Επιλογή Σελίδας

Επιμέλεια, Γιώτα Κουνάλη

Αν θέλεις να νικήσεις σε κάτι, τρέξε στα 100 μέτρα. Αν θέλεις να ζήσεις κάτι συγκλονιστικό, τρέξε στο μαραθώνιο“. Αυτή η φράση βγήκε από τα χείλη του Εμίλ Ζάτοπεκ και όσοι συμμετείχαν στον 31ο Κλασικό Μαραθώνιο ή έχουν τερματίσει σε ένα άλλο μαραθώνιο, μάλλον θα τον καταλαβαίνουν.

Ο Ζάτοπεκ δεν έτρεξε ποτέ στην κλασική διαδρομή, αλλά σίγουρα θα το απολάμβανε. Έφυγε από τη ζωή πριν από είκοσι ένα χρόνια, αφήνοντας πίσω μόνη τη γυναίκα της ζωής του και μια καριέρα που άλλη σαν εκείνη δεν υπήρξε. Θεωρείται ο σπουδαιότερος δρομέας μεγάλων αποστάσεων.

Άφησε την τελευταία του πνοή σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο της Πράγας. Υπέστη βαρύ εγκεφαλικό και ίσως εκείνο το μήνα της νοσηλείας του, να… έτρεξε ξανά στους αγώνες που τον έκαναν θρύλο.

Στο Λονδίνο το 1948, στα 5.000 και στα 10.000 μέτρα, στο Ελσίνκι τέσσερα χρόνια μετά, στα 5.000, στα 10.000 και στο μαραθώνιο! Μόνο εκείνος κατάφερε να ολοκληρώσει το κατόρθωμα του Ελσίνκι και να ξεπεράσει το μύθο του αγαπημένου αθλητή του, του Φινλανδού Πάαβο Νούρμι (σ.σ. 12 μετάλλια σε τρεις Ολυμπιακούς Αγώνες μέχρι το 1928).

Κατέρριψε 18 παγκόσμια ρεκόρ σε μια καριέρα που κράτησε 17 χρόνια. Έσπασε το φράγμα των 29 λεπτών στα 10.000 μέτρα. Έτσι όπως έτρεχε, σαν να υπέφερε, έτοιμος να καταρρεύσει, σαν τρελός. Πρέπει να ήταν σοκ για τους αθλητές που έτρεχαν για πρώτη φορά δίπλα του, να τον βλέπουν έτσι. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να αγαπάει τον αθλητισμό και να μη γνωρίζει πως το παρατσούκλι του Ζάτοπεκ ήταν “ατμομηχανή”.

Ο ίδιος, άνθρωπος με εξαιρετικό χιούμορ, έλεγε για το αγωνιστικό… στυλ που δεν είχε: “Δεν είμαι αρκετά ταλαντούχος για να τρέχω και να χαμογελάω ταυτόχρονα“.

Υπήρξε ήρωας για τους Τσεχοσλοβάκους. Ενός έθνους που έχει αναδείξει θρυλικούς αθλητές. Όταν άσκησε κριτική για την έφοδο των Σοβιετικών στη χώρα το 1968 και το καθεστώς τον απομάκρυνε από το στρατό, ο κόσμος τον αγκάλιασε ακόμα περισσότερο.

Ο Ζάτοπεκ γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1922 στην πόλη Κοπρίβνιτσε στη Βόρεια Μοραβία, το έβδομο από τα οκτώ παιδιά ενός ξυλουργού και μιας νοικοκυράς. Έφυγε από το σπίτι για να κερδίσει τη ζωή του στα 16 και στα 18 έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο παπουτσιών. Ξεκίνησε να τρέχει με το ζόρι. Συνέχισε γιατί εβγαινε συνέχεια δεύτερος. Ήθελε να νικήσει.

Όταν πήγε στο στρατό, εκεί ξεκίνησε να σχηματίζεται ο σπουδαίος αθλητής που έγινε στη συνέχεια. Τον πρώτο χρόνο προπονούνταν τη νύχτα, έτρεχε φορώντας τις αρβίλες του και με ένα φακό στο χέρι. Με βάρη περασμένα στα πόδια του, έκανε ποδήλατο επί ώρες. Έτρεχε όσο περισσότερο μπορούσε, κρατώντας την αναπνοή του. Συνήθιζε να χάνει τις αισθήσεις του.

Ένας αθλητής δεν μπορεί να τρέχει με χρήματα στις τσέπες. Πρέπει να αγωνιστεί με ελπίδα στην καρδιά του και όνειρα στο κεφάλι του“.

Δίχως να του το πει κανείς, ξεκίνησε να κάνει προπόνηση με εναλασσόμενες ασκήσεις. Αντί να τρέχει 10.000 μέτρα για να προετοιμαστεί για έναν αγώνα, έτρεχε πέντε επαναλήψεις των 200 μέτρων, μετά 20 επαναλήψεις των 400 μέτρων, μετά ξανά πέντε φορές τα 200 μέτρα δίχως να κόβει το ρυθμό του. Ανέβασε τον… πήχη στις 400 επαναλήψεις.

Στο Ελσίνκι το 1952 είχε ήδη καταρρίψει το ολυμπιακό ρεκόρ στα 5.000 και στα 10.000 μέτρα. Είχε δηλώσει συμμετοχή στο μαραθώνιο. Ήταν η πρώτη συμμετοχή του. Λίγο πριν τα μισά της διαδρομής έφτασε το φαβορί, τον Βρετανό Τζιμ Πίτερς.

Τον ρώτησε σε άψογα αγγλικά (σ.σ. ο Ζάτοπεκ μιλούσε εννιά γλώσσες): “Τζιμ, είναι γρήγορος ο ρυθμός;“. Όχι του απάντησε ο Πίτερς. Έτσι ο Ζάτοπεκ άνοιξε το ρυθμό του, ο Πίτερς δεν κατάφερε να τον ακολουθήσει, τον έπιασαν κράμπες και εγκατέλειψε.

Όταν ο Ζάτοπεκ τερμάτιζε και τον ανέβαζαν στους ώμους τους οι Γιουγκοσλάβοι αθλητές στα 4χ400μ. οι υπόλοιποι μαραθωνοδρόμοι έμπαιναν στο στάδιο. “Ο Μαραθώνιος είναι ένας πολύ βαρετός αγώνας“, δήλωσε μετά στους δημοσιογράφους.

Ωστόσο τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης, αποφάσισε να αγωνιστεί ξανά στο μαραθώνιο. Ενάντια στη θέληση των γιατρών αφού μόλις έξι εβδομάδες νωρίτερα είχε κάνει επέμβαση κήλης. Αγωνίστηκε σε εκείνη τη ζεστή μέρα, τερμάτισε 6ος και στον τερματισμό συνεχάρη τον νικητή, τον Γάλλο φίλο του Αλείν Μιμούν. Τόσες φορές είχε χάσει ο Γάλλος εξαιτίας του. Ο Μιμούν έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Ιούνιο και πήγε να βρει τον αδερφό του, όπως τον αποκαλούσε, εκεί ψηλά.

Με τον Αλέν Μιμούν

Αποχώρησε από την ενεργό δράση το 1958. Δέκα χρόνια μετά υποστήριξε θερμά την Άνοιξη της Πράγας.  Όμως οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία, ο Ζάτοπεκ έχασε τη θέση του στο στρατό και εκδιώχθηκε από το κομμουνιστικό κόμμα.  Δεν του επέτρεπαν να δουλέψει στην Πράγα.

Ο ήρωας των Ολυμπιακών Αγώνων καθάριζε δρόμους για να ζήσει, αλλά όταν καταλάβαιναν οι περαστικοί ποιος κρατούσε τη σκούπα και τον τενεκέ, μάζευαν τα σκουπίδια μαζί του. Το καθεστώς τον δέχθηκε πίσω και εργάστηκε στο υπουργείο αθλητισμού.

Συνταξιοδοτήθηκε στα 60 του χρόνια. Είχε σταματήσει να τρέχει, αφού αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο και το 1975 του απονεμήθηκε το βραβείο “Πιέρ ντε Κουμπερτέν” γιατί σε όλη του τη ζωή υπήρξε πρεσβευτής του “fair play”.

“Θέλω να δω όλο τον υπέροχο κόσμο γύρω μου. Γνωρίζω τόσους ανθρώπους, τόσες καινούργιες ιδέες. Βλέπετε εμείς οι αθλητές είμαστε σαν τα παιδιά. Δεν ξέρουμε τίποτα για τη ζωή. Μόνο να προπονούμαστε και να συμμετέχουμε σε αγώνες. Γνωρίζουμε μόνο άλλους αθλητές“, έλεγε.

Το 1948 δεν τον είχε πειράξει, όταν άρχισε να φλερτάρει την πρωταθλήτρια του ακοντισμού, Ντάνα Ίνγκροβα. Βιαστικός όπως πάντα της έκανε πρόταση γάμου κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων και πήγε για να αγοράσει βέρες. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς παντρεύτηκαν στην Πράγα.

Το 1952 εκτός από τα γενέθλια τους (γεννημένοι και οι δύο στις 19 Σεπτεμβρίου) μοιράστηκαν μαζί μια ανεπανάληπτη στιγμή. Η Ντάνα Ζατόπκοβα, πλέον, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο ακοντισμό και ο σύζυγος της το χρυσό στα 5.000μ.! Στην απονομή η Ντάνα φορούσε το δαχτυλίδι του γάμου της, φτιαγμένο από τις βέρες που είχε αγοράσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα η “ατμομηχανή” στο Πικαντίλι.

Στην επέτειο του θανάτου του άντρα της δεν είναι ποτέ μόνη. Έρχονται φίλοι και της κάνουν παρέα στο μικρό διάρι που ζει, καθώς το διάσημο ζευγάρι δεν απέκτησε ποτέ παιδιά. Οι φωτογραφίες του “Τόπεκ”, όπως τον αποκαλεί,  βρίσκονται στο χολ και οι στάχτες του σε ένα μπλε βάζο επάνω στο τζάκι.

Όταν οι φίλοι μας έρχονται επίσκεψη, παίρνουμε το βάζο κοντά μας, βάζουμε δίπλα και ένα ποτήρι κρασί και του μιλάμε σαν να βρίσκεται εδώ μαζί μας“, είχε δηλώσει σε συνέντευξη της το 2012.

Είναι μια δραστήρια 91χρονη που κάνει καθημερινά τις δουλειές της, ενώ το κοντάρι της σκούπας της είναι το ακόντιο με το οποίο κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ελσίνκι! “Ήταν δική του ιδέα. Στην αρχή ενοχλήθηκα, αλλά να που έχει αντέξει 50 χρόνια“. 

Το “χρυσό” ακόντιο έγινε κοντάρι σκούπας

Οι Ζάτοπεκ θα μπορούσαν να είχαν φύγει από την πρώην Τσεχοσλοβακία, δεν το έκαναν. “Είπαμε όχι. Δεν θα φεύγαμε ποτέ να ζήσουμε αλλού. Η χώρα μας είχε προβλήματα και αποφασίσαμε να μείνουμε. Ήμασταν αθλητές, πιστεύαμε πως θα επιβιώσουμε και τα καταφέραμε“.

Ο Ζάτοπεκ πίστευε στον αγώνα, όχι στα μετάλλια. Ίσως για αυτό χάρισε το χρυσό μετάλλιο που κέρδισε στα 10.000μ. στο Ελσίνκι στον Αυστραλό Ρον Κλαρκ. Σπουδαίος αθλητής και ο ίδιος δεν κατέκτησε ποτέ χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, έτσι σε μια επίσκεψη του στο σπίτι των Ζάτοπεκ το 1968 το είδωλο του του χάρισε το μετάλλιο και το σημείωμα που συνόδευε το δώρο έγραφε “όχι για τη φιλία μας, αλλά γιατί το αξίζεις“. Ο Κλαρκ αποκάλυψε την ιστορία μετά το θάνατο του φίλου του.

Πηγή: Sport 24