Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Αν παρακολουθείς το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου δεν σε εκπλήσσει το μαντάτο ότι ο πρωθυπουργός της χώρας βρήκε νόημα να επικοινωνήσει με τον πρόεδρο της UEFA για να του τονίσει πόση σημασία έχει να βοηθήσει η ευρωπαϊκή συνομοσπονδία τον αρχιδιαιτητή της Superleague να βρει διαιτητές της προκοπής. Σε μια τόσο ευαίσθητη στιγμή, πάνω που πρόκειται να κριθεί ο τίτλος, είναι σημαντικό ζήτημα με κοινωνικές προεκτάσεις το να αφαιρεθεί όσο το δυνατόν περισσότερο δηλητήριο από τη σκέψη όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Δηλαδή έχει σημασία να γνωρίζουν όλοι – διοικήσεις, media, φανατικοί οπαδοί, ποδοσφαιρόφιλοι – ότι αυτά τα παιχνίδια πρόκειται να τα διευθύνουν διαιτητές υψηλού επιπέδου. Αυτή είναι μια ενέργεια που θα αφαιρέσει ένα μέρος καχυποψίας από τη νοοτροπία όλων, άρα ένα βήμα προς την αποφυγή εντάσεων.

Όταν όμως κοιτάζεις τη σημερινή επικρατούσα κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν θέλει πολλή σκέψη για να καταλάβεις ότι αυτή είναι μόνο μια πτυχή του προβλήματος. Και το πιο μεγάλο πρόβλημα δεν είναι αυτό της διαιτησίας – είναι αυτό της ασφάλειας και της τάξης.

Σκέφτομαι λοιπόν ότι ένας πρωθυπουργός που βρίσκει νόημα να επικοινωνήσει με την UEFA για να ζητήσει καλύτερους – βάσει βιογραφικού – διαιτητές, είναι προφανώς ένας πρωθυπουργός που ανησυχεί. Και αν ανησυχεί για την διαιτησία, δεν γίνεται να μην ανησυχεί για την τήρηση της τάξης στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Επί αυτού του θέματος όμως, το οποίο αφενός είναι πιο σημαντικό, δεδομένου ότι αφορά την ασφάλεια πολιτών της χώρας, και αφετέρου είναι μια αντικειμενική ευθύνη της πολιτείας και όχι του ποδοσφαίρου, δεν έχουμε μάθει να έχει υπάρξει απολύτως καμία παρέμβαση.

Την περασμένη Δευτέρα υπήρξαν παράγοντες που πήγαν να πιαστούν στα χέρια. Και υπήρξε καταγεγραμμένη και βιντεοσκοπημένη λεκτική βία. Αν δεν συγκρατούνται οι παράγοντες, ποιος περιμένει ότι θα συγκρατηθούν οι “φορτωμένοι” οπαδοί στα γήπεδα της Superleague; Αυτόν τον συνειρμό δεν κάνει ο κοινός νους; Η εικόνα που σχημάτισε η κοινή γνώμη για το επίπεδο αυτής της συνάντησης, που διεξήχθη παρουσία αστυνομικών δυνάμεων, και η εικόνα που σχημάτισε η κοινή γνώμη κατά την 1η αγωνιστική των play-offs με την ένταση σε δύο γήπεδα, δεν δημιουργούν κοινωνική ανησυχία σχετικά με το ενδεχόμενο να ζήσουμε επεισόδια γηπεδικής βίας; Αν όλοι εμείς ανησυχούμε για το ενδεχόμενο επεισοδίων και ένας παράγοντας του ποδοσφαίρου διατυπώνει την ευχή “να μη χυθεί αίμα”, τι άλλο περιμένει η κυβέρνηση για να καλέσει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη του ποδοσφαίρου και να τα βάλει απέναντι στις ευθύνες τους για την ειρηνική διεξαγωγή των αγώνων;

Ελπίζω και εύχομαι αυτό το τηλεφώνημα του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Αλεξάντερ Τσέφεριν και αυτή η τροπολογία νόμου για την αύξηση της ποινής που θα επιβάλλεται σε όποιον κάνει επεισόδια στον αγωνιστικό χώρο να μην είναι βήματα προετοιμασίας της κυβέρνησης για την επικοινωνιακή διαχείριση μιας κρίσης που θα ξεσπάσει όταν γίνουν επεισόδια. Ελπίζω δηλαδή να υπάρξει και συνέχεια στην λήψη μέτρων πρόληψης επεισοδίων βίας από την πλευρά της κυβέρνησης. Σιχαίνομαι και μόνο την ιδέα ότι θα ακούσω εκ των υστέρων, όταν θα έχουμε θύματα, ένα κυβερνητικό στέλεχος να μας λέει ότι η κυβέρνηση λειτούργησε προνοητικά αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό επειδή φταίει η κακιά η μοίρα του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Επειδή η κατάσταση φωνάζει ότι είναι παραπάνω από κρίσιμη και οριακή, ας κάνουμε μια μικρή επανάληψη: η κυβέρνηση, που βρήκε νόημα να παρέμβει για τη διαιτησία, είναι η μόνη που όχι απλώς μπορεί αλλά και έχει την κύρια ευθύνη για να παρέμβει και να λάβει μέτρα για την ομαλή διεξαγωγή των αγώνων και την ασφάλεια των πολιτών της που είναι οι θεατές των αγώνων.

Δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να περιμένει από τον Μπένετ, τον Τσέφεριν, ή όποιον ξένο διαιτητή να εγγυηθεί την ειρηνική διεξαγωγή των αγώνων. Την ασφάλεια των πολιτών είναι υποχρεωμένη να την εγγυηθεί η ελληνική κυβέρνηση. Αν αφήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο να κάνει play-offs με την συμπεριφορά που αυτό επιδεικνύει σήμερα, το κρίμα θα είναι στον λαιμό της.

Πηγή: Gazzetta