Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Τα 30 χρόνια από το μιράκολο του 1987 εορτάστηκαν πρόπερσι εν χορδαίς και οργάνοις, αλλά η τριακοστή επέτειος από την εποποιία του ‘89 πέρασε, σήμερα, σχεδόν απαρατήρητη, ακόμη και από τους παροικούντες τη μπασκετική Ιερουσαλήμ.

Άδικο. Πολύ άδικο. Αν δεν υπήρχε το Ζάγκρεμπ, δεν θα υπήρχε ούτε η Αθήνα. Θα ήταν, πιθανότητα, μία γιορτή κούφιας νοσταλγίας, σαν αυτή του ποδοσφαιρικού Εuro 2004 που μνημονεύεται μάλλον με μελαγχολικά παρά με πανηγυρικά χρώματα.

Το μπάσκετ μας έλαβε τη διεθνή πιστοποίηση που χρειαζόταν όχι όταν η Εθνική μας νίκησε τους Σοβιετικούς, αλλά όταν τους ξανανίκησε. Όχι στο δικό μας σπίτι, αλλά σε έδαφος ουδέτερο, μπροστά σε Γιουγκοσλάβους φιλάθλους που μας είχαν άχτι από το ’87.

Χωρίς 20.000 Έλληνες μάου-μάου να δημιουργούν συνθήκες «Μαυριτανίας», χωρίς έντρομους διαιτητές που σφύριζαν με τον φόβο του προπηλακισμού, χωρίς Παπανδρέου, Μητσοτάκη και Μελίνα στις εξέδρες. Αντιμέτωπη με μία αρκούδα όχι ξεδοντιασμένη και ελλιπή, αλλά πλήρη, υπερήφανη και στολισμένη με το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο της Σεούλ.

Μπορεί να της έλειπαν ο Τκατσένκο και «ο γερο-Γιοβάισα», αλλά είχε Σαμπόνις. Και Μπελοστένι. Και Σοκ. Και τον Βολκόφ στην ωριμότητά του. Και τον Κουρτιν… – αααα, όχι, ο Κουρτινάιτις τραυματίστηκε στην προπόνηση της παραμονής, όταν του έκανα βουντού κρυμμένος κάτω από κάποιο βολικό δημοσιογραφικό έδρανο!

Όσο για τον σοφό στρατηγό Γκομέλσκι, η αποστρατεία του μετά τη Σεούλ δεν σήμαινε απαραίτητα απουσία από τις επάλξεις. Ο Λιθουανός Βλάντας Γκαράστας μισοκοιμόταν στον πάγκο, αλλά η γριά αλεπού καθόταν μερικά μέτρα παραπίσω, στις θέσεις των δημοσιογράφων, παρέα με τον μικρό Κύριλλο.

Ο υιός Γκομέλσκι ήταν ο αγγελιαφόρος του πατρός. Κάθε φορά που ο «μίστερ Μαυριτανία» ήθελε να μεταδώσει ένα κρίσιμο μήνυμα στον Γκαράστας, το έγραφε σε ένα χαρτάκι και το έστελνε με τον Κύριλλο στον υπναλέο διάδοχό του.

Αυτά συνέβαιναν ακριβώς δίπλα μου, στην ευθεία του σοβιετικού πάγκου. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, σκέφτηκα να βάλω τρικλοποδιά στο παιδί. Αλλά ντράπηκα. Ήμουν τσόγλανος όπως άρμοζε στα 22 μου χρόνια, αλλά όχι και τόσο.

Απεσταλμένος της αλήστου μνήμης «Απογευματινής», δεν θα το λησμονήσω ποτέ, το δίωρο του ημιτελικού στο Ζάγκρεμπ. Μέχρι που ξημέρωσε η εθνοσωτήριος ημέρα της 1ης Σεπτεμβρίου 2006 στη Σαϊτάμα, η αναμέτρηση με την αρμάδα του Σαμπόνις ήταν είναι το αγαπημένο μου ματς όλων των εποχών.

Ειδικά το δεύτερο ημίχρονο μπορώ να σας το αφηγηθώ λεπτό προς λεπτό, από τη στιγμή που προηγήθηκαν οι Σοβιετικοί 53-60 με τρίποντο του εξοργιστικά εύστοχου Τιχονένκο μέχρι την κόρνα της λήξης, που βρήκε την πορτοκαλί θεά φωλιασμένη στην αγκάλη του Παναγιώτη Φασούλα.

Λησμόνησα να σας πω, μέσα στον ενθουσιασμό και στην πιλάλα μου, ότι το ματς το πήρε η Εθνική μας με έξι παίκτες. Για την ακρίβεια, πεντέμισυ. Οι υπόλοιποι ίδρωσαν τη φανέλα μόνο στην προθέρμανση και στα πανηγύρια, ενώ ο αποκλεισμένος ένεκα γαλλικής ένστασης Κόρφας δεν τη φόρεσε καν.

Απέναντι στην αρκούδα με τα χίλια δόντια, οι κ.κ. Γιαννάκης, Γεωργαλής, Χριστοδούλου και Φασούλας έπαιξαν από 40 λεπτά, απτόητοι από την κόπωση, τις δυσκολίες, τους μώλωπες και τα φάουλ. Ολογράφως, τεσσαράκοντα. Απνευστί.

Ο κ. Στεργάκος συμπλήρωσε την αρχική πεντάδα, έμεινε στο παρκέ μέχρι το 26’ (σκορ 55-60), άφησε τη θέση του στον ήρωα του Φαλήρου Καμπούρη όταν χρειάστηκε να βρουν τον μάστορή τους οι αγκώνες του Βολκόφ και επέστρεψε λίγο πριν το τέλος, φρέσκος ώστε να πάρει μέσα από τα χέρια του «Σάμπας» το κρίσιμο ριμπάουντ πριν το τελικό προσπέρασμα.

Τα όργια του ασυγκράτητου Νίκου Γκάλη στο τελευταίο δεκάλεπτο του ημιτελικού, με μια κουβέντα, δεν περιγράφονται. Ακόμα και η εκκωφαντική στατιστική του, με τους 45 πόντους, τα 18/33 σουτ και τις 8/9 βολές, ωχριά μπροστά στην εικόνα του γηπέδου.

Πώς κατόρθωσε ο Παναγιώτης Φασούλας να κρατήσει τον Σαμπόνις, τον Μπελοστένι αλλά και τους δύο μαζί, ακόμη δεν έχω καταλάβει. Χώρια που κέρδισε το καθοριστικό 5ο φάουλ από τον Μαρτσουλιόνις δέκα ολόκληρα λεπτά πριν το τέλος, στο 57-62.

Αν οι ασίστ του παθιασμένου αλλά ήρεμου Παναγιώτη Γιαννάκη στο πρώτο ημίχρονο ήταν λιγότερες από 9-10, από μνήμης το γράφω, θα φάω τα γαλάζια γυαλιά μου. Πόσο καλός ήταν ο Φάνης Χριστοδούλου, υγιής, νεότατος και με τα σωστά του κιλά, μόνο όποιος τον πρόλαβε μπορεί να εκτιμήσει. 

Κάθε φορά που βλέπω το οιονεί νικητήριο τρίποντο του «μπέμπη» θέλω να το κάνω κάδρο και να το κρεμάσω στον τοίχο του γραφείου μου, να το βλέπω μόλις μπαίνω και να τον δοξολογώ.

Ο κλεισμένος Γκάλης πάτησε την τελική γραμμή πριν σερβίρει την ασίστ, αλλά δεν το πρόσεξε κανείς εκείνη τη στιγμή, με εξαίρεση τον Χόμιτσιους που παραπονέθηκε στιγμιαία σε ώτα μη ακουόντων. 

Ο Φάνης παρέλαβε τη μπάλα σε απόσταση 3-4 μέτρων από το καλάθι αλλά έτρεξε έξω, στο τρίποντο, για να έχει καθαρό ορίζοντα και να επιχειρήσει σουτ νίκης. Όχι παράτασης.

Οι υψωμένες γροθιές του «γκάνγκστερ» μπροστά στον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου, τον Κώστα Πετρόπουλο, τον Λάκη Τσάβα και τους Έλληνες αναπληρωματικούς, την ώρα που η μπάλα βρισκόταν ακόμη στον αέρα, είναι το ζωντανό εικόνισμα του ημιτελικού. 

Αλλά η δουλειά δεν τελείωσε με την τορπίλλη του Φάνη. Είχε αρκετή ανηφόρα ακόμη μέχρι το νήμα. Η μνήμη μπορεί να νομίζει ότι το τρίποντο του Χριστοδούλου σημειώθηκε στα 4-5 χτυποκάρδια πριν τη λήξη, αλλά πρόκειται για απατηλό παιχνίδισμα. 

Πενηνταπέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα απέμεναν. Σχεδόν λεπτό. Η ελληνική ομάδα κρατούσε πλέον στα χέρια της το προβάδισμα, 81-80, αλλά όφειλε να το οχυρώσει.

Άμυνα, λοιπόν, τι άλλο; Τω καιρώ εκείνω οι αγώνες κερδίζονταν με την επίθεση, αλλά ο Γιαννάκης έβλεπε πολλά χρόνια μπροστά. Κόλλησε το μυώδες κορμί του πάνω σε αυτό του Χόμιτσιους και κέρδισε ένα -αναμφισβήτητο- επιθετικό φάουλ που θα μπορούσε να διδάσκεται σε αμυντικά σεμινάρια.

Για τον ίδιο τον «δράκο» ήταν ρουτίνα, αφού το είχε ξανακάνει λίγα λεπτά νωρίτερα, στο 72-73, στο ίδιο σημείο, με το ίδιο κόλπο, με το ίδιο θύμα!

Ο Γκάλης των 45 πόντων ανέλαβε να αποτελειώσει τους Σοβιετικούς, αλλά για μια φορά αποδείχθηκε θνητός και σημάδεψε το σίδερο. Ο Φασούλας κυνήγησε με πάθος το ριμπάουντ, αλλά εις μάτην.

Η μπάλα κύλησε στα χέρια ενός άσημου Λεττονού γκαρντ που επιστρατεύτηκε ξεκούδουνα από τον Γκαράστας στο τελευταίο λεπτό, επειδή ο Τίιτ Σοκ δέχθηκε κέρμα κατακέφαλα και τέθηκε νοκ-άουτ.

Λάθος άνθρωπος, στη λάθος θέση. Το ευάλωτο θύμα που χρειάζονταν οι δικοί μας για να καταφέρουν μία τελευταία τρικλοποδιά στο θηρίο.

Ο Γκούνταρς Βέτρα ξεκίνησε μία επέλαση χωρίς να έχει ξεκάθαρο σχέδιο στο μυαλό του. Όταν αποφάσισε να πατήσει φρένο για να αναζητήσει στήριγμα, ακριβώς μπροστά στον σοβιετικό πάγκο, σήκωσε το βλέμμα και είδε να του κρύβουν τον ορίζοντα δύο τέρατα της άμυνας: Γιαννάκης και Χριστοδούλου.

Σαστισμένος, ο ευλογημένος Βέτρα έκανε κουτσό. Βήματα! Ο Αμερικανός ρέφερι Ντέιβιντ Ντοτζ, καλή του ώρα όπου και αν βρίσκεται, καταλόγισε την παράβαση χωρίς χρονοτριβή. 

Το χρονόμετρο έγραφε πια 02.9. Τρία σκάρτα δευτερόλεπτα πριν τον παράδεισο. Ο θυμωμένος Σαμπόνις έβαλε τις φωνές στον δύσμοιρο Βέτρα, αλλά το τρένο είχε φύγει.

Ο Παταβούκας πλησίασε τον Χριστοδούλου και του έσκασε ένα φιλί. Η Ελλάδα βρισκόταν στον τελικό. Ξανά! Δεν ήταν, λοιπόν, πυροτέχνημα, το ιστορικό κατόρθωμα του Φαλήρου. Το ημερολόγιο έγραφε 24 Ιουνίου 1989 και το μονοπάτι των διακρίσεων είχε ανοίξει διάπλατα. 

Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο δρόμος που άνοιξε από τον μετέπειτα Hall Of Famer Γκάλη και τους γενναίους συνοδοιπόρους του παραμένει λεωφόρος, άσχετα αν πότε πότε στενεύει λόγω έργων ή κατολισθήσεων.

Καταπώς φαίνεται, θα γιορτάσουμε την επέτειο με την αναρρίχηση ενός Ελληνόπουλου στον θρόνο του MVP του ΝΒΑ. Τι είδους όνειρο είναι αυτό που ζούμε;

O τελικός της επόμενης νύχτας ήταν ως μη γενόμενος, αφού η οικοδέσποινα Γιουγκοσλαβία του Ντούσαν Ίβκοβιτς, με Ντράζεν, Κούκοτς, Ράτζα, Ντίβατς, Πάσπαλι, Ζντοβτς, Βράνκοβιτς, Ντανίλοβιτς ήταν, ίσως, η κορυφαία ομάδα που γνώρισε ποτέ το ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Χάσαμε με το σχεδόν αξιοπρεπές 98-77 και είπαμε και ευχαριστώ στον Ντράζεν, που μας φέρθηκε με επιείκεια και γενναιοψυχία, μετά το 68-103 της πρεμιέρας. Μέσα από τα εκστασιασμένα μάτια μας, το ασημένιο μετάλλιο έλαμπε σαν χρυσάφι.

Νύχτα Κυριακής, μετά τις απονομές, γιορτάσαμε όλοι μαζί το ασημένιο μετάλλιο στη ντισκοτέκ του ξενοδοχείου που φιλοξενούσε τις ομάδες. Χορέψαμε και ξεφαντώσαμε μέχρι πρωίας, με μπροστάρισσα τη Μαρινέλλα όπως βλέπετε στις φωτογραφίες του αλησμόνητου Νίκου Φλώρου.

Ο μοναδικός που απουσίαζε από το πάρτι ήταν ο Γκάλης, που προτίμησε το καζίνο του τελευταίου ορόφου. Πόνταρε με ευλάβεια στο νούμερο 32 του Μάτζικ Τζόνσον και στο δικό του 4, αλλά φουρκιζόταν όσο η ρουλέτα του σκάρωνε χουνέρια.

Εκείνο το βράδυ, όμως, η μπίλια κάθισε μια και καλή στο μπλε. Τριάντα χρόνια αργότερα, μετράμε αναδρομικά τα κέρδη και δεν πιστεύουμε στην τύχη μας. Το Ζάγκρεμπ ήταν η δεύτερη Αθήνα της ζωής μας.

Πηγή: Gazzetta