Του Zastro
Ο Ντάνι Γουίλσον ήταν ένα παιδί ναυτικών, εμιγκρέδων από τη Σιέρα Λεόνε τη δεκαετία του ’20, που ρίζωσαν και πρόκοψαν στην Ουαλία, με όσα μέσα διέθεταν την εποχή εκείνη.
Έπαιζε ράγκμπι στην Κάρντιφ RFC, την ομάδα του ντόπιου ήρωα Γκάρεθ Έντουαρντς, και το κορίτσι του το είχε γνωρίσει σε μια παμπ του λιμανιού. Η Λιν συμπλήρωνε εκεί τα χρήματα από το babysitting σαν βοηθός στο σέρβις και θαμπώθηκε από το εντυπωσιακό άφρο μαλλί του γεροδεμένου αγοριού.
Δεν ήθελε και πολλά. Αγόρι γνωρίζει κορίτσι – ερωτεύονται και η συνέχεια δόθηκε στη μαιευτική κλινική του νοσοκομείου St David’s στο Κάντον του Κάρντιφ. Όταν ακούστηκε το πρώτο κλάμα του γιου τους, του Ράιαν, ο Ντάνι μόλις είχε κλείσει τα 18 και η Λιν ήταν ακόμη 17 χρονών.
Δεν ήταν παντρεμένοι ασφαλώς, μήτε είχαν συναίσθηση των ευθυνών, τις οποίες καλούντο να αναλάβουν σε μια τόσο τρυφερή ηλικία.
Τον Ντάνι, άλλωστε, τον ένοιαζαν μονάχα η οβάλ μπάλα του ράγκμπι, τα ξεχειλισμένα ποτήρια μπύρας και η διασκέδαση.
Εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70, το χτιστό κορμί σε συνδυασμό με το παχύ μουστάκι και την εντυπωσιακή άφρο κώμη, ξετρέλαινε τα κορίτσια και ο Ντάνι ήταν αυτό που λέμε κομψά “επιρρεπής” και ελάχιστα επιλεκτικός στις συντροφιές του. Παρά τη γέννηση του γιου του, εξακολουθούσε να βγαίνει τα βράδια και να πίνει, αγαπημένη του συνήθεια τελών εν ευθυμία ήταν να βγάζει τα κουμπιά από τις μπλούζες των θαυμαστριών του και να κάνει συλλογή.
Λίγη σημασία είχε ότι η Λιν έμενε μόνη πίσω στο σπίτι, προσπαθώντας να μεγαλώσει το παιδί τους, δίχως χρήματα και μοναδική βοήθεια από τους γονείς της. Η Λιν έκανε και δυο και τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα, οι τσακωμοί με τον -συνήθως μεθυσμένο- Ντάνι πολλές φορές ξέφευγαν από τα όρια.
Όταν ξεκίνησε να τη χτυπάει, ο μικρός ίσα που είχε ξεκινήσει να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του.
Όταν έβλεπε τον πατέρα του στη λάσπη να διαπρέπει στο ράγκμπι, το πρόσωπό του φωτιζόταν. Στο σπίτι, το φως γινόταν σκοτάδι.
Όλοι σφυρηλατούνται από τις εικόνες στην παιδική τους ηλικία, τότε που διαμορφώνεται ο χαρακτήρας και καθορίζεται η πορεία της ψυχής τους. Αυτό που γίνεσαι, όλα όσα κάνεις, έχουν έστω μια ρίζα σε εκείνες τις εικόνες, ακόμα και υποσυνείδητα.
Αυτή ήταν η σχέση του Ράιαν Γουίλσον με τον πατέρα του, αυτές είναι οι πρώτες χαρακιές της ψυχής του.
Όταν ο Ράιαν κλείνει τα 7, ο πατέρας του έχει πάρει μεταγραφή στην Σουίντον, ένα προάστιο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής του Μάντσεστερ. Ο Ντάνι είναι στο απόγειο της καριέρας του, για πρώτη φορά κερδίζει σοβαρά χρήματα από το ράγκμπι και στο γήπεδο είναι φανταστικός.
Μοιάζει να μην υπολογίζει κανέναν αντίπαλο, δεν τον σταματάει κανείς, όσο αντιαθλητικά κι αν προσπαθήσει.
Ο Ντάνι δεν τους βλέπει, κινείται στο γήπεδο, σα να μην υπάρχουν. Το κακό είναι ότι έκανε το ίδιο πράγμα και με τα μέλη της οικογένειάς του.
Ο Ράιαν είχε πια να αντιμετωπίσει, εκτός από την έλλειψη της οικογενειακής γαλήνης, και τον ξεριζωμό από το μοναδικό τόπο που αισθανόταν ασφαλής. Στο Κάρντιφ δεν είχε νιώσει ποτέ ρατσισμό, κανείς δεν έδινε σημασία στο γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν μαύρος και όλοι στο δρόμο τον χαιρετούσαν, επειδή ήταν τοπικός ήρωας.
Στα μαγχεστριανά προάστια, όμως, ήρθε αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα, την οποία μέχρι πρότινος αγνοούσε. Η συμπεριφορά του πατέρα του και η κατάσταση στο σπίτι τον ενοχλούσε, από την άλλη ένιωθε υπεύθυνος για τον αδερφό του το Ρόντρι και η μοναδική πατρική φιγούρα μπροστά του ήταν ο Ντάνι.
Του άρεσε το ποδόσφαιρο πραγματικά από πολύ μικρός ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο, δεν είναι σχήμα λόγου. Έπαιζε μπάλα από τριών ετών, στον παιδικό σταθμό δεν ήθελε ούτε να ζωγραφίζει, ούτε να παίζει με τις πλαστελίνες και να φτιάχνει πράγματα. Ήθελε μόνο να κλωτσάει τη μπάλα.
Στο σχολείο ήταν ο καλύτερος, τον ήθελαν όλοι στην ομάδα τους, στη γειτονιά το ίδιο. Πολλές φορές έπαιζε και τέσσερις αγώνες σε ένα Σαββατοκύριακο.
Κάθε φορά, έριχνε κλεφτές ματιές στις εξέδρες, μήπως δει τον Ντάνι. Ήταν το μαράζι του ότι ο δικός του πατέρας δεν είχε πάει ποτέ να τον δει.
Η δίψα και η θέληση για ποδόσφαιρο ήταν ασταμάτητη. Αρχηγός στη σχολική ομάδα, μέλος ενός ερασιτεχνικού συλλόγου, αστέρι της ομάδας της περιοχής, του Σάλφορντ.
Είχε δοκιμάσει και με την τοπική ομάδα στο ράγκμπι με την ελπίδα ότι ο Ντάνι θα συγκινηθεί και θα πάει να τον δει. Δεν πήγε.
Κατά κάποιον τρόπο, δεν διέφερε από χιλιάδες παιδιά αθλητών. Ήθελε να μιμηθεί τον πατέρα του, να ακούσει μια καλή κουβέντα, να κερδίσει ένα χαμόγελο, να φτιάξει με τον τρόπο του το κλίμα στο σπίτι.
Δεν είχε είδωλα, του άρεσαν κάποιοι διάσημοι ποδοσφαιριστές, αλλά όχι σε βαθμό να κοπιάρει τις κινήσεις τους ή να κολλάει την αφίσα τους στο δωμάτιό του. Ο ήρωάς του ήταν -ανομολόγητα- ο πατέρας του.
Σε όλη την ιστορία και τις όποιες εκφάνσεις της -κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές, συναισθηματικές- απαντάται και εξυφαίνεται το σύνδρομο του Ιωσήφ. Μια πατρική φιγούρα που αναζητείται για να αναπληρώσει ή να συμπληρώσει το μειονέκτημα του φυσικού πατέρα.
Εν προκειμένω, την απουσία του Ντάνι Γουίλσον, κάλυψε εν αγνοία του ο γαλατάς από το Μάντσεστερ, Ντένις Σκόφιλντ.
Ο τελευταίος είχε την τρέλα να σταματήσει εκείνο το απόγευμα το φορτηγάκι του σε μια αλάνα της περιφέρειας, για να δει, αν είναι η σωστή μέρα του επόμενου Τζίμι Γκριβς του βρετανικού ποδοσφαίρου.
Ο Σκόφιλντ συνήθιζε να παρακολουθεί αγώνες πιτσιρικάδων, αγαπούσε τόσο πολύ το ποδόσφαιρο που κάθε τόσο έστελνε επιστολές με ονόματα ταλέντων στους υπεύθυνους των ακαδημιών της Σίτι. Εκείνη την ημέρα του 1981, πάρκαρε το φορτηγάκι στο γηπεδάκι του Grosvenor Road Primary School του Σουίντον.
Πιτσιρίκια οκτώ και εννέα χρονών έτρεχαν και κυνηγούσαν τη μπάλα. Ένα απ’ αυτά έτρεχε σαν γαζέλα, θαρρείς και του είχαν βάλει δυναμίτη στα πόδια. Ο Σκόφιλντ έχει ανοίξει το στόμα, όπως ο επισκέπτης που βλέπει για πρώτη φορά από κοντά την Pietà στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου.
Αμέσως, απευθύνεται στους παρευρισκόμενους, ρωτά να μάθει το όνομα του παιδιού, ζητά να μιλήσει με τους γονείς του.
Του υποδεικνύουν να μιλήσει στην ξανθιά κυρία που κάθεται αφηρημένη στην εξέδρα. Είναι η Λιν Γκιγκς, η μητέρα του Ράιαν. Ο Ντάνι είχε πάρει μεταγραφή στο Λίβερπουλ -ούτως ή άλλως δεν υπήρχε περίπτωση να βρίσκεται εκείνος στην εξέδρα εκείνη τη μέρα.
Ο Σκόφιλντ θέλει την υπόσχεση τής μητέρας τού παιδιού ότι θα υπογράψουν προσύμφωνο. Η Λιν διστάζει, του εξηγεί ότι είναι μόνη, πως με τις δουλειές της είναι πολύ δύσκολο να πηγαινοφέρνει τα παιδιά στις προπονήσεις.
Για έναν ολόκληρο χρόνο, ο γαλατάς από το Σουίντον πηγαινοέφερνε το Ράιαν και τον αδελφό του τον Ρόντρι στις προπονήσεις.
Δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη φορά, όταν ο μικρός Ράιαν σκόραρε ένα σημαντικό γκολ και έτρεξε να τον αγκαλιάσει σφιχτά στην κερκίδα. Το σύνδρομο του Ιωσήφ είχε λειτουργήσει και επρόκειτο να συνεχίσει να λειτουργεί στην εντέλεια.
Ο Άλεξ Φέργκιουσον είδε τον Ράιαν Γουίλσον για πρώτη φορά το 1986. «Έτρεχε στο χορτάρι σαν αγγλικό Κόκερ Σπάνιελ που κυνηγάει ένα κομμάτι χαρτί που το παίρνει ο άνεμος» ήταν η πρώτη σκέψη του.
Στ’ αυτιά του Σκώτου, είχαν φτάσει οι πληροφορίες ότι το όνομα του Ράιαν ήταν στα μπλοκάκια πολλών scouts από κορυφαίες ομάδες της χώρας, προεξέχουσας της συμπολίτισσας Σίτι.
Ένα απόγευμα, ο 13χρονος Ράιαν γύρισε σπίτι από την προπόνηση και είδε έναν κύριο να συζητά με τη μητέρα του στο σαλόνι. Κρυφάκουσε και κατάλαβε ότι συζητούσαν για όρους σε συμβόλαιο. Ο κύριος ήταν ο προπονητής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, της ομάδας, την οποία ο μικρός υποστήριζε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.
Κάποια στιγμή τον πήρε απόμερα, του χάιδεψε το κεφάλι και του είπε ότι στη Γιουνάιτεντ δεν θα βρει μόνο προπονητές ικανούς να τον βελτιώσουν και να αξιοποιήσουν το ταλέντο του, αλλά ανθρώπους που θα φροντίσουν να τον βοηθούν πάντα σε οτιδήποτε τον απασχολεί στη ζωή του.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Ράιαν έχει μπει για τα καλά στην εφηβεία, η σωματική του διάπλαση, όμως, είναι δυσανάλογη. Μακριά λεπτά πόδια, στενοί ώμοι, μικρός κορμός. Το μακρινό 1988 δεν υπήρχαν κάμερες, πολλώ δε smartphones που μπορούσαν να βιντεοσκοπήσουν κάθε τι που συμβαίνει στη ζωή μας.
Κανονικά θα ήταν απορίας άξιο πως ένα ολόκληρο συνεργείο του ITV βρέθηκε στο Άνφιλντ για ένα σχολικό τουρνουά, το επονομαζόμενο Granada Schools Cup.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι βρίσκονταν εκείνη την ημέρα στο γήπεδο για το παιδί με την πράσινη φανέλα και το νούμερο 6: τον Ράιαν Γουίλσον.
Το αναφέρει και ο σχολιαστής σχεδόν με το ξεκίνημα του βίντεο: «Το 6 είναι στο στόχαστρο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ».
Στο ματς ο Ράιαν δεν σκοράρει ούτε ένα γκολ, αλλά συμμετέχει και στα τρία γκολ της Σάλφορντ και τους περνάει σαν σταματημένους. Παίρνει μόνος του όλη την πτέρυγα, ο διασκελισμός του είναι ρευστός, σχεδόν υπνωτικός για τα υπόλοιπα παιδιά, και οι πάσες του χειρουργικής ακρίβειας.
Στο τέλος του ματς, ο Ρον Γέιτς, scout της Λίβερπουλ ομολογεί ότι «αν τον ξέραμε νωρίτερα, θα τον είχαμε κλείσει με κάθε κόστος».
Ο Ράιαν είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της νίκης της Σάλφορντ, ψηφίζεται πολυτιμότερος παίκτης του αγώνα και στα αποδυτήρια, με τη χαρά και την αφέλεια του παιδιού, όπως ήταν, ομολογεί στην κάμερα ότι «το ξέρω, θα έπρεπε να παίζω με την Κ15 της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ απόψε, εγώ, όμως, ήθελα να είμαι εδώ με τους φίλους μου. Άλλωστε, το γήπεδο εδώ είναι καλύτερο».
Εκείνο το βράδυ στην κερκίδα ήταν (και πάλι) η μητέρα του. Ο πατέρας του τους είχε εγκαταλείψει ήδη έναν χρόνο. τούτη τη φορά ήταν τελεσίδικο ότι θα φύγει. Ο Ράιαν τον είχε συνοδεύσει στο σταθμό, κουβάλησε τη μία βαλίτσα και τον είχε αποχαιρετίσει κρύα, γιατί δεν ήξερε πώς να φερθεί.
Επιστρέφοντας σπίτι, είχε γεννηθεί μέσα του η ιδέα πως πρέπει να τον ξεχάσει. Και ο μόνος τρόπος να ξεχάσει ήταν να αφεθεί εξ ολοκλήρου στο μοναδικό τομέα της ζωής του, στον οποίο ξεχώριζε: στο ποδόσφαιρο.
Αποφάσισε ότι όλη η ένταση, όλη η πίκρα θα βγει στις κούρσες του στο γήπεδο, στις τρίπλες και στα σουτ. Ο μόνος τρόπος, για να ξεπεράσει την εγκατάλειψη και την αδιαφορία του Ντάνι Γουίλσον, ήταν να ξεχάσει, ει δυνατόν να διαγράψει.
Στα 16 του χρόνια, ο Ράιαν Γουίλσον αποφάσισε να γίνει Ράιαν Γκιγκς.
Το 1989 οι Νέοι της Γιουνάιτεντ ταξίδεψαν για ένα τουρνουά στη βόρειο Ιταλία. Πριν την πρεμιέρα, ο διαιτητής μπαίνει στα αποδυτήρια και με τα διαβατήρια στα χέρια ξεκινά τη διαδικασία αναγνώρισης.
–«Γκιγκς»;
–«Εγώ», σήκωσε το χέρι αυθόρμητα, κι ας ήξερε ότι οι συμπαίκτες του θα απορήσουν.
Πολλά χρόνια αργότερα, ένας ρεπόρτερ είχε την παρρησία να τον ρωτήσει για αυτή την απόφαση και το συγκεκριμένο σκηνικό. «Δεν θεωρείς ότι ήταν αρκετά ατιμωτικό για τον πατέρα σου να αλλάξεις το επώνυμό σου»; Ο Ράιαν δίστασε, κόμπιασε, αλλά ένιωσε, σα να του απηύθυνε την ερώτηση κάποιος συμπαίκτης του, σε εκείνο το τουρνουά στην Ιταλία, όταν πήρε μεμιάς την απόφαση:
«Στ’ αλήθεια όχι. Πιο πολύ το έκανα, γιατί ένιωσα ότι έπρεπε κάποια στιγμή να πάρω ανοικτά το μέρος της μαμάς».
Ο δημοσιογράφος δεν έκανε δεύτερη ερώτηση, ο Γκιγκς χαμογέλασε και αποχώρησε. Από τον πατέρα του πήρε, όσα αρκούσαν. Την αθλητική έφεση, το ανηλεές τρέξιμο, ίσως και το ταλέντο να αποφεύγει εκείνους που με θεμιτά και αθέμιτα μέσα προσπαθούσαν να τον σταματήσουν. Τα υπόλοιπα όμως τα χρωστούσε στη μάνα του.
Την αληθινή οικογένεια, την έννοια της παρέας και της συμβίωσης χαρακτήρων, την πήρε στον οργανισμό της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ήταν ευλογημένος και έγινε μέλος της φουρνιάς του ’92 που κατέκτησε το Youth League. Μπέκαμ, οι αδελφοί Νέβιλ, ο Νίκι Μπατ, ο Πολ Σκόουλς κι εκείνος.
Μια γενιά παιδιών ταγμένα στον Φέργκιουσον, μια παρέα αγοριών που ανέπτυξαν μια σχέση μαζί του, η οποία ξεπερνά τη σχέση προπονητή-παικτών. Ο Φέργκι ήταν ο μέντορας, ο προστάτης, ο πατέρας τους. Τους έπαιρνε στο φημισμένο The Cliff και έκαναν προπονήσεις με την πρώτη ομάδα.
Η μαθητεία εμπεριείχε τα πάντα. Φούσκωναν τις μπάλες, καθάριζαν με λαρδί τα παπούτσια των μεγαλυτέρων, κουβαλούσαν τα τέρματα και τον αθλητικό εξοπλισμό. Η “τάξη του ‘92″, όπως έμεινε στην ιστορία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, προετοιμάστηκε και γαλουχήθηκε με έναν περίπλοκο και δυσπρόσιτο στόχο: να πρωτεύσει και στην Αγγλία και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η ιστορία κατέγραψε.
Ο Φέργκιουσον ήξερε ότι οι πιτσιρικάδες θα μάθουν, μόνο αν νιώσουν και υποχρέωση στη φανέλα, την οποία φορούν, μόνον εάν σεβαστούν το club και τους βετεράνους που ήταν μπροστά τους και έσερναν το κάρο στη λάσπη. Και ποιος ξέρει, εάν οι οιωνοί βοηθούσαν, μπορεί να εκπληρωνόταν και το τρελό όνειρο της κατάκτησης του Τσάμπιονς Λιγκ ξανά, μετά από δεκαετίες.
Ο Φέργκι επιβράβευσε το Ράιαν, πριν καν ενηλικιωθεί, στις 2 Μαρτίου του 1991, σ’ ένα παιχνίδι με την Έβερτον. Τον χρησιμοποιούσε συχνά, σε σωστές δόσεις, και ο μικρός ανταποκρινόταν.
Το Μάιο της ίδιας σεζόν, προς έκπληξη όλων, τον ξεκίνησε βασικό στο ντέρμπι με τη Σίτι.
Ο μικρός σκόραρε το μοναδικό γκολ της αναμέτρησης, το πρώτο γκολ της καριέρας του με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, σε νίκη στο ντέρμπι.
Ναι, τελικά οι οιωνοί βοηθούσαν, το όνειρο φάνταζε ολοένα και λιγότερο μακρινό.
Εκείνη η παρέα, επτά χρόνια μετά τον όρκο τιμής και πίστης, τον Μάιο του 1999, κατέκτησε την κορυφή της Ευρώπης. Με έναν τρόπο παραμυθένιο, μέσα σε ένα μαγικό τρίλεπτο και αφού για ογδόντα και πλέον λεπτά η παρέα πάσχιζε να ανατρέψει το εις βάρος της σκορ.
Στο πρώτο λεπτό των καθυστερήσεων, στο κόρνερ της απελπισίας, με τον Πέτερ Σμάιχελ να έχει αφήσει τα γκολπόστ στο κυνήγι του θαύματος. Ο Δανός προσπάθησε, αλλά δεν πήρε την κεφαλιά, η μπάλα αναπήδησε, κατέληξε στο ύψος της περιοχής, όπου βρισκόταν ο Γκιγκς. Έκανε κάτι σαν βολέ εν κινήσει, ένα κακό σουτ, σίγουρα η μπάλα δεν θα κατέληγε μέσα.
Ήταν σαν σουτ σε μπάλα του ράγκμπι, όπως εκείνα που έδινε στις λάσπες του Σουίντον ο Ντάνι. Παρενεβλήθη το πόδι τού “από μηχανής θεού”, της πατρικής φιγούρας στα αποδυτήρια, του Τέντι Σέρινγχαμ.
Γκολ. 1-1.
Δυο λεπτά αργότερα, νέο κόρνερ. Οι οιωνοί δεν βοηθούσαν απλώς, ούρλιαζαν, όπως ολόκληρο το Καμπ Νου. Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ εκτελεί με τα σωστά φάλτσα, ο γερο-Τέντι σηκώνεται, με όση δύναμη έχει για την κεφαλιά, τη βρίσκει, αλλά και πάλι δεν πάει προς τα μέσα. Ο δεύτερος “από μηχανής θεός” αυτήν την φορά είναι ένας πιτσιρικάς από τη Νορβηγία, ο Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ.
2-1. Πανδαιμόνιο.
Ο Σμάιχελ κάνει άλμα και τη διάσημη κωλοτούμπα 360 μοιρών του πανηγυρισμού, οι συμπαίκτες του έχουν γίνει ένα κουβάρι μπροστά στο πέταλο των οπαδών τους, ο Μπέκαμ τρέχει σαν μωρό παιδί με τα χέρια τεντωμένα, ο Σερ Άλεξ έχει κοκκινήσει στον πάγκο και χοροπηδάει από τη χαρά του, οι Γερμανοί είναι στο έδαφος, κλαίνε και χτυπιούνται.
Ο Ράιαν Γκιγκς είχε σφίξει τη γροθιά, είχε σουφρώσει τα χείλη του και αποτίναξε από μέσα του κάθε έννοια υποχρέωσης και καθήκοντος στο παρελθόν του.
Το 1999 ένιωθε ήδη βετεράνος, ήταν ήδη “παλιός” και σύμβολο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στο παλμαρέ του φιγουράριζαν ήδη 5 τίτλοι πρωταθλητή, 3 χρυσά μετάλλια κυπελλούχου Αγγλίας, 1 Λιγκ Καπ, 1 Κύπελλο Κυπελλούχων και ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ.
Για οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή, είναι νορμάλ νούμερα τερματισμού της καριέρας του. Και, μάλιστα, άκρως επιτυχημένης.
Ο Γκιγκς έμεινε ακόμα 15 (!) χρόνια. Κατέκτησε τα πάντα, έζησε πέντε γενιές ποδοσφαιριστών, αγωνίστηκε με όλα τα ιερά τέρατα του αγγλικού πρωταθλήματος.
Γεύτηκε τη χαρά της κατάκτησης του Διηπειρωτικού και της βελτιωμένης του έκδοσης, του Παγκοσμίου Κυπέλλου Συλλόγων.
Κατέκτησε και το δεύτερο Τσάμπιονς Λιγκ, στον τελικό του 2008 στη Μόσχα εναντίον της Τσέλσι.
Ένα ξεχωριστό βράδυ, στο οποίο συμπλήρωσε τις 759 συμμετοχές και κατέρριψε το ρεκόρ του Μπόμπι Μουρ.
Του έλαχε να εκτελέσει το τελευταίο πέναλτι. Ο Τσεχ είχε αποκρούσει το πέναλτι του αυθάδους Κριστιάνο Ρονάλντο, η Τσέλσι είχε χάσει το τρόπαιο μέσα από τα χέρια της, όταν ο Τζον Τέρι γλίστρησε και η μπάλα έφυγε άουτ.
Ο 35χρονος Γκιγκς πήρε φόρα, κοίταξε τον Τσεχ στα μάτια και έστειλε τη μπάλα να αναπαυθεί στην αντίθετη γωνία, από εκείνη, στην οποία έπεσε ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου. Ο Φαν ντερ Σαρ απέκρουσε το πέναλτι του Ανελκά, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Το σημαντικότερο γκολ της ατέλειωτης καριέρας του Ράιαν Γκιγκς θα αναφωνούσε οποιοσδήποτε. Έδωσε τίτλο, ανέβασε ξανά τη Γιουνάιτεντ στον Όλυμπο.
Κι όμως, όχι. Το γκολ που απεικονίζει την καριέρα και τη στόφα του ποδοσφαιριστή Γκιγκς, επιτεύχθηκε στον επαναληπτικό ημιτελικό εναντίον της Άρσεναλ του Βενγκέρ, στο ουδέτερο Βίλα Παρκ, το 1999, στο Μπέρμιγχαμ.
Ο Ράιαν είχε αντικαταστήσει τον Μπλόμκβιστ στην παράταση. Το σκορ ήταν κολλημένο στο 1-1, η Μάντσεστερ πάλευε να κρατήσει με 10 εναντίον 11, ο Σμάιχελ είχε αποκρούσει το πέναλτι, η Άρσεναλ πίεζε για τη χαριστική βολή.
Δεν είχε ξεκινήσει καλά, ήταν νευρικός και τον είχε συμπαρασύρει η πολύ κακή βραδιά όλων. Στις τρεις-τέσσερις πρώτες επαφές είτε είχε κάνει λάθος, είτε χαλούσε τη φάση ο συμπαίκτης του.
Αποφάσισε ότι την επόμενη φορά που θα πάρει τη μπάλα, δεν θα τη δώσει σε κανέναν. Όπου κι αν του τη δώσουν, όσοι κι αν τον φρουρούν, θα τους περάσει όλους. Το έκανε. Τους πέρασε όλους. Αυτός ήταν ο Ουαλός.
Το συγκεκριμένο γκολ θύμισε την κούρσα στο σχολικό τουρνουά ξανάφερε στο νου το παιδί που ξετρέλανε τον Φέργκιουσον.
Ο Γκιγκς έβγαλε τη φανέλα, άρχισε να την ανεμίζει και πήγε στον Σερ Άλεξ και τον αγκάλιασε.
Η Γιουνάιτεντ ήταν το σπίτι του, ήταν η ομάδα που υποστήριζε από μικρό παιδί, ο οργανισμός που δεν του δημιούργησε ποτέ την ανάγκη να ψάξει άλλον, καλύτερον. Η Γιουνάιτεντ γέμιζε το κενό μέσα του, ο Φέργκι αντικατέστησε την πατρική φιγούρα.
Ο δεσμός ήταν τόσο ισχυρός που άντεξε περνώντας από χίλιες-δυο στενωπούς και κύματα. Πέρασαν δεκάδες παίκτες, ονόματα πρώτα στη μαρκίζα. Καντονά, Μπέκαμ, Κριστιάνο Ρονάλντο, Ρούνεϊ, Κιν, Χιουζ, Ρόμπσον, Φαν Νίστελροϊ και τόσοι άλλοι. Ανεμοστρόβιλος αλλαγών, πλάνων και πλεύσεων.
Σταθεροί έμεναν μονάχα ο Φέργκι με το παιδί του, που πεισματικά αρνείτο να κρεμάσει τα παπούτσια, μέχρι να γίνει η ροή των πραγμάτων “φυσιολογική” στη σχέση πατέρα και γιου. Πρώτα φεύγει ο Φέργκι, μετά ο Ράιαν. Θαρρείς και ήθελε να ξεπληρώσει ό,τι μπορούσε κι ακόμα παραπάνω, σαν να το είχε χρέος μέσα του.
Έμεινε στην ομάδα δικαιωματικά και σαν βοηθός. Με όλους όσοι πέρασαν μετά τον Φέργκι, ακόμα και με τον στριφνό και δύσκολο Φαν Χάαλ.
Ήταν αδιανόητο να πάψει να συνδέεται το όνομά του με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και μόνο μια πάρα πολύ ισχυρή προσωπικότητα όπως ο Μουρίνιο θα μπορούσε να τον θέσει σε αργία, όπως κι έγινε.
Κανονικά στην αναζήτηση για το όνομά του, έπρεπε να βγαίνει η λέξη «θρύλος» και μια φωτογραφία του αγκαλιά με το Σερ Άλεξ.
Αντ’ αυτού τα πρώτα αποτελέσματα είναι τα σκάνδαλα, οι ερωτικές παρασπονδίες, το κουτσομπολιό και η προδοσία.
Τον Φέργκιουσον και τη Γιουνάιτεντ δεν τους πρόδωσε ποτέ. Πρόδωσε τη γυναίκα του, τον αδελφό του, δεν σεβάστηκε τα παιδιά του, γιατί διατηρούσε σχέση με τη γυναίκα του μικρού αδελφού του επί οκτώ συναπτά έτη.
Δεν υπάρχει λόγος να εμβαθύνουμε, είναι φρικτό, είναι ανέντιμο, είναι ποταπό από κάθε άποψη. Οι ενοχές είναι πολύ περίεργο πράγμα. Αφήνουν μια αίσθηση σαν κράμπα στην ψυχή, σαν παλινδρόμηση φρικαλέων αναμνήσεων.
Ο Ντάνι Γουίλσον φταίει για πολλά απ’ όσα συνέβησαν ή επέλεξε να κάνει ο γιος του. Το μεγαλύτερο λάθος τού Ράιαν ήταν ότι του έδωσε το δικαίωμα να τριγυρνάει σε κανάλια και εφημερίδες κατακρίνοντάς τον ως άνθρωπο.
«Ό,τι έκανε στο γήπεδο ήταν υπέροχο. Έξω απ’ αυτό πρέπει να μάθει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του» είναι η πιο ήπια δήλωση του βιολογικού του πατέρα, ο οποίος έχει πει πολύ χειρότερα.
Στο συγκλονιστικό δράμα «Εις το όνομα του Πατρός», εξελίσσεται μια διαχρονική συνθήκη. Η σχέση με τον πατέρα, το γονιό.
Οι δεσμοί, τα συναισθήματα στοργής και αγάπης συνθλίβονται ακαριαία, όταν διαρραγεί αυτή η σχέση.
Εγκατάλειψη, αδιαφορία, αποστροφή, θυμός, προδοσία.
Στο χορτάρι ο Ράιαν Γκιγκς είχε τον πατέρα, ο οποίος του άξιζε, και μεγαλούργησε εις το όνομά του.
Στη ζωή του ατύχησε.
Και διέπραξε το ίδιο σφάλμα απέναντι και στα δικά του παιδιά, τη δική του οικογένεια.
Εις το όνομα του πατρός.
Πηγή: Athletes’ Stories