Επιλογή Σελίδας

Του Θάνου Σαρρή

Είχα την τύχη να συναναστραφώ στο παρελθόν αρκετούς «οπαδούς» εθνικών ομάδων, τόσο σε μεγάλες διοργανώσεις όπως το Μουντιάλ και το Euro, όσο και σε μεμονωμένα ταξίδια τους. Οι δύο φορές που «ζήλεψα» περισσότερο ήταν η συνάντηση με τους Ιρλανδούς στο Euro 2016 και με τους Λατινοαμερικάνους, κυρίως Αργεντινούς και Περουβιανούς στο Μουντιάλ του 2018. Τρελαμένοι στις χαρές και σκυθρωποί στις λύπες, αλλά πάντα γεμάτοι κέφι για να συνοδεύσουν την ομάδα, να τραγουδήσουν γι’ αυτή, να φορέσουν τη φανέλα χωρίς δεύτερες σκέψεις για το αν θα συνδεθεί με πολιτικές μίσους και σκοταδιού.

Πλανάται από τότε στο μυαλό μου το ερώτημα γιατί τελικά η δική μας Εθνική δεν μπορεί να αποκτήσει «κανονικό» κοινό, φιλάθλους που να γεμίζουν το γήπεδο όχι μόνο όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά, αλλά ανεξαρτήτως πορείας και αποτελέσματος. Ακόλουθους που να ασκούν κριτική, να χειροκροτούν ή να μποϋκοτάρουν, αλλά με γνώμονα αυτό που βλέπουν στο χορτάρι.

Η απάντηση έχει να κάνει μάλλον με τη νοοτροπία και την ποδοσφαιρική κουλτούρα, που για διάφορους λόγους στην Ελλάδα αντιμετωπίζει ενδημικά προβλήματα. Και σε συλλογικό επίπεδο, άλλωστε, εκείνοι που αγαπούν τη νίκη περισσότερο από την ίδια την ομάδα είναι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Προφανώς, θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι δεν υπάρχουν «κολλημένοι» και στο εξωτερικό, ειδικότερα σε χώρες με αντίστοιχο ιστορικό με τη δική μας. Προφανώς υπάρχουν εθνικές που αποτελούν προπύργιο εθνικιστών. Αλλά δεν είναι η πλειοψηφία. Και δεν διαθέτουν όλο το υπόλοιπο πακέτο με trademark “Made in Greece”.

Το πολεμικό κλίμα ανάμεσα στις ΠΑΕ, τα Μέσα και τους δημοσιογράφους που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, καθώς και τα Social Media (μην τα υποτιμάτε, είναι πλέον εργαλείο πολιτικής επικοινωνίας) που ακολουθούν καταπόδας, σε συνδυασμό με το πανταχού παρόν παρασκήνιο, έχουν δηλητηριάσει ακόμα περισσότερο τη σχέση του φίλαθλου κοινού με την Εθνική Ελλάδας. Ο Ομοσπονδιακός τεχνικός πρέπει συνεχώς να αποδεικνύει ότι δεν είναι ελέφαντας, ότι δεν παίρνει «χαρτάκι» από παράγοντες και από πανίσχυρους μάνατζερ. Η απόδοση ενός ποδοσφαιριστή κρίνεται από το κατά πόσο είμαστε οπαδοί ή αντίπαλοι του συλλόγου, ο οποίος τον πληρώνει.

Οι ανώνυμοι insiders του διαδικτύου ξεδιπλώνουν το παρασκήνιο και γίνονται viral, χωρίς να ενδιαφέρει κανέναν η αλήθεια. Μόνο οι εντυπώσεις, μόνο η προπαγάνδα. Το εθνόσημο, άλλωστε, είναι απροστάτευτο απέναντί της: Για όσους δεν θυμούνται, ας αναζητήσουν πως η πολύπαθη εθνική έγινε μια από τις πλατφόρμες για «γαλάζιες στρατιές» και πογκρόμ. Όλα αυτά καταλήγουν σε έναν δημόσιο διάλογο με σχεδόν μηδενικό όφελος, καθώς οι ρεαλιστικές φωνές και πένες συνήθως καλύπτονται από τη βοή της προπαγάνδας.

Όλο αυτό, φυσικά, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αμαρτωλή ΕΠΟ και την κληρονομιά της διαφθοράς που κουβαλάει. Είναι συνδεδεμένο με την ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα που άγεται και φέρεται από παράγοντες. Είναι sequel της δαιτητολαγνείας και της παρασκηνιολατρείας, που φέρνει το οτιδήποτε ποδοσφαιρικό σε δεύτερη μοίρα. Και βέβαια, συμβαίνει γιατί αρκετές φορές στο παρελθόν έχουν δοθεί αφορμές για να πιστέψει το ακροατήριο τα σενάρια περί πληρωμένων κλήσεων και των άνωθεν εντολών.

Προφανώς και έχουν ευθύνη (και) τα Media γι’ αυτό, άλλωστε αρκετά δεν προσπαθούν να κρύψουν ούτε για τα μάτια του κόσμου τις σχέσεις εξάρτησης που τα διέπουν. Σαφώς και έχουν ευθύνη οι δημοσιογράφοι-υπάλληλοι. Είναι όμως και ζήτημα ευρύτερης ποδοσφαιρικής παιδείας, η οποία, όπως και οποιαδήποτε άλλης μορφής παιδεία στη χώρα που τα σκουπίδια διαμορφώνουν συνειδήσεις, είναι βαριά άρρωστη.

Η Ελλάδα έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης στο Euro 2004. Ακόμα κι αυτό το μυθικό επίτευγμα, δεν ήταν αρκετό για να διορθώσει τα κακώς κείμενα στην προβληματική της σχέση με τον κόσμο. Δεν θα διορθωθούν ποτέ, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται και η ΕΠΟ αποτελεί ένα κάστρο προς διεκδίκηση, όσο οι επίγειοι και διαδικτυακοί στρατοί ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από το ποδόσφαιρο. Και φυσικά, όσο υπάρχουν οι αφορμές για να το κάνουν.

Πηγή: Gazzetta