Ακούστε. Μια μαύρη μέρα σαν κι αυτήν, κάποτε χάσαμε στην “Ελευθεροτυπία” τον συνάδελφό μας Κώστα Τσόγκα. Τα γραφεία μας, το δικό μου και το δικό του, στο αθλητικό τμήμα της εφημερίδας, τα χώριζε μισό μέτρο διάδρομος. Ενας άνθρωπος χωρούσε να περάσει ανάμεσα, δύο όχι. Απλώναμε τα χέρια, το δεξί εγώ, το αριστερό εκείνος, και ακουμπούσαμε τις μπουνιές μας ή κάναμε χάι-φάιβ με τις παλάμες δίχως να χρειάζεται να σηκωθούμε από τις καρέκλες.
Εκείνη την ημέρα, το χέρι μου έπεφτε στο κενό. Δεν υπήρχε η ανταπόκριση, από το δίπλα γραφείο. Στο δίπλα γραφείο, αδειανό, το μόνο που υπήρχε επάνω, ήταν ένα λουλούδι. Σε ολόκληρο το τμήμα, δεν μιλούσε άνθρωπος. Ακουγόταν, μονάχα ο ήχος των πλήκτρων στους υπολογιστές. Ολοι εμείς οι συμπαίκτες του, έπρεπε να δουλέψουμε εκείνη την ημέρα όπως την κάθε ημέρα. Και δουλέψαμε. Γεμίσαμε, άλλη μία ημέρα, τις σελίδες με τα αθλητικά. Γράψαμε για τον Κώστα εννοείται, γράψαμε και τα νέα.
Δεν πέρασε από το μυαλό κανενός, να πάμε στον εκδότη ή στον διευθυντή (ή και στους δύο) και να ζητήσουμε…αναβολή στην έκδοση του φύλλου της επόμενης ημέρας. Και να το σκεφτόταν κανείς φυσικά, η ιδέα δεν θα είχε την παραμικρή τύχη. Η εφημερίδα θα κυκλοφορούσε, no matter what. Σας βεβαιώ, ούτε ο Κίτσος Τεγόπουλος ούτε ο Σεραφείμ Φυντανίδης ήταν ανάλγητοι. Το πράγμα είναι πολύ πιο απλό. Είμαστε επαγγελματίας, υπάρχουν και αυτές οι ημέρες στη δουλειά, σπάνιες αλλά υπάρχουν, τέλος συζήτησης.
Γράφω αυτές τις λέξεις εδώ πέρα, περίπου 26 ώρες μετά το αδιανόητο. Δεν είναι ωραίες, ούτε εύκολες, ώρες. Η πιο μεγάλη δυσκολία για να τη διαχειριστώ, είναι η σκέψη ότι σε όλη τη ζωή μπροστά, ο γιος του Τζόρτζι κάθε χρόνο τέτοια μέρα στα γενέθλιά του, 9 Οκτωβρίου, θα έχει μνημόσυνο του πατέρα του. Δεν θα χαρεί γενέθλια, με την ψυχή του, ποτέ. Συμβαίνει να γνωρίζω από τους πιο κοντινούς ανθρώπους μου, πώς είναι να έχεις πατέρα μόνον “από διηγήσεις”.
Θα άρμοζε in memoriam, όσο τίποτα άλλο, ένα φιλικό Ελλάδα-Αγγλία εν καιρώ. Με την αυτονόητη (και, μάλλον, ανυπέρβλητη) δυσχέρεια βέβαια, να βρεθεί στο ημερολόγιο το πότε, αλλά και το πού, θα γινόταν. Ενόσω εδώ, αντί να πρέπει να το οργανώσουμε, το είχαμε…έτοιμο, ένα Αγγλία-Ελλάδα σε sold-out Wembley, με τέλειο ηχητικό φόντο τη φωνή μερικών χιλιάδων Ελλήνων στην κερκίδα. Και με τους συντρόφους του Μπάλντοκ στο γρασίδι, να βρίσκουν τη (μετα)φυσική δύναμη για την ιδανική τιμή στη μνήμη.
Ευτυχώς, η UEFA δεν ανέβαλε τον αγώνα. Γράφτηκε ένα κομμάτι ιστορίας, μοναδικό. Αντιλαμβάνομαι ότι παντού και πάντοτε, δημοφιλής και ευπώλητη είναι η επίκριση. Δείτε τον ορυμαγδό, για τα παιγνίδια στο καλεντάρι. Για κάθε Κουκουρέγια ή Κονατέ που τα βρίσκουν πολλά, υπάρχει ένας Κίμιχ που λέει…εμένα μ’ αρέσει να παίζω. Μεγαλώσαμε με Λίβερπουλ 70s, που είχε 65-70 ματς στη σεζόν, σε γήπεδα-λασποτόπια, ποδόσφαιρο τραχύ, και τα έβγαζε με 14-15 ποδοσφαιριστές όλους-όλους. Κανείς δεν παραπονιόταν.
Η δημοφιλία είναι πειρασμός. Να την κυνηγάς, αυτό μπορεί να γίνει κάτι το ακραία ριψοκίνδυνο. Ο προπονητής της Αγγλίας έστειλε στον αγωνιστικό χώρο, την πιο “δημοφιλή” ενδεκάδα που θα μπορούσε. Ολοι, χύμα μέσα. Σαν να επρόκειτο για all-star game! Η επιδίωξη ήταν να “κερδίσει”, όχι την Ελλάδα, αλλά τα media. Να πουν πόσο καλύτερος είναι από τον Σάουθγκεϊτ, ώστε από προσωρινός να γίνει μόνιμος στη θέση. Η Ελλάδα έχει προπονητή που δεν κάνει επιλογές, ούτε παίρνει αποφάσεις, βάσει δημοφιλίας.
Καλύτερα παλαμάκι post-game, παρά παλαμάκι pre-game. Σήμερα όμως, δεν είναι η στιγμή να ασχοληθούμε με το ποδόσφαιρο. Δεν αλλάζει και κάτι, εδώ που τα λέμε, από το άρθρο στις 22 Ιουνίου, δηλαδή την εποχή της πρόσληψης του Γιοβάνοβιτς. Μια ορθή επανάληψη. “Το Nations League, και που είναι η Αγγλία στον όμιλο, πάλι δεν σηκώνει καμία άλλη προσέγγιση, ει μη μόνον τον στόχο του προβιβασμού από τη β’ στην α’ κατηγορία. Αλλιώς, τζάμπα κουραζόμαστε”. Θα ασχοληθούμε, την επόμενη φορά.
Πηγή: Sdna