Επιλογή Σελίδας


Του Zastro

Το τέλος στο τένις είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση.

Πολύ προσωπική, πολύ ευγενής, πολύ φορτισμένη, τόσο δυνατή που μένει ανεξίτηλη και καθορίζει χαρακτήρες.

Ξεκινώντας από τον ποταμό δακρύων του Έντμπεργκ on camera, την επιτηδευμένη συγκίνηση του Ρόντικ που άρπαξε το μεγάφωνο στο Arthur Ashe Stadium, την “απόδραση” του Μποργκ από το Flushing Meadows, την προσωρινή παράλυση του Σάφιν, το κλάμα του Αγκάσι και φτάνοντας έως τον Σάμπρας που βρέθηκε μόνος, απελπιστικά μόνος με τον πόνο και τους δαίμονές του, το τέλος παραμένει ένας πολυδιάστατος γρίφος με πολλές ερμηνείες.

Πολλοί ρωτούν τι θα συμβεί, όταν ο μεγάλος Ελβετός ανακοινώσει ότι σταματάει.

Τύπος και fans είναι προετοιμασμένοι εδώ και καιρό, αλλά κυριαρχεί ένα συναίσθημα, σχεδόν φόβου, ότι μαζί του θα φύγει έστω για προσωρινά και ο ρομαντισμός από το παιχνίδι.

Διότι ο Φέντερερ είναι από εκείνα τα σπάνια μείγματα στυλ, τεχνικής και ικανοτήτων που η αύρα του επηρεάζει το ίδιο το τένις περισσότερο από τον αθλητή.

Είναι η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα, η προσωπικότητα που εσωκλείει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα ήθελε να έχει το άθλημα.

Μοιάζει απόλυτα φυσιολογικό το τέλος να είναι “επικό”, “μοναδικό”, προσθέστε ό,τι θέλετε.

Σίγουρα θα είναι ένα τέλος γεμάτο δάκρυα, άλλωστε ο ίδιος ο Ρότζερ έχει μια μοναδική ικανότητα να συγκινεί το κοινό και να συγκινείται και ο ίδιος, όπως το 2009 στο Open της Αυστραλίας, όταν, μετά από εκείνο το συγκλονιστικό ματς με τον Ράφα Ναδάλ, ψέλλισε στην κάμερα «Ίσως το ξαναπροσπαθήσω, ίσως μου ξαναδοθεί η ευκαιρία, δεν ξέρω, δεν ξέρει κανείς. Θεέ μου, με σκοτώνει αυτό το πράγμα!».

Όταν δάκρυσε, ήταν δεύτερος, πίσω από τον Σάμπρας, με 13 νίκες στα τουρνουά του Gran Slam (μετέπειτα τον ξεπέρασε) και μόλις 27 ετών.

Το 2019 είναι 38 και μια ανάλογη δήλωση θα έκανε το γύρο του κόσμου, θα λύγιζε και τους πολέμιούς του που είναι πια ελάχιστοι.

Δεν μπορεί να φύγει ανώνυμα ο Φέντερερ, δεν νοείται να μην γραφεί το τελευταίο μεγάλο κεφάλαιο της καριέρας του, να σβήσει το άστρο του σιωπηρά και να μην κάνει κρότο.

Υπάρχουν τενίστες που αποχώρησαν με μια λιτή ανακοίνωση, άλλοι που τους θυμάται κανείς, επειδή έπεσε τυχαία σε κάποιο tribute που ανέβασε κάποιος aficionado στο youtube, υπάρχουν και εκείνοι που αποχώρησαν σε τελετές που καλύτερα να μην είχαν γίνει ποτέ. Διότι εκεί το τέλος χαλούσε μια πολύ ωραία ιστορία, αφορούσε μόνο στο court που έγινε το τελευταίο σερβίς και τίποτα παραπάνω.

Συνήθως, είναι μετά από ήττα, ακολουθεί μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα για να μην φύγουν όλοι από τις εξέδρες, προβάλλεται ένα ολιγόλεπτο αφιέρωμα στα matrix (αν υπάρχουν), κάποιες φωτογραφίες και παραδίδεται από κάποιον “επίσημο” ένα πρόχειρο βραβείο, συνοδευόμενο από εκείνο το άθλιο τυλιγμένο χαρτόνι με την κορδέλα.

Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, όπως εκείνη του Ισπανού Χουάν Κάρλος Φερέρο το 2003, το τέλος ήταν αρμόζον. Ο ίδιος εν ενεργεία θριαμβευτής του Roland Garros, το τουρνουά γινόταν στη Βαλένθια, παρευρίσκετο κι ο Ναδάλ που μπήκε μέσα και τον αγκάλιασε.

Οι Ισπανοί ξέρουν να τιμούν, ως γνήσιος μεσογειακός λαός αγαπούν τις ωραίες ιστορίες και γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ότι εκείνο που μένει στο τέλος είναι ένα συναίσθημα πληρότητας, το οποίο θα παρομοίαζε κανείς με το επιδόρπιο μετά από ένα λουκούλλειο δείπνο.

Ο Ρόντικ, φερειπείν, πλήρωσε την αμερικανική κουλτούρα, την αδυναμία να γίνεται αντιληπτό πως η υπερβολή μερικές φορές έχει τα αντίθετα των προσδοκώμενων αποτελέσματα. Το αντίο προγραμματίστηκε και για εκείνον “εντός έδρας”, αλλά ήταν μεγαλεπήβολο.

Επελέγη το μεγαλύτερο γήπεδο στον κόσμο, εκείνο το Arthur Ashe Stadium των 24.000 θεατών στη Νέα Υόρκη, που ασφαλώς δεν γέμισε και δεν υπήρχε περίπτωση να γεμίσει, όταν ο Άντι έχανε από τον Χουάν Μάρτιν Ντελ Πόρτρο στον τρίτο γύρο. Δεν ήταν καν στα προημιτελικά.

Ένα χλιαρό χειροκρότημα, ένας απροετοίμαστος λόγος σε ένα μεγάφωνο και ένα τέλος θλιβερό, σχεδόν όσο και το αμερικανικό τένις, μετά την αποχώρηση του Αγκάσι και του Σάμπρας.

O Μάρατ Σάφιν, ο Ρώσος ταλαντούχος Πρωταθλητής που αποχώρησε το 2009, έκανε πολύ πιο συγκρατημένη επιλογή.

Πήγε εκεί όπου κέρδισε τα περισσότερα στην καριέρα του, στο μικρό και ζεστό Bercy του Παρισιού, εκεί όπου λατρεύτηκε για το “παλιομοδίτικο” στυλ του που θύμιζε έντονα Μάκενρο.

Το Παρίσι ανταπέδωσε, γιατί ήξερε ότι ο 29χρονος αντιμετώπιζε πολύ σοβαρούς τραυματισμούς και, αν συνέχιζε, θα το έκανε μόνο για τα χρήματα.

Ο Σάφιν, όταν είδε δεκάδες συναδέλφους του να εισβάλουν στο court μετά την ήττα του, παρέλυσε, έμεινε στήλη άλατος μπροστά στο φιλέ και αδυνατούσε να κινηθεί, να αρθρώσει έστω μια λέξη. Κυλούσαν απλώς δάκρυα στο πρόσωπό του και γύρω του το γεμάτο Bercy αποθέωνε.

Όταν συνήλθε, ευχαρίστησε τους πάντες με έναν πολύ ειλικρινή λόγο, υποκλίθηκε και αποχώρησε. Έγινε βουλευτής στη Δούμα, εκλεγμένος με την «Ενωμένη Ρωσία» του Πούτιν και αργότερα παρέδωσε την έδρα του.

Το τέλος είναι επιλογή, είναι στάση ζωής και αυτοπροσδιοριζόμαστε από αυτό, καταδεικνύει πού κατατάσσουμε τον εαυτό μας.

Ο Στέφαν Έντμπεργκ επέλεξε να το ανακοινώσει στην αρχή της τελευταίας του χρονιάς, ήθελε η σεζόν να μετατραπεί σε αποχαιρετιστήριο tour, να τιμήσει και να τιμηθεί από τον χώρο που τον ανέδειξε.

Ο Σουηδός Πρωταθλητής αποχώρησε στη Στοκχόλμη το φθινόπωρο του ’96, έκλαψε με το αφιέρωμα που του είχε ετοιμάσει η Σουηδική Ομοσπονδία: «Το φως της ημέρας πέφτει και μαζί τους πέφτει η αυλαία για έναν πολύ μεγάλο αθλητή. Οι δρόμοι της Στοκχόλμης έχουν αδειάσει, διότι όλοι είναι εδώ για να σε αποχαιρετήσουν, Στέφαν», ήταν οι εναρκτήριες προτάσεις εκείνου του video και η κάμερα έπαιζε με φλου κοντινά στον αθλητή που δακρυσμένος έβαζε το χέρι στην καρδιά και ευχαριστούσε το κοινό του.

Gentleman στα courts, gentleman και στο αντίο του, έδωσε στους Σουηδούς αυτό που δεν θέλησε ποτέ να τους χαρίσει η μεγάλη τους αγάπη, ο Μπγορν Μποργκ.

O Μποργκ κυριολεκτικά εξαφανίστηκε μέσα σε μια νύχτα το 1981, αφήνοντας εμβρόντητο τον κόσμο του τένις, εκατομμύρια fans, χορηγούς και το μεγάλο του αντίπαλο, τον Τζον Μάκενρο.

Η μονομαχία των δύο είναι από τις ιστορικότερες στα φιλέ, τη διετία ’79-’81 είχαν κερδίσει ο ένας τον άλλον στο Wimbledon, με τον Μποργκ να θεωρεί κάτι σαν εφιάλτη του το Flushing Meadows στη Νέα Υόρκη.

Το 1981 o Μποργκ έχει χάσει σε τέσσερα σετ, ανεβαίνει στο φιλέ, χαιρετάει αδιάφορα τον αντίπαλο και κάνει ένα περίεργο νεύμα με τη ρακέτα στον διαιτητή του αγώνα.

Η κάμερα εστιάζει στο νικητή Μάκενρο και, όταν ξαναγυρίζει και ψάχνει τον Μποργκ, ο Σουηδός δεν είναι πουθενά. Έχει φύγει απ’ ευθείας από το γήπεδο, έχει μπει με τη στολή στο αυτοκίνητο και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ήταν μόλις 25 ετών, ήταν το τελευταίο του παιχνίδι σε Gran Slam, ξανάπιασε ρακέτα πολλά χρόνια αργότερα, καταρρίπτοντας τον ίδιο του το μύθο.

Όταν, μετά από χρόνια, προσεγγίστηκε, είπε ότι τελείωσε κατ’ αυτόν τον τρόπο και τόσο νωρίς, πολύ απλά επειδή δεν άντεχε άλλο τόση πίεση και δεν το διασκέδαζε πια.

Απ’ όλες τις αποχωρήσεις μεγάλων αθλητών σε όλα τα σπορ, αυτή του Μποργκ παραμένει η πιο γκροτέσκα, η πιο εμβληματική και καταδεικνύει πόσο δύσκολος είναι ο χώρος, σε πόσο μεγάλο βαθμό σε καταβάλλει ο πρωταθλητισμός, επηρεάζοντας την κρίση και την προσωπικότητα.

Αυτό το κυνήγι της τελειότητας κρύβει μέσα του πολλές στενωπούς, κυρίως δίνει έμφαση στο γεγονός ότι το τέλος πρέπει να είναι αντάξιο της διαδρομής, αυτό που στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να λέμε «με ψηλά το κεφάλι», δηλαδή νικητές.

Ως τέτοιοι αποχώρησαν δύο κορυφαίοι της δεκαετίας του ’90, ο Αντρέ Αγκάσι και ο Πιτ Σάμπρας, δύο μεγάλοι αντίπαλοι στα courts, με εντελώς διαφορετικό στυλ, εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες και τελείως διαφορετικές κοσμοθεωρίες.

Ο Σάμπρας ήταν ο λελογισμένος και υπολογιστής τενίστας, από την αρχή της καριέρας του κυνηγούσε τα ρεκόρ, ήθελε να γίνει ο καλύτερος όλων των εποχών. «Αντίπαλός σου δεν είναι αυτός που έχεις απέναντί σου αλλά ο Ροντ Λέηβερ», του έλεγε ο πρώτος του προπονητής, ο Πιτ Φίσερ, μετατρέποντάς τον σε μια μηχανή που έδινε σημεία ζωής μόνο μέσα στις γραμμές.

Αποχώρησε μέσα στη μελαγχολία, παρά την άψογα οργανωμένη τελετή, 12 μήνες μετά την τελευταία του εμφάνιση και με το πρόσωπο τόσο κουρασμένο που παρέπεμπε σε υπερήλικα. Στο τέλος όμως λύγισε κι εκείνος, εντελώς ξαφνικά έσκυψε το κεφάλι και ανάμεσα σε μεγάλες δόξες του τένις άφησε τα δάκρυα να τρέξουν.

Μπορεί να “τσαλάκωσε” την εικόνα του Mr. Perfect, κατά κοινή ομολογία, ήταν η μοναδική αυθεντική στιγμή της τελετής, το μοναδικό σημείο που η “μηχανή” έδωσε σημεία ζωής.

Από την άλλη, ο Αγκάσι ήταν ο συναισθηματικός, το ανήσυχο πνεύμα, το “κακό παιδί” του τένις. Ανέκαθεν αθλητής με σκαμπανεβάσματα αναλόγως την προσωπική του ευτυχία, παρορμητικός και πιστός του δόγματος της δεύτερης ευκαιρίας.

Αυτή η στάση ζωής τού επέτρεψε να κάνει το μεγάλο come back στα 33 (ρεκόρ για “υπερήλικα”) στο Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης, του έδωσε δύναμη να συνεχίσει μέχρι τα 36 που οι πόνοι στη μέση έγιναν ανυπόφοροι και τον ανάγκασαν να γράψει τους τίτλους τέλους.

Επέλεξε και εκείνος την Νέα Υόρκη, σε ένα έργο δύο πράξεων. Η πρώτη ήταν κόντρα στον “δικό” μας Μάρκο Παγδατή και η δεύτερη εκείνη κόντρα στον Μπέντζαμιν Μπέκερ. Ο Άγκασι “τελείωσε” με άσσο. Του αντιπάλου.

Έχασε και έμεινε οκλαδόν στο τερέν. Το πλήθος σηκώθηκε όρθιο και αποθέωνε επί 10 λεπτά, εκείνος δεν μπορούσε να σηκώσει καν το βλέμμα, γιατί έκλαιγε με λυγμούς.

Αυτό, ναι, ήταν τέλος, διάολε.

Ήταν τόσο αληθινός που τις δηλώσεις για το αντίο τις έκανε με εκείνον τον χαρακτηριστικό λόξιγκα που έχουν τα πιτσιρίκια που έχουν πλαντάξει στο κλάμα και απολογούνται για το σπασμένο βάζο στο σαλόνι.

Ο Αγκάσι χάιδευε το κρανίο του και έστελνε φιλιά στο κοινό που δεν έλεγε να σταματήσει να χειροκροτεί.

«Το ταμπλό δείχνει ότι έχασα, αυτό που δεν μπορεί να δείξει είναι ότι 21 χρόνια τώρα βρήκα την πίστη μου. Εσείς μου δώσατε το χέρι σας, όταν βυθίστηκα στην κινούμενη λάσπη, εσείς με κουβαλήσατε στις πλάτες σας για να κυνηγήσω τα όνειρά μου», είπε με τη φωνή τρεμάμενη.

Εκείνη τη στιγμή δεν τον ένοιαζαν οι σπόνσορες και η δημόσια εικόνα του, η διαχείριση της οποίας είναι το άπαν για τις εταιρείες management που κρύβονται πίσω από κάθε πρωταθλητή.

Ο Αγκάσι επέλεξε να τελειώσει “ξεγυμνώνοντας” τον εαυτό του, θέλησε να γίνει ένα με το κοινό που απλώς ήθελε να τον βλέπει να παίζει τένις και αδιαφορούσε για συμβόλαια, λεφτά και πολιτική ορθότητα.

Αργότερα είπε κι άλλα διάφορα, όπως ότι το αντίο του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τον Νέλσον Μαντέλα, με τη γυναίκα του, την Στέφι Γκραφ κ.ά.

Από τον Μαντέλα έμαθε ότι κάθε ταξίδι είναι ηρωισμός, κάθε προσπάθεια είναι επιτυχημένη, ακόμα και όταν ο τελικός στόχος δεν κατακτάται. Αρκεί να γίνει η προσπάθεια, αρκεί να ικανοποιηθεί ο εαυτός μας.

Ο Αγκάσι είχε κατακτήσει τον υψηλότερο στόχο, είχε μάθει να χάνει. Κι όσο μεγαλύτερος αθλητής γίνεσαι, τόσο περισσότερο μαθαίνεις να κεφαλαιοποιείς τις αποτυχίες και να μεταβολίζεις εσωτερικά τις ήττες.

Το γνωρίζει χρόνια ο Ρότζερ αυτό, το έχει βιώσει πολλάκις. Το ήξερε, όταν έφυγε ηττημένος από το “καταραμένο” Monte Carlo που δεν έχει κερδίσει ποτέ.

Μίλησε για εκείνον ένας έτερος μεγάλος, ο Ναδάλ, ο οποίος εξήγησε ότι το άθλημα έχει γίνει πάρα πολύ αθλητικό, σχεδόν βίαιο για τους πρωταγωνιστές και το κοινό είναι αδύνατον να αντιληφθεί το πρόβλημα και την πίεση στην ολότητά τους.

Ο Ισπανός έβαλε στο τραπέζι ακόμα και αλλαγές κανονισμών, είπε ότι δεν υπάρχει πάθος, ότι οι ταχύτητες είναι πια τόσο υψηλές που οι αθλητές μπορούν να ανταπεξέλθουν, μόνον εάν μετατραπούν σε μηχανές.

Άθελά του, ο Ναδάλ έφερε στο προσκήνιο το μεγαλύτερο πρόβλημα του σύγχρονου αθλητισμού, αυτό το ανελέητο κυνηγητό του “παραπάνω”, του “καλύτερου”, του “τέλειου”.

Ζήσαμε τις επικές μάχες του Ρότζερ με τον Ναδάλ, λίγο αργότερα εντάχθηκε και ο μεγάλος Νόλε για να συμπληρωθεί μια μυθική τριάδα. Ίσως να ήταν δίκαιο να προστεθεί και ο Άντι Μάρεϊ και να γίνει τετράδα, αλλά εν προκειμένω εκφράζεται υποκειμενική άποψη.

Στο θυμικό μου, ο Ρότζερ είναι ο αριστοκράτης, ό,τι καλύτερο είδα ποτέ να πιάνει ρακέτα, γιατί πάντοτε φροντίζει να με γεμίζει συναισθήματα, κυρίως στις μεγάλες ήττες του.

Χάρηκα τη νίκη του Τζόκοβιτς στον ατελείωτο Τελικό του Wimbledon το 2019, πιο πολύ όμως λάτρεψα την αντίδραση του Ρότζερ, ο οποίος, λίγο πριν τα 38, στήθηκε μπροστά στην κάμερα και είπε «μακάρι να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία, συγχαρητήρια στον Νόλε, το άξιζε».

Τα σπορ χωρίς συναίσθημα δεν υπάρχουν, το κοινό δεν μπορεί και δεν πρέπει να ταυτιστεί με υπερανθρώπους, δεν πρέπει να μάθει ότι, για να γίνεις σήμερα Πρωταθλητής, ουσιαστικά πρέπει από τα πέντε σου χρόνια να απαρνηθείς τα πάντα και να γίνεις μια μηχανή που δουλεύει ασταμάτητα και απαγορεύεται να έχει “glitch”.

Οι μεγαλύτεροι ήρωες της ιστορίας είχαν αδυναμίες, αχίλλειο πτέρνα, ακόμα και ο Superman τον κρυπτονίτη. Στα σπορ, ο κρυπτονίτης είναι το συναίσθημα, το οποίο, εάν χαθεί, τότε χάνεται και το νόημα.

Ένα τέλος χωρίς συναίσθημα είναι ανώνυμο, μια καριέρα χωρίς ξεκάθαρο αντίο είναι θολή, μοιάζει ανολοκλήρωτη και αφήνει κενά.

Δεν έχω ιδέα πώς θα διαχειριστεί το ίδιο το τένις το τέλος του Ρότζερ. Υποψιάζομαι το μιντιακό οργασμό, τα χιλιάδες αφιερώματα, τα εκατομμύρια των αναρτήσεων στα social που θα δημιουργήσουν έως και αποστροφή στον κόσμο.

Όλα στον βωμό του click, του like, του fav. Η καριέρα του, η προσωπική ζωή, τα παιδιά του, τα λεφτά του, οι αδυναμίες του. Μπορεί να ξεπηδήσει και κάποιο σκάνδαλο, κάποιο ατόπημα που δεν “έπρεπε” να μάθουμε, όταν συνέβη. Αδιαφορώ.

Ο Φέντερερ είναι και θα παραμείνει η μεγαλύτερη προσωπικότητα που ανέδειξε το παγκόσμιο τένις, ένας από τους μεγαλύτερους αθλητές όλων των εποχών, ο μοναδικός Ελβετός που δεν ήταν ποτέ “ουδέτερος”.

Ένας αριστοκράτης χωρίς να το επιδιώξει, ένα ζωντανό παράδειγμα παιδείας, μόχθου και πειθαρχίας, ένας άνθρωπος για τον οποίο ο πλούτος δεν αποτιμάται μόνο υλικά, ένας αθλητής που στη διαδρομή του πέρασε απ’ όλα τα στάδια.

Είχε το σθένος να πέσει, να ξανασηκωθεί, να ξαναπέσει και να σηκωθεί για τελευταία φορά.

Αυτήν την “τελευταία φορά” απολαμβάνουμε, οι τελευταίες γουλιές είναι εκείνες που οδηγούν στην αρχικά ελεγχόμενη μέθη που δημιουργεί το συναίσθημα της ευτυχίας.

Και μπορεί η ευτυχία σε προσωπικό επίπεδο να επέρχεται, όταν ο νους και η καρδιά σπρώχνονται όσο πιο μακριά μπορούν να φτάσουν, αλλά η μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν.

Πηγή: Athletes’ Stories