυσημία, παρομοίωση, προσωποποίηση, αλληγορία.

Μια μηχανική, ασύμμετρη τελειότητα.

Πηγή: Athletes’ Stories