Του Ιάσονα Θεριού
Το λευκό φελιζολένιο κουτί άνοιξε, το μπαχάρι, οι καυτερές πιπεριές scotch bonnet, το θυμάρι και το τζίντζερ γέμισαν τα ρουθούνια του που ακόμη προσπαθούσαν να ρουφήξουν όσο περισσότερο οξυγόνο μπορούσαν, μετά από μια κουραστική κούρσα.
Στην Τζαμάικα αυτά τα καρυκεύματα είναι που κυρίως πρωταγωνιστούν, συνυπάρχοντας αρμονικά με αρκετά άλλα, σε αυτό που ονομάζεται Jamaican jerk spice. Ένα μείγμα μπαχαρικών που κρύβει μέσα του όλο το ξεχωριστό vibe του τόπου. Τα box lunches θα τα βρει κανείς παντού στο νησί, σε καροτσάκια ή μικρά μαγαζιά, από τα ζωηρά στενάκια του Κίνγκστον μέχρι τα τιρκουάζ νερά του Μοντέγκο Μπέι και την Τρελόνι, εκεί όπου ο ίδιος μεγάλωσε. Κουτιά με τηγανητό ή και ψητό jerk κοτόπουλο, ρύζι και φασόλια.
Ένα τέτοιο του είχε υποσχεθεί και ο Παστόρ Νίτζεντ, ο γυμναστής του σχολείου του, αν κατάφερνε να τον νικήσει στα 100μ. Φυσικά και τα κατάφερε. Πριν κατακτήσει τον κόσμο, το πρώτο πράγμα που ο Γιουσέιν Μπολτ κέρδισε χάρη στην ταχύτητά του ήταν ένα μεσημεριανό γεύμα με το αγαπημένο του κοτόπουλο. Όταν ακόμη το κυνηγητό του με τον χρόνο δεν είχε αρχίσει καλά-καλά. Όταν απλώς έτρεχε, παίζοντας στο προαύλιο του Γυμνασίου Γουίλιαμ Νιμπ, πάντα χαμογελαστός.
Από ζωηρός έφηβος, Πρωταθλητής
Τη στιγμή όμως που όλα ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν, το χαμόγελο είχε αφήσει για λίγο τα χείλη του. Ο 15χρονος Γιουσέιν ήταν έτοιμος να βγει από τη φυσούνα του Εθνικού σταδίου της Τζαμάικα, εκεί όπου το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου Νέων λάμβανε χώρα το 2002, και να τρέξει τα 200μ. Συγκεντρώθηκε στις κραυγές των 36.000 συμπατριωτών του που είχαν γεμίσει τον χώρο, προσπαθώντας να αντιληφθεί τι φώναζαν.
Εν τέλει το σταθερό και ρυθμικό «Μπολτ, Μπολτ» έφτασε και στα δικά του αυτιά, σα να τα εκμεταλλεύτηκε για να βρει μια είσοδο στο σώμα του, να κυλήσει μέσα σε αυτό και να το γεμίσει με άγχος. «Τα πόδια μου έτρεμαν, τα χέρια μου το ίδιο, ήμουν τόσο αδύναμος», θυμάται ο σπρίντερ. Αυτοί οι αδύναμοι ώμοι ένιωθαν για πρώτη φορά το βάρος και την ευθύνη τού να κουβαλούν με το σπριντ τους ένα τόσο μεγάλο κοινό. Στη Τζαμάικα άλλωστε ο στίβος δεν είναι απλή υπόθεση. «Προσπάθησα να βάλω τα παπούτσια μου και έβαλα τα πόδια μου ανάποδα. Είπα στον εαυτό μου πως αυτό δεν πάει καθόλου καλά».
Τα πάντα τελείωσαν όμως, όταν στήθηκε στην τρίτη λωρίδα, ήταν έτοιμος. Το πιστόλι ακούστηκε και ο Μπολτ έφυγε. Βγαίνοντας από τη στροφή είχε ήδη περάσει μπροστά, το λεπτό του κορμί που ακόμη ταλαιπωρούταν σε σημαντικό βαθμό από τη σκολίωση σειόταν ολόκληρο, στην προσπάθεια του να περάσει τη γραμμή του τερματισμού πρώτο. Το έκανε, στα 20.61 δευτερόλεπτα, κάνοντάς τον αυτόματα τον νεότερο Παγκόσμιο Πρωταθλητή στην ιστορία των 200μ.
Τη γραμμή την πέρασε, αλλά να τρέχει δεν σταμάτησε. Κατευθύνθηκε προς την εξέδρα πανηγυρίζοντας και, χαιρετώντας στρατιωτικά, απέδωσε τον σεβασμό του προς το τρελαμένο πλήθος που εκείνη την στιγμή συμπεριφερόταν στις κερκίδες σα να ήταν… τραμπολίνο. «Ο κόσμος συνέχεια ρωτάει ποια ήταν η καλύτερη στιγμή μου. Αυτή ήταν, η πρώτη φορά που κέρδισα ένα πραγματικό χρυσό μετάλλιο», θα πει αρκετά χρόνια αργότερα ο Τζαμαϊκανός.
Αυτή η κούρσα, αυτή η νίκη ήταν το προοίμιο, μια υπόσχεση στον κόσμο του στίβου, τη χώρα του και τον ίδιο του τον εαυτό για όσα σπουδαία μπορούν να ακολουθήσουν. Ταυτόχρονα όμως ήταν και αυτό το καθοριστικό “κλικ” του μυαλού του που τον μετέτρεψε από έναν ζωηρό έφηβο, ο οποίος περισσότερο νοιαζόταν για το να περνάει καλά, σε έναν Πρωταθλητή. Άγουρο ακόμη, αλλά Πρωταθλητή. Πού να φανταζόταν τι θα τον περίμενε.
Κεραυνός στο Πεκίνο
Το 2020 οι εικόνες των τεράστιων κεραυνών που χτύπησαν τον Πύργο της Καντόνας στην Γκουανγκζού απασχόλησαν σε μεγάλο βαθμό την ασιατική και παγκόσμια επικαιρότητα. Ο απόηχος της είδησης παρ’ όλα αυτά δεν άγγιξε ούτε στο ελάχιστο τη φήμη του χτυπήματος ενός άλλου κεραυνού 12 χρόνια νωρίτερα και σχεδόν 2.000 χλμ. βορειότερα. Το χτύπημα του κεραυνού, όπως δικαιολογεί και το όνομά του, στο Πεκίνο. Σαν τέτοιος έσκασε ο Γιουσέιν Μπολτ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008. Οι μόλις τέσσερεις κούρσες 100μ. στις οποίες είχε αγωνιστεί μέχρι εκείνη την στιγμή στην καριέρα του ήταν υπεραρκετές για να τον χρίσουν φαβορί για την πρώτη θέση στα αγωνίσματα του.
Ο «κεραυνός» της κούρσας του όμως χτύπησε τη «Φωλιά του Πουλιού» το στάδιο του Πεκίνου με τρόπο που δεν προέβλεψε κανείς, χωρίς προειδοποίηση, προτού ηχήσει η βροντή του Παγκόσμιου ρεκόρ του, του 9.69’’. Ένα ρεκόρ στο οποίο έφτασε διανύοντας τα τελευταία 20 περίπου μέτρα πανηγυρίζοντας και χτυπώντας το στήθος του, μη μπορώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του από την ανάγκη εξωτερίκευσης της έντασης που έκρυβε στο σώμα του. Κυριολεκτικά σε μια ριπή του οφθαλμού -ο μέσος άνθρωπος προβαίνει σε μια τέτοια ανά 10 δευτερόλεπτα- ολόκληρος ο πλανήτης είδε τον Τζαμαϊκανό να έρχεται και να διαλύει με την ορμή του τρεξίματός του όσα γνώριζε μέχρι εκείνη την στιγμή.
Ένας πανύψηλος και σωματώδης σπρίντερ έδειχνε έτοιμος να αλλάξει την ιστορία του σπορ, καταρρίπτοντας με άνεση το Παγκόσμιο ρεκόρ και σημειώνοντας, με 20 εκατοστά του δευτερολέπτου, τη μεγαλύτερη διαφορά από τον δεύτερο που είχε καταγραφεί ποτέ στο αγώνισμα.
Αυτά, ενώ είχε σπαταλήσει το 1/5 της διαδρομής στον έξαλλο πανηγυρισμό του. «Δεν είχα καταλάβει ότι έτρεχα τόσο γρήγορα», δήλωσε αργότερα.
Και για τους θεατές που δεν είχαν καταλάβει πόσο γρήγορα έτρεξε, ευτυχώς η επόμενή του “παράσταση” δεν θα μπορούσε να έρθει συντομότερα. Τέσσερεις μέρες μετά το ρεκόρ στα 100μ., ο Μπολτ στήθηκε στην πέμπτη λωρίδα για να αγωνιστεί στον Τελικό των 200 και έκανε όσους τον παρακολούθησαν να πιστέψουν πως το μόνο που άλλαξε ήταν η απόσταση.
Πάλι πρώτος, πάλι Παγκόσμιο ρεκόρ με 19.30’’, πάλι μεγαλύτερη καταγεγραμμένη διαφορά από τον δεύτερο, πάλι έξαλλος πανηγυρισμός.
Η ονειρική εβδομάδα του τότε 22χρονου έκλεισε με τον ίδιο θριαμβευτικό τρόπο. Στα 4×100μ. η ομάδα της Τζαμάικα, με σημαντική συνεισφορά του ίδιου, τερμάτισε πρώτη, κατεβάζοντας το ρεκόρ από τα 37.40’’ στα 37.10’’. Ο Μπολτ αψήφησε το παγκόσμιο ρητό για τους κεραυνούς.
Ο δικός του «κεραυνός» χτύπησε στο ίδιο ακριβώς ταρτάν τρεις φορές, ο θρύλος του είχε ήδη γεννηθεί. Έγινε ο πρώτος αθλητής στην ιστορία των αγώνων ταχύτητας που κατακτά τρία Χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, καταρρίπτοντας και τα τρία Παγκόσμια ρεκόρ.
9.58’’
Όσλο, Σεπτέμβρης του 2008. Πολύ μακριά από το σπίτι του Τζαμαϊκανού, σούπερ σταρ πλέον, όπου ανακτούσε τις δυνάμεις του μετά το Πεκίνο, ο Χανς Έρικσεν, ένας Νορβηγός φυσικός, δημοσιεύει μέσω συνέντευξής του το αποτέλεσμα της έρευνας στην οποία προχώρησε με την ομάδα του.
«Υπολογίσαμε ότι, αν δεν είχε ξεκινήσει τον πανηγυρισμό του πριν το τέλος της κούρσας, θα μπορούσε να είχε τερματίσει κάπου ανάμεσα στα 9.55’’ και τα 9.61’’», αναφέρει.
Πατήστε το play στο παρακάτω βίντεο. Κλείστε τη φωνή και συγκεντρωθείτε. Παρατηρήστε προσεκτικά. Αδειάστε από σκέψεις και αφεθείτε στο θέαμα. Δείτε την κούρσα, δείτε και το χρονόμετρο. Αλήθεια, ποιος κυνηγάει ποιον;
Είστε σίγουροι πως ο Μπολτ προσπαθεί να προλάβει το χρονόμετρο;
Μήπως ο χρόνος είναι αυτός πασχίζει να τον “μετρήσει”;
⚡️ 9.58 ⚡️
13 years ago today@usainbolt, take a bow 👏🇯🇲pic.twitter.com/GyS7Q8eHwa
— World Athletics (@WorldAthletics) August 16, 2022
Οι δρομείς φεύγουν, για μια στιγμή μόνο παρατηρείς και τους οκτώ. Έπειτα, το σπριντ του τεράστιου κορμιού του δεν αφήνει το μάτι να πάει αλλού, μεταμορφώνει τους υπολοίπους σε σκιές, σε μορφές άυλες που ποσώς ενδιαφέρουν. Την επόμενη στιγμή ο αγώνας έχει ήδη μετατραπεί σε μια άνιση μάχη 1v1. Άνιση για ποιον; Επαναλαμβάνω, ποιος κυνηγάει ποιον; Ποιος τρέχει πιο γρήγορα; Ο Μπολτ ή το ρολόι; Είναι αυτή η δύναμη, η ορμή στο τρέξιμό του. Επιταχύνει και… τέλος.
«Όσο αυξάνεται η επιτάχυνση ενός σώματος τόσο μειώνεται η ταχύτητα του χρόνου ως προς εκείνο». Φράση από το έργο ενός άλλου φυσικού. Ένα ελάχιστο μέρος της θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Ο Μπολτ σπριντάρει και τα μυώδη χέρια του μαζί με τον αέρα σχίζουν την ιδέα της σταθερής γραμμικής πορείας του χρόνου με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν έναν αιώνα πριν οι εξισώσεις του Γερμανού. Το λεγόμενο «βέλος», η κατεύθυνση του χρόνου χάνεται. Σε αυτά τα 9.58’’ κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά προς τα πού κινείται το ρολόι, νιώθεις ότι ο Τζαμαϊκανός το παρασέρνει σε ένα μάταιο κυνηγητό. Η διαστολή του χρόνου, ένα από τα συμπεράσματα του Αϊνστάιν, σε όλο της το μεγαλείο. Ο χρόνος επηρεάζεται από την ταχύτητα, έλεγε, και αυτό σε λίγα δευτερόλεπτα ξεδιπλώθηκε ακριβώς μπροστά μας χάρη σε ένα ζευγάρι ψηλά πόδια.
Η πιο ακραία έκφραση της θεωρίας αυτής είναι η ιδέα ότι, αν κάποιος κάποτε έφτανε την ταχύτητα του φωτός, ο χρόνος θα σταματούσε. Ποιος θα ήταν πιο κατάλληλος από αυτόν να προσεγγίσει την υψηλότερη ταχύτητα του σύμπαντος; Η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυξε, τα 44.72 km/h, ήταν και είναι η μεγαλύτερη στην οποία έφτασε ποτέ ανθρώπινο σώμα. Εντάξει, απείχε κατά πάρα πολύ στο να φτάσει το φως και έτσι να σταματήσει τον χρόνο. Εκείνη τη μέρα όμως στο Βερολίνο, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου το 2009, ο Μπολτ, σημειώνοντας ένα απίστευτο ρεκόρ, τα κατάφερε. Για αυτά τα 9.58 δευτερόλεπτα τουλάχιστον επιβράδυνε τον χρόνο.
Τρέχοντας προς τη μοναδικότητα
Η κατάρριψη του δικού του Παγκόσμιου ρεκόρ με τη νέα επίδοση 9.58’’ ήταν αναμφίβολα μια από εκείνες τις στιγμές που ελάχιστοι αθλητές φτάνουν να ζήσουν.
Σε δύο μόλις χρόνια είχε μόνος του κατεβάσει κατά 16 εκατοστά του δευτερολέπτου το ρεκόρ των 100μ., ρεκόρ που από το 1968 είχε κατέβει συνολικά 21 εκατοστά. Ήταν αυτή η στιγμή στην οποία, αν αποφάσιζε να αποσυρθεί, θα έμενε για πάντα αξέχαστος, για πάντα θρύλος. Κάποιος σαν αυτόν όμως, δεν θα το… άφηνε ποτέ σε αυτό το σημείο.
Άλλωστε, ανέκαθεν “έπιανες” ανάμεσα στις κουβέντες του την επιθυμία, τη φιλοδοξία του στο τέλος της καριέρας του να μπορεί να μπαίνει στην ίδια κουβέντα με όσους μυθικούς αθλητές ξεπέρασαν στη συνείδηση του κόσμου τα όρια του αθλήματός τους, όπως ο Μαραντόνα, ο Μοχάμεντ Άλι ή ο Τζόρνταν. Ίσως και ο ίδιος ήξερε πως μεμονωμένα δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ τίποτα σπουδαιότερο από εκείνα τα 9.58’’. Αυτό που μπορούσε να κάνει όμως ήταν να πλαισιώσει αυτό το ρεκόρ με ακόμα περισσότερη δόξα και να χτίσει όσο πιο γερά γινόταν την κληρονομιά του.
Και αυτό ακριβώς έκανε. Ευθύς εξαρχής από τα 200μ. στο Παγκόσμιο του Βερολίνου. Εκεί όπου και πάλι δάμασε τον χρόνο, νικώντας και τον ίδιο του τον εαυτό και φτάνοντας στο ακόμη και σήμερα ανέγγιχτο ρεκόρ των 19.19’’. Κατά την προσφιλή του συνήθεια “τρίτωσε” τα Χρυσά μετάλλια, οδηγώντας τους συμπατριώτες του σε άλλη μια νίκη στα 4×100μ.
Ωστόσο, οι δύο επόμενες Ολυμπιάδες ήταν αυτές που ήρθαν για να χτίσουν με τον χρυσό έξι μεταλλίων το παλάτι της αθλητικής κληρονομιάς του Μπολτ.
Ναι, ο Τζαμαϊκανός δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης του μεγαλείου του ούτε στο Λονδίνο ούτε στο Ρίο. Κέρδισε όσα Χρυσά μετάλλια μπορούσε να κερδίσει, τρία και άλλα τρία δηλαδή, υπογράφοντας έναν θρίαμβο άνευ προηγουμένου.
Το 2012 σημείωσε Ολυμπιακό ρεκόρ στα 100μ. με 9.63’’ και Παγκόσμιο στα 4×100 με 36.84’’. Ενώ, το 2016 έγινε ο πρώτος με τρία συνεχόμενα Χρυσά στα 100 και ταυτόχρονα μόλις ο τρίτος στην ιστορία με εννέα Ολυμπιακά μετάλλια.
Αν κάτι ξεχώριζε πέρα από τις διακρίσεις όμως είναι αυτή η αίσθηση του déjà vu που περνούσε στον θεατή για τρεις συνεχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τα πάντα γύρω του άλλαζαν, οι πόλεις, τα στάδια, οι αντίπαλοι του, εκτός από εκείνον. Αυτός πάντα εκεί, πάντα να τερματίζει πρώτος, να πανηγυρίζει τρέχοντας, να προσεύχεται και να επικοινωνεί με το κοινό με τις μοναδικές του φιγούρες και εκφράσεις. Ο ίδιος κάποια στιγμή δήλωσε πως είναι δύσκολο να τρέχει σαν κάποιος που δεν έχει κατακτήσει κανένα μετάλλιο, με την ίδια δίψα. Στην πραγματικότητα όμως, δεν έτρεχε για να κερδίσει μερικά μετάλλια ακόμα, έτρεχε για να σχεδιάσει το δικό του μοναδικό πορτρέτο στην ιστορία του στίβου. Το πορτρέτο του No 1, του Goat. Και τα κατάφερε.
Το Χάλκινο, η πιο “χρυσή” ήττα και η πτώση
Μπορεί, τρυπώντας με τα spikes του τους στίβους όλου του κόσμου, ο Μπολτ να έβγαινε νικητής στις μάχες του με τον χρόνο. Έξω από τα στάδια όμως κάτι τέτοιο ήταν τρομερά δύσκολο. Ο Γιουσέιν μεγάλωνε, οι τραυματισμοί είχαν αρχίσει να του χτυπούν την πόρτα όλο και πιο συχνά, το σώμα του δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς ταχύτητας που μας είχε συνηθίσει.
Ήδη πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βραζιλίας είχε ανακοινώσει ότι θα αποσυρθεί μετά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2017 στο Λονδίνο. Τα βλέμματα όλου του πλανήτη στράφηκαν στην αγγλική πρωτεύουσα, εκεί όπου ο τότε 31χρονος επρόκειτο να τρέξει για τελευταία φορά στα 100μ. Ένα ολόκληρο στάδιο και δισεκατομμύρια τηλεθεατές ήλπιζαν να τον δουν να θριαμβεύει για ακόμα μια φορά, να ανοίγει τον πελώριο διασκελισμό του, να επιταχύνει και να τερματίζει πρώτος. Έμελλε να δουν ωστόσο κάτι πολύ πιο μεγάλο.
Δώδεκα είναι οι δρομείς που έχουν κατέβει τα 9.84’’ στην ιστορία των 100μ. Πόσοι πιστεύετε ότι δεν έχουν καταστρέψει τη φήμη τους, εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις ντόπινγκ; Δύο. Ναι, μόνο δύο. Φυσικά, ο Τζαμαϊκανός είναι ένας από αυτούς, χωρίς να έχει σηκώσει ποτέ καμία υποψία για το οποιοδήποτε φάρμακο, παρά τις ασύλληπτες επιδόσεις του.
Ακόμα κι αν το 2017 το Χρυσό μετάλλιο της σκυταλοδρομίας από τους Ολυμπιακούς του 2008 αφαιρέθηκε από την ομάδα της Τζαμάικα εξαιτίας θετικού ελέγχου του Ασάφα Πάουελ. Ο Μπολτ τρέλαινε τη Γη, έκανε τον… χρόνο να τον κυνηγάει και έσπαγε τα πιο ασύλληπτα ρεκόρ σε έναν κόσμο και ένα αγώνισμα στο οποίο για πολλά χρόνια οι περισσότεροι αστέρες αργά η γρήγορα αποδεικνυόταν πως έφταναν σε νίκες ή κοντά σε αυτές εξαιτίας του ντόπινγκ.
Εκείνο το απόγευμα, φανερά πεσμένος για τα δικά του στάνταρ, ο Μπολτ έμεινε τρίτος, πίσω από Γκάτλιν και Κόουλμαν, ηττήθηκε. Λίγες μέρες αργότερα, στον Τελικό των 4×100, στην τελευταία κούρσα που θα συμμετείχε ποτέ, το σώμα του τον πρόδωσε, τραυματίστηκε, όσο έτρεχε, έπεσε και τερμάτισε υποβασταζόμενος από τους συμπαίκτες του.
Μπορεί να φαντάζει ως το πιο απογοητευτικό τέλος που θα μπορούσε να έχει η καριέρα ενός τόσο σημαντικού αθλητή.
Στην πραγματικότητα όμως, δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάποιο μετάλλιο πιο “χρυσό” από εκείνο το Χάλκινο, κάποια ήττα πιο σπουδαία ή κάποια πτώση πιο μεγαλοπρεπής από αυτή στον Τελικό των 400μ. Αυτά είναι που οδήγησαν στην πιο σημαντική για την κληρονομιά του Μπολτ διαπίστωση, αυτά που τον εδραίωσαν ως έναν από τους πιο περίφημους αθλητές της ιστορίας.
Αυτά μαζί με τα δάκρυά του, όταν κατάλαβε πως δεν θα ολοκληρώσει όπως είχε φανταστεί το τελευταίο του σπριντ, ήταν που απέδειξαν με τον λαμπρότερο τρόπο πως ο γρηγορότερος άνθρωπος που έτρεξε ποτέ ήταν πράγματι… άνθρωπος.
Και κάποια στιγμή ηττήθηκε, γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι. Δίνουν τη ζωή τους για να πετύχουν και μια μέρα αναπόφευκτα γνωρίζουν την ήττα.
Και αυτό είναι εντάξει, είναι σπουδαίο.
Καθώς προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 ο Μπολτ, ένιωθε το κίνητρό του για παραμονή στο ίδιο top επίπεδο να απομακρύνεται σταδιακά.
Ένα βράδυ τηλεφώνησε στον Τζον Στέφενσεν, Αυστραλό πρώην δρομέα και φίλο του. «Τζον, δεν αντέχω άλλο», είπε, «το μόνο που θέλω είναι να έχω μια κανονική ζωή, να είμαι χαλαρός, επιτέλους να πάω διακοπές και να τρώω ό,τι θέλω».
Το μυαλό του δεν μπορούσε πια να αντέξει την πίεση του πρωταθλητισμού στην οποία για μια δεκαετία περίπου υποβαλλόταν. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους.
Εκείνο το ψηλόλιγνο, χαμογελαστό παιδί από την Τρελόνι μεγάλωσε. Κατέκτησε τον κόσμο, κέρδισε περισσότερα μετάλλια και αγάπη από όσο θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, μοίρασε χαρά σε εκατομμύρια άτομα και έμεινε στην ιστορία επιβραδύνοντας… τον χρόνο.
Είχε φτάσει η στιγμή να επιστρέψει εκεί από όπου όλα ξεκίνησαν. Χαλαρός, με τους φίλους του, πάνω από ένα λευκό φελιζολένιο κουτί με το αγαπημένο του jerk τηγανητό κοτόπουλο.
Πηγή: Athletes’ Stories