Του Ανδρέα Κατσικάρη
Ο Ρουμάνος ιστορικός Μίρτσα Ελιάντε είχε διατυπώσει μία θεωρία κατά την οποία οι νέοι άνθρωποι έχουν καλύτερη αίσθηση του παρελθόντος απ’ ότι οι γηραιότεροι.
Για του λόγου το αληθές, πριν από κάποια χρόνια το Πανεπιστήμιο του Σικάγου ζήτησε από άτομα διαφόρων ηλικιών να περιγράψουν τη ζωή τους, με τους νέους να γράφουν κατά μέσο όρο 1.000 σελίδες, τους μεσήλικες 100 και τους ηλικιωμένους μόλις 12.
Η Γιολάντα Μπάλας, ωστόσο, αν υποβαλλόταν στη συγκεκριμένη δοκιμασία, θα αποτελούσε εξαίρεση, αφού όπως είχε δηλώσει και η ίδια σε συνέντευξή της το 2012 (σ.σ. τότε ήταν 75 ετών), θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένα βιβλίο για να περιγράψει τις εικόνες της καριέρας της που έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη της.
Η «Λόλι», όπως αποκαλείτο χαϊδευτικά, θεωρείται μία από τις πιο διάσημες αθλήτριες στην ιστορία του στίβου, καθώς ήταν η πρώτη Ρουμάνα που κατέκτησε χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
«Ρουμάνοι κι Ούγγροι περήφανοι για μένα»
Η Γιολάντα Μπάλας αντίκρισε για πρώτη φορά το φως της ζωής στις 12 Δεκεμβρίου 1936 στην πόλη Τιμισοάρα της δυτικής Ρουμανίας από οικογένεια με ουγγρικές ρίζες, η οποία δεν χαρακτηριζόταν ιδιαίτερα ευκατάστατη.
Ο πατέρας της ονόματι Φρίγκιες έβγαζε το ψωμί της φαμίλιας σε ραφείο της περιοχής, ενώ η μητέρα της που λεγόταν Έτελ Μπόζο ασχολείτο με τα οικιακά.
Όπως δήλωσε αργότερα η ίδια, από τους γονείς της διδάχθηκε την εργατικότητα, ενώ εκείνοι ήταν που της εμφύσησαν την αξία της αγάπης και του σεβασμού για τον συνάνθρωπο.
Ο πατέρας της είχε υπηρετήσει στον ουγγρικό στρατό, έπειτα από μερικά χρόνια μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στη Σοβιετική Ένωση κι όταν αφέθηκε ελεύθερος εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βουδαπέστη.
Η μικρή Γιολάντα προσπάθησε να επανασυνδεθεί μαζί του και παρά το γεγονός ότι το 1947 κατάφερε να αποκτήσει ουγγρικό διαβατήριο, οι ρουμανικές αρχές δεν της επέτρεψαν να φύγει από τη χώρα.
Σε συνέντευξή της το 2005 είχε δηλώσει ότι αρχικά είχε περάσει από το μυαλό να εισέλθει παράνομα στη Βουδαπέστη, προκειμένου να έρθει σε επαφή με τον πατέρα της, ωστόσο, άλλαξε γνώμη όταν αναλογίστηκε τις συνέπειες που θα είχε η πράξη της αυτή.
«Είχαμε εγκλωβιστεί με τη μητέρα μου στην Τιμισοάρα και μάταια προσπαθούσαμε να πάμε στον μπαμπά. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε και ούτε με τους υπόλοιπους συγγενείς μας είχαμε επαφή.
Αισθάνομαι θλίψη που δεν μου δόθηκε η δυνατότητα να κατακτήσω ολυμπιακά μετάλλια για λογαριασμό της Ουγγαρίας. Ήθελα πάρα πολύ να αγωνιστώ φορώντας τα χρώματα της συγκεκριμένης χώρας και να κάνω χαρούμενους όλους όσοι μιλούν τη γλώσσα της μητέρας μου.
Δυστυχώς, τα πράγματα δεν ήρθαν όπως θα επιθυμούσα. Τουλάχιστον, θέλω να πιστεύω ότι τόσο οι Ρουμάνοι όσο και οι Ούγγροι είναι υπερήφανοι για το πρόσωπό μου», είχε δηλώσει η σπουδαία αθλήτρια στην ίδια συνέντευξη.
Η πρώτη Ρουμάνα Ολυμπιονίκης!
Η Γιολάντας Μπάλας άρχισε την ενασχόληση με το άλμα εις ύψος κατά την εφηβεία και πρώτη της προπονήτρια υπήρξε η Λουίζα Ερνστ, μία παλιά αθλήτρια που είχε διακριθεί στο συγκεκριμένο αγώνισμα.
Η σωματική της διάπλαση ήταν ιδανική, καθώς διέθετε πολύ μακριά άκρα (90 πόντοι τα πόδια!), ήταν καλή στο άλμα, ενώ αγνάντευε τον κόσμο από το 1 μέτρο και τα 85 εκατοστά, γεγονός που ωθούσε πολλούς να την αποκαλούν «γυναίκα με πόδια μέχρι τον ουρανό».
Η «Λόλι» διέθετε άρτια τεχνική κατάρτιση και τις περισσότερες φορές συνήθιζε να εκτελεί το άλμα της, χρησιμοποιώντας τη λεγόμενη μέθοδο του «ψαλιδιού» (σ.σ. πλάγιο άλμα με ανοιχτά πόδια).
Το 1953 μεταγράφηκε από την Ελέκτρικα, την ομάδα της Τιμισοάρα, στη φημισμένη Στεάουα Βουκουρεστίου και έναν χρόνο αργότερα κατέκτησε το πρώτο μετάλλιο της καριέρας της (αργυρό) στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στίβου της Βέρνης.
Η παρθενική της συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες πραγματοποιήθηκε το 1956 στη Μελβούρνη, όπου τερμάτισε στην 5η θέση, ενώ δύο χρόνια μετά κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Στοκχόλμης.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960 γνώρισε την αποθέωση, αφού πανηγύρισε το χρυσό μετάλλιο και έγινε η πρώτη Ρουμάνα αθλήτρια που κατέγραψε αυτήν την τόσο σπουδαία διάκριση.
Το 1962 κατέκτησε εκ νέου το χρυσό στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Βελιγραδίου, ενώ έκλεψε τις εντυπώσεις και στην Πανεπιστημιάδα (σ.σ. τουρνουά πανεπιστημίων από χώρες όλου του κόσμου) με την πρωτιά στο Τορίνο το 1959 και στη Σόφια το 1961.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 1964, παρά το γεγονός ότι αγωνίστηκε με τραυματισμένο τένοντα, ανάγκασε όλες τις συναθλήτριες της να υποκλιθούν για μια ακόμη φορά στο τεράστιο ταλέντο της, αφού κατόρθωσε να ανέβει για δεύτερη διαδοχική φορά στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου.
Στη διάρκεια των 10 χρόνων που μεγαλουργούσε στις αρένες, έσπασε 14 φορές το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις ύψος, αρχίζοντας το 1956 από το 1.71 και φτάνοντας το 1967 στο 1.91.
Το σπουδαίο αυτό ρεκόρ κρατούσε έως το 1971, ώσπου καταρρίφθηκε από την Ίλονα Γκούσενμπαουερ (Αυστραλία), ενώ επί 11 συναπτά έτη (1956-1967) έτρεχε ένα σερί 150 νικών, επίδοση που μέχρι και τώρα δεν έχει καταρριφθεί από κανέναν αθλητή!
Υπάρχει και μία έρευνα που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα nuts.org.uk που υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να έχουν προστεθεί ακόμη 4 νίκες: το 1963 στη Στοκχόλμη, το 1964 και το 1965 (υποδεέστερα τουρνουά).
«Έζησα μία υπέροχη ζωή»
Η Μπάλας, αφότου αποσύρθηκε από τη δράση το 1967, παντρεύτηκε τον Γιάνος Σότερ, επίσης αθλητή στο άλμα εις ύψος που είχε καταταγεί 6ος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι το 1956.
Μαζί έζησαν πολλά χρόνια στο Βουκουρέστι και σύμφωνα με μαρτυρία της ίδιας, σε εκείνον οφειλόταν η συνεχής βελτίωσή της.
Από το 1988 έως και το 2005 διετέλεσε πρόεδρος της ρουμανικής ομοσπονδίας, ενώ για αρκετά χρόνια υπήρξε μέλος της αντίστοιχης ευρωπαϊκής.
Μάλιστα, το 1996 ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικού Τύπου την τίμησε για την πλούσια προσφορά της στον χώρο του κλασικού αθλητισμού.
Στο βιβλίο για τα 100 χρόνια των ρουμανικών σπορ η «Λόλι» περιγράφεται ως εξής: «Η Γιολάντα Μπάλας κυριαρχούσε σαν ‘βασίλισσα’ στο άλμα εις ύψος για πολλά χρόνια. Για περισσότερο από μία δεκαετία και συγκεκριμένα από το 1956 έως το 1967 νίκησε σε 105 συνεχόμενους αγώνες και έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ 14 φορές, ανεβάζοντας τον πήχη από το 1,71 στο 1,91 μέτρα. Αγωνίστηκε σε περισσότερα από 30 στάδια στον κόσμο, ένα μοναδικό επίτευγμα».
«Δεν θα άλλαζα τίποτα, έζησα μία υπέροχη ζωή, γνώρισα τέλειους ανθρώπους. Αν δεν είχα καθιερωθεί ως αθλήτρια, ακόμη κι αν ήμουν κόρη εκατομμυριούχου, δεν θα ένιωθα το ίδιο πλήρης. Δεν μετανιώνω για τίποτα απολύτως», είχε δηλώσει η Μπάλας σε ρουμανικό Μέσο το 2011.
Τον Νοέμβριο του 2012 εισήλθε στο Hall of Fame, σε μία εκδήλωση που είχε διοργανώσει η IAAF, στο περιθώριο της 100ής επετείου από την ίδρυσή της.
Τότε, είχε κληθεί στη σκηνή μαζί με άλλους 12 αστέρες του αθλήματος, οι οποίοι ήταν οι: Σεργκέι Μπούμπκα, Σεμπάστιαν Κόου, Μπέτι Κάθμπερτ, Τζάκι Τζόινερ-Κέρσι, Αλμπέρτο Χουαντορένα, Γουάνγκ Τζούνξια, Κιπτσόγκε Κέινο, Στέφκα Κοσταντίνοβα, Έντουιν Μόουζες, Νταν Ο’ Μπράιεν, Πίτερ Σνελ και Ιρένα Σεβίνσκα.
«Παρά το γεγονός ότι περίμενα να βραβευτώ επειδή είχα πετύχει τόσα παγκόσμια ρεκόρ, αυτό που ένιωσα ανεβαίνοντας στη σκηνή δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις», είχε δηλώσει τότε η Μπάλας.
Την ίδια χρονιά το αμερικανικό περιοδικό «Track and Field News» έχρισε τη Ρουμάνα πιο διάσημη αθλήτρια στο άλμα εις ύψος για τον 20ό αιώνα.
Επί σειρά ετών έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη, ώσπου στις 11 Μαρτίου 2016 και ενώ ήταν 80 ετών, υπέστη επιπλοκή στο έντερο και έκλεισε για πάντα τα μάτια της.
Η Γιολάντα μπορεί να μην υπάρχει πια, όμως, παραμένει ζωντανή στις καρδιές τόσο των Ρουμάνων όσο και των απανταχού ρομαντικών θαυμαστών του στίβου…
Πηγή: Sport Ρετρό