Επιλογή Σελίδας

Ασυμβίβαστος, λάτρης της πειθαρχίας, αντισυμβατικός, πρωτοπόρος, ατίθασος, ατακαδόρος… Με δυο λόγια: Ερνστ Χάπελ.

Ο πρώτος προπονητής στην ιστορία που έφτασε στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με δύο διαφορετικές ομάδες: Τη Φέγενορντ (1970) και το Αμβούργο (1983).

Ακόμα και σήμερα παραμένει ο μοναδικός που έχει καταφέρει να φτάσει στον τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης με τρεις διαφορετικές ομάδες, καθώς το 1978 διεκδίκησε και με την Μπριζ το τρόπαιο κόντρα στη σπουδαία Λίβερπουλ του Μπομπ Πέισλι.

Η μοναδική φορά που δεν μπόρεσε να κερδίσει τα πάντα ή έστω όλα τα υπόλοιπα ήταν στις 14 Νοεμβρίου του 1992, όταν, σε μια κλινική του Ίνσμπρουκ άφηνε την τελευταία του πνοή απέναντι ίσως στον μοναδικό αντίπαλο που δεν μπόρεσε να νικήσει: τον καρκίνο του πνεύμονα.

Ως ποδοσφαιριστής

«Δεν εύχομαι σε κανέναν προπονητή να έχει παίκτες όπως εγώ», είχε δηλώσει. Ως ποδοσφαιριστής ήταν πολύ ατίθασος και δεν έμπαινε σε καλούπια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τους εκάστοτε προπονητές του.

Το παραδεχόταν και ο ίδιος: «Όσο λιγότερη εκτίμηση είχα για έναν προπονητή, τόσο πιο δυσάρεστος γινόμουν». Αν και ήταν εξαιρετικός στόπερ, δεν έκανε ποτέ το βήμα παραπάνω.

Γεννημένος στις 29 Νοεμβρίου 1925 στη Βιέννη, πέρασε όλη του την ποδοσφαιρική ζωή στην τοπική Ραπίντ, από το 1942 μέχρι το 1959 με εξαίρεση τη διετία 1954-1956, κατά την οποία αγωνίστηκε στη Ρασίνγκ Παρί.

Αν και στόπερ είχε έφεση στο σκοράρισμα, και σε 240 εμφανίσεις με τη Ραπίντ σημείωσε 25 γκολ, ενώ με τη Ρασίνγκ κατέγραψε 42 εμφανίσεις και 9 γκολ.

Η… μετανάστευση στη Γαλλία έκρυβε αρκετό παρασκήνιο. Είχε στοχοποιηθεί από τον Τύπο της Αυστρίας μαζί με τον τερματοφύλακα Ζέμαν, μετά την ήττα της εθνικής του από τη Γερμανία με 6-1 στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954.

Έπειτα από αυτό το γεγονός, ο Χάπελ έφυγε για τη Γαλλία και οι σχέσεις του με τους συμπατριώτες του δημοσιογράφους δεν εξομαλύνθηκαν ποτέ.

Aν κρίνει κανείς από το παρακάτω video, δεν τα είχε καλά ούτε με τους Βέλγους κάμεραμεν. «Κάνε πίσω φίλε, δεν βλέπω τίποτα», είπε στον άνθρωπο που τράβηξε το συγκεκριμένο πλάνο.

Τέσσερα χρόνια αργότερα συμμετείχε και πάλι με την εθνική Αυστρίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Σουηδίας, ενώ χρίστηκε διεθνής για τελευταία φορά τον Σεπτέμβριο του 1958 σε ματς με τη Γιουγκοσλαβία.

Συνολικά, ο σπουδαίος αμυντικός της Ραπίντ Βιέννης και της Ρασίνγκ Παρί φόρεσε 51 φορές τη φανέλα με το εθνόσημο και σημείωσε 5 γκολ.

Ενδεικτική της κλάσης του η εμφάνιση κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης για το Κύπελλο Πρωταθλητριών στις 11 Νοεμβρίου 1956, όταν πέτυχε χατ-τρικ (με δύο φάουλ κι ένα πέναλτι), συνέβαλε τα μέγιστα για το 3-1 και είχε δοκάρι, αλλά τότε δεν ίσχυε ο κανονισμός των εκτός έδρας γκολ.

Οι «μερένγκες» είχαν επιβληθεί 4-2 στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» και η σειρά οδηγήθηκε σε τρίτο ματς (σ.σ. στο ίδιο γήπεδο), όπου η Ραπίντ ηττήθηκε 2-0 και αποκλείστηκε.

Αν ίσχυε τότε ο κανονισμός των εκτός έδρας γκολ, η Ρεάλ δεν θα είχε φτάσει στο ρεκόρ των 5 διαδοχικών κατακτήσεων κι αν τα 28 χρόνια δεν ήταν το ηλικιακό όριό τους για την απόκτηση παικτών, ο 31χρονος τότε Χάπελ μάλλον θα είχε φορέσει τη φανέλα της.

Έγραψε ιστορία ως προπονητής

«Η προπονητική απαιτεί φυσικό χάρισμα. Επιστημονικά δεν μπορείς να τη μάθεις», έχει αναφέρει με άκρα σοβαρότητα.

«Δεν θα ήθελα να είναι το ποδόσφαιρο το χόμπι μου, διότι τότε θα είχα ελάχιστο χρόνο για τη συλλογή γραμματοσήμων», έχει δηλώσει με χιούμορ.

Ως προπονητής, πάντως, κάθε άλλο παρά αστειευόταν. Πιο πολύ «έκανε πλάκα» στους αντίπαλους προπονητές. Σαν μια νεράιδα να τον άγγιξε με το μαγικό της… τσιγάρο, καθώς ο Χάπελ κάπνιζε μανιωδώς, και να άλλαξε όλη τη νοοτροπία που είχε ως ποδοσφαιριστής.

Το τρίπτυχο που ακολουθούσε ήταν: Πειθαρχία, πειθαρχία, πειθαρχία. Ήταν λάτρης του επιθετικού παιχνιδιού και του άρεσε το θέαμα. Δεν φοβόταν να πάρει ρίσκα και να χρεωθεί την αποτυχία.

«Έχουμε υπερβολικά πολλούς φοβισμένους προπονητές και συλλόγους. Πάντα δέκα παίκτες με την πλάτη στον τοίχο. Έτσι φεύγει ο κόσμος από τα γήπεδα», αλλά και: «Αν θα κερδίσω, εξαρτάται από μένα. Αν κάνω λάθος, εξοργίζομαι». Ήταν δύο από τις ατάκες του Χάπελ, ενδεικτικές της φιλοσοφίας του.

Οι προπονήσεις του ήταν σκληρές, σύντομες, πάντα σε τεράστια ένταση και πάντα περιείχαν μπάλα. Γιατί; Την απάντηση την έχει δώσει ο ίδιος: «Ένας παίκτης δεν πρέπει μόνο να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει… Ακόμη κι εγώ μπορώ να τρέχω μαζί με την μπάλα».

Οι σημειώσεις του από την κατασκοπία του αντιπάλου δεν ήταν παρά λίγες λέξεις πάνω στο τσιγαρόχαρτό του. Στις οδηγίες του δεν έλεγε πολλά. Χρησιμοποιούσε, μάλιστα, ένα μείγμα βιεννέζικων, ολλανδικών, φλαμανδικών και σπαστών αγγλικών. Κατά τον Φέλιξ Μάγκατ ήταν επιτηδευμένη συμπεριφορά, προκειμένου οι άσοι του να είναι διαρκώς συγκεντρωμένοι και σε εγρήγορση.

Οι παίκτες του τον λάτρευαν, όχι τόσο γιατί ήταν καλός ή ευγενικός μαζί τους, αλλά γιατί τους έκανε καλύτερους, έπαιρνε το μάξιμουμ από αυτούς και κυρίως ήξεραν ότι μαζί τους θα έπεφτε και στη φωτιά.

«Όποιος γουστάρει χάδια, να πάει στη μαμά του», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά, όπως και το εξής: «Δεν είμαι φίλος με τους ποδοσφαιριστές. Δουλεύω από απόσταση».

Είχε απαιτήσεις από τους παίκτες του, ενώ έδινε μεγάλη σημασία στον αυτοσχεδιασμό και στο πηγαίο ταλέντο: «Ένας καλός μέσος έχει μάτια στην πλάτη, αυτό είναι όλο το μυστικό», αλλά και: «Εν πρώτοις πρέπει να έχεις καλή ομάδα. Ένας γάιδαρος δεν μπορεί ποτέ να γίνει άλογο κούρσας».

Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Δεν του άρεσε να μιλάει πολύ, σχεδόν καθόλου. Απεχθανόταν τα mind games. Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν από τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978 μεταξύ της Ολλανδίας που προπονούσε και της Αργεντινής είχε πει στους παίκτες του δύο λέξεις: «Νίκη κύριοι».

Όταν ήταν στην Μπριζ είχε διώξει από τα αποδυτήρια τον δήμαρχο της πόλης επισημαίνοντάς του πως «εδώ υπάρχει μόνον ένας δήμαρχος, ΕΓΩ».

Ήταν, επίσης, λάτρης της ζώνης στην άμυνα. Είχε τονίσει: «Αν επιτρέψω τo man to man, τότε δεν έχω στο γήπεδο 11 παίκτες, αλλά 11 γαϊδούρια». Του άρεσε να ανεβάζει την άμυνα ψηλά, να παίζει επιθετική άμυνα και να πρεσάρουν οι ομάδες του διαρκώς μην αφήνοντας χώρους στον αντίπαλο. Ήταν αυτός που τελειοποίησε και την καινοτομία του τεχνητού οφσάιντ.

Τα παραπάνω ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, δεδομένου ότι τα βλέπουμε σήμερα. Θέλετε και το κερασάκι στην τούρτα, τη γνώμη του για τον κλασικό επιθετικό; «Πιστεύω ότι η εποχή του κλασικού επιθετικού περιοχής έχει παρέλθει. Ακόμη κι αυτός πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη τελειότητα: είτε στον αέρα, όπως ο Χρούμπες, είτε στο έδαφος, όπως ο Μίλερ. Δεν βλέπω τίποτε από τον συγκεκριμένο τύπο επιθετικού».

Η προπονητική του διαδρομή

Άρχισε την προπονητική το 1962 από την Ντεν Χάαχ, η οποία ενώ αγωνιζόταν για την αποφυγή του υποβιβασμού, με τον Χάπελ στον πάγκο της τερμάτισε 3η και το 1968, μάλιστα, πήρε το Κύπελλο Ολλανδίας, νικώντας τον Άγιαξ με 2-1.

Οι σεζόν στη Ντεν Χάαχ του έδωσαν το «εισιτήριο» για τη Φέγενορντ, όπου στην πρώτη του χρονιά, το 1970, κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών κόντρα στη Σέλτικ του Τζοκ Στιν με 2-1.

Γιατί αποχώρησε από τη Φέγενορντ;  Έδωσε ο ίδιος την επική απάντηση: «Ζήσαμε τόσα πολλά, που πρέπει να σταματήσω. Με τις υπερβολικά πολλές νίκες χαλαρώνει η πειθαρχία, παραγινόμαστε φίλοι. Υποφέρεις και κλαις με τον άλλο, γελάς και νικάς με τον άλλο. Και αυτό δεν πρέπει να διαρκεί υπερβολικά πολύ».

Από εκεί μεταπήδησε στη Σεβίλλη, όπου δεν ταίριαξαν τα χνώτα του με τους διοικούντες, αν και από τη Β’ Ισπανίας οδήγησε την ομάδα σε ευρωπαϊκή έξοδο.

Από το 1974-1978 βρισκόταν στην Μπριζ, με την οποία κατέκτησε 4 πρωταθλήματα Βελγίου και είχε δύο χαμένους ευρωπαϊκούς τελικούς (UEFA και Πρωταθλητριών) από τη Λίβερπουλ.

«Να δώσω μια γνωμάτευση των γιατρών μου…»

Το 1978 ανέλαβε την εθνική Ολλανδίας, με την οποία έφτασε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Αργεντινής, όπου έχασε 3-1 από την οικοδέσποινα.

Ο Χάπελ ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Είναι ενδεικτική η ιστορία στον τελικό, όπου οι ευνοημένοι από τη FIFA διοργανωτές διαμαρτυρήθηκαν για τον δερμάτινο νάρθηκα που φορούσε στο χέρι του ο Ρενέ βαν ντε Κέρκοφ και ο διαιτητής απαγόρευσε αρχικά τη συμμετοχή του.

Ο Αυστριακός δεν έχασε την ψυχραιμία του και σαν να μην συμβαίνει τίποτα επεσήμανε ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα, φτάνει να τηρηθούν τα οριζόμενα από τους κανονισμούς και να δοθεί ένα μισάωρο σε κάποιον από τους αναπληρωματικούς προκειμένου να κάνει προθέρμανση για να τον αντικαταστήσει.

Ήξερε, φυσικά, ότι ενδεχόμενη ημίωρη καθυστέρηση θα σήμαινε απώλεια εκατομμυρίων λόγω των τηλεοπτικών δικαιωμάτων και, κατά συνέπεια, ο Βαν ντε Κέρκοφ αγωνίστηκε κανονικά.

Στο 90ό λεπτό του τελικού ο Ρένζενμπρινκ έστειλε από ευνοϊκή θέση την μπάλα στο δοκάρι και τους γηπεδούχους μια ανάσα από τα ομαδικά εμφράγματα.

Εν τέλει η Αργεντινή νίκησε 3-1 στην παράταση και έριξε τους Ολλανδούς εκ νέου στο καναβάτσο, έπειτα από την απώλεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974.

Ο Χάπελ δεν πήγε ποτέ στη συνέντευξη Τύπου επικαλούμενος νευρικό κλονισμό, ενώ σε σχετικές ερωτήσεις δημοσιογράφων αργότερα απάντησε χαρακτηριστικά: «Ευχαρίστως να δώσω στους διοργανωτές μια ενυπόγραφη γνωμάτευση των γιατρών μου».

«Κοιτάξτε τις κοκέτες, πανηγυρίζουν ήδη…»

Ύστερα από την Ολλανδία ανέλαβε για δύο χρόνια τη Σταντάρ Λιέγης, όπου κατέκτησε ένα Κύπελλο κι ένα Σούπερ Καπ Βελγίου, προτού μεγαλουργήσει στο Αμβούργο.

Έμεινε έξι σεζόν από το 1981 έως το 1987 κατακτώντας 2 πρωταθλήματα (1982, 1983), 1 Κύπελλο Γερμανίας (1987) και, φυσικά, το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1983, όταν νίκησε 1-0 τη Γιουβέντους στο ΟΑΚΑ.

Ακόμα και στον τελικό έμεινε πιστός στις ιδέες του για ζώνη, δεν έπαιξε man to man πάνω στον Πλατινί, δικαιώθηκε κι έγινε ο πρώτος προπονητής που κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών με δύο διαφορετικές ομάδες.

Στον τελικό οι παίκτες του Αμβούργου βγήκαν πρώτοι στο γήπεδο με φόρμα προπόνησης και αποδοκιμάστηκαν από μερικές χιλιάδες Ιταλών.

Αργότερα βγήκαν οι παίκτες της Γιουβέντους με κοστούμια, γραβάτες και πολύ στυλ. Ακόμη και οι παίκτες του Αμβούργου τους «χάζευαν», ώσπου παρενέβη ο Χάπελ και είπε: «Κοιτάξτε τις κοκέτες, πανηγυρίζουν ήδη…». Ο Χάπελ και οι παίκτες του χαμογέλασαν τελευταίοι.

Αποχώρησε το 1987 λόγω προβλημάτων υγείας και όχι μόνο: «Έξι χρόνια στο Αμβούργο είναι αρκετά! Δεν θέλω τα εγγόνια μου να μιλούν πάντα για τον παππού από το Αμβούργο…».

«Ο φόβος για μένα δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό»

Επέστρεψε στην Αυστρία, ανέλαβε την άσημη Σβαρόφσκι Τιρόλ (1987-1991), με την οποία πήρε 2 πρωταθλήματα και μαζί με τους Ζοζέ Μουρίνιο, Τζιοβάνι Τραπατόνι, Τόμισλαβ Ίβιτς έχουν κερδίσει τον τίτλο σε 4 διαφορετικές χώρες.

Το 1991 ανέλαβε την εθνική Αυστρίας, παρά το γεγονός ότι είχε προσβληθεί από καρκίνο του πνεύμονα, διότι όπως δήλωνε: «Ο φόβος για μένα δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό».

Στο 5-2 επί του Ισραήλ δεν μπορούσε καλά-καλά να σταθεί στα πόδια του, όμως ήταν εκεί. Πάλευε μέχρι και την τελευταία στιγμή. Δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του διαφορετικά. «Μέρα χωρίς ποδόσφαιρο είναι χαμένη μέρα», έλεγε.

Σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα (14/11/1992) άφησε την τελευταία του πνοή στην πανεπιστημιακή κλινική του Ίνσμπρουκ.

Τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατό του, στο ματς της Αυστρίας με τη Γερμανία, αμφότερες οι ομάδες αγωνίστηκαν με μαύρα περιβραχιόνια.

Ο Ντίτμαρ Κονσταντίνι, βοηθός του εκλιπόντος στον πάγκο της εθνικής, άφησε στη θέση του Χάπελ στον πάγκο τη διάσημη τραγιάσκα του και ένα τριαντάφυλλο.

Το πιο μεγάλο στάδιο της Βιέννης, το «Πράτερ», πήρε το όνομά του κι αυτό ήταν από τα ελάχιστα που μπορούσε να κάνει η αυστριακή ομοσπονδία για να τιμήσει ένα άνθρωπο που άλλαξε την εικόνα του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.

Αντισυμβατικός από τα γεννοφάσκια του

Από μικρό παιδί πήγαινε κόντρα στο ρεύμα. Ως υποχρεωτικά στρατολογημένος «νεαρός του Χίτλερ» μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία (1938), ο 13χρονος Χάπελ αρνήθηκε να υπακούσει στις διαταγές και μόνο μετά από παρέμβαση της Ραπίντ Βιέννης του επετράπη να παίξει ξανά ποδόσφαιρο.

Τα τρία πακέτα τσιγάρα που φούμαρε αρειμανίως καθημερινά ήταν αυτά που του κόστισαν τη ζωή: «Όσο πιο δύσκολη είναι η αποστολή, τόσο λιγότερο καπνίζω. Όσο πιο εύκολο είναι το έργο, αλλά τα πράγματα δεν κυλούν καλά μετά από 20 λεπτά, τότε αρχίζω να φουμάρω».

Δεν ήταν το μοναδικό πάθος του, καθώς του άρεσε και να τζογάρει στο καζίνο. Χαρακτηριστικός είναι ο μύθος που έλεγε ότι όταν η βασίλισσα της Ολλανδίας υποδέχθηκε στα ανάκτορά της την εθνική ποδοσφαίρου μετά τον τελικό με την Αργεντινή, ο Χάπελ πήρε παράμερα τον εγγονό της Βίλεμ Αλεξάντερ και του ψιθύρισε: «Πότε θα έρθει η γιαγιά; Έχω ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, πρέπει να πάω στο καζίνο».

Του άρεσαν και οι γυναίκες. Κατά την παραμονή του στο Παρίσι έκανε παρέα με άτομα του υποκόσμου, οι φήμες τον ήθελαν κάθε βράδυ και με άλλη γυναίκα, ενώ ακόμα και η Τζίνα Λολομπριτζίντα είχε πέσει θύμα της γοητείας του.

«Ο καθένας δικαιούται να καπνίζει, αλλά δεν θέλω να δω κανέναν να το κάνει». Μάλλον δεν κοίταζε το είδωλό του στον καθρέφτη τότε, αν και είχε χαρακτηριστεί νάρκισσος από τους πολέμιούς του. Στον πάγκο κάπνιζε αρειμανίως, δεν έπεφτε ποτέ κάτω από δύο-τρία πακέτα, ειδικά σε κρίσιμα παιχνίδια.

«Μην φοβάσαι, Ερνστ…»

Έχασε από τον καρκίνο. «Ο πρώτος καθηγητής μου στην προπονητική μου είχε πει: «Μην φοβάσαι, Ερνστ. Αν κοιτάξεις προσεκτικά, ορισμένα θηρία συρρικνώνονται σε ακίνδυνες αγελάδες». Δυστυχώς, ο καρκίνος δεν μεταμορφώθηκε σε τέτοια, αλλά τον πήρε μακριά. Άφησε παρακαταθήκη όμως όλη την επίδραση στο ποδόσφαιρο.

Ο Χάπελ είναι ένας από τους κορυφαίους προπονητές και τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες που γέννησε ποτέ το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του.

Ας μείνουμε, λοιπόν, σε αυτό που έγραφε ένα από τα στεφάνια που στάλθηκαν στην κηδεία του: «Μην λυπάστε που έφυγε ο Χάπελ, να είστε χαρούμενοι που υπήρξε…».

Πηγή: Sport Retro