Στον πηγαιμό για τον Βόλο, το περασμένο Σάββατο, τσέκαρα ασυναίσθητα τα μέτρα τάξης για να τα συγκρίνω με τα αντίστοιχα μέτρα της Αστυνομίας κατά τον περσινό τελικό του Κυπέλλου στον Βόλο. Προσέξτε παράνοια: ένας παρατηρητής μπαίνει στο τριπάκι να συγκρίνει τα μέτρα ασφάλειας σε τελικούς με κλειστές πόρτες για να κάνει τη σύγκριση, διότι η δεύτερη σκέψη που κάνουμε όλοι όσοι εργαζόμαστε σε ποδοσφαιρικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα είναι ότι οι κλειστές πόρτες δεν είναι αρκετές για την εξάλειψη της γηπεδικής βίας.
Το μεσημέρι του Σαββάτου, που το σκέφτηκα, άρχισα να κοροϊδεύω τον εαυτό μου για την διαστροφή. Κι ύστερα, το απόγευμα, πήγα στο γήπεδο. Και είδα τους “μετρημένους” και “διαπιστευμένους” να κάνουν χειρονομίες την ώρα που ο τελικός εξελισσόταν. Και μετά είδα όλους αυτούς του Άρη που πήραν στο κυνήγι την Στεφανί Φραπάρ. Και την ίδια ώρα έβλεπα στην … κερκίδα των επισήμων κάποιους να έρχονται μούρη με μούρη και να είναι έτοιμοι να παίξουν ξύλο. Δεν ξέρω τι τους κράτησε και δεν πλακώθηκαν. Μάλιστα εκείνη τη στιγμή έπιανα τον εαυτό μου να παρακαλάει να πλακωθούν αυτοί από κάτω για να ξεφτιλιστούμε απολύτως, μήπως και βοηθήσει αυτό το ξεφτιλίκι να γίνουμε παγκόσμιο viral ώστε να αναγκαστεί η Ελλάδα να πατάξει την γηπεδική βία. Διότι την γηπεδική βία δεν την παράγουν μόνο “πέταλα”. Πολύ συχνά την γεννούν, την υποθάλπτουν, την ανέχονται, ή και την κάνουν δική τους οι … επίσημοι. Γι’ αυτό δούλεψε ανάποδα το κεφάλι μου και τσέκαρα τα μέτρα ασφαλείας πριν από τον τελικό: επειδή όσοι πηγαίνουμε στα γήπεδα δεν αισθανόμαστε ασφάλεια ούτε όταν αυτά είναι άδεια. Διότι, συγκυριακά, το κράτος σήμερα κυνηγάει τους “ανώνυμους” που παράγουν βία στα γήπεδα, αλλά εξακολουθεί να μη τολμά να τα βάλει με τους “επώνυμους”.
Οταν αναγκάζεται η Ελλάδα, δηλαδή το κράτος, αποφασίζει να τα βάλει με την γηπεδική βία των πολλών και ανώνυμων. Αυτό που ζούμε τούτες τις μέρες με τον τελικό του Conference League είναι η απόλυτη επιβεβαίωση, σε συνέχεια όλης αυτής της … ησυχίας που έχει επιβληθεί στις κερκίδες μετά από την δολοφονία του αστυνομικού Γιώργου Λυγγερίδη.
Στον Βόλο το Σάββατο οι αστυνομικοί ήταν, κυριολεκτικά, περισσότεροι, για να μη πω πολύ περισσότεροι από τους θεατές του τελικού του Κυπέλλου. Έξω από τις θύρες μου έτυχε να μου μιλήσουν αστυνομικοί των ΜΑΤ από την Αθήνα και από την Θεσσαλονίκη. Προσέξτε, για έναν αγώνα με κλειστές πόρτες και μερικές δεκάδες διαπιστευμένους θεατές είχαν “κουβαληθεί” στον Βόλο διμοιρίες των ΜΑΤ από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη.
Στη Νέα Φιλαδέλφεια τούτες τις ώρες μαζεύονται αστυνομικοί από όλα τα σημεία της χώρας. Και το ίδιο συμβαίνει με τους security. Μαζεύονται άνθρωποι που εργάζονται ως προσωπικό ασφαλείας στα γήπεδα όλης της χώρας σε αγώνες της Superleague. Τώρα, που έστω συγκυριακά την νοιάζει προκειμένου να μη πληρώσει το πολιτικό κόστος, μια κυβέρνηση βάζει πρωτόγνωρες προδιαγραφές ασφαλείας σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.
Παρόμοιο σκηνικό είχε στηθεί και το περασμένο καλοκαίρι, στο Super Cup, στο Καραϊσκάκη. Όλα όσα ζούμε στην διάρκεια των τελευταίων περίπου 9 μηνών είναι για να τα βλέπει ένας παρατηρητής και να βεβαιώνεται ότι, τουλάχιστον στο ποδόσφαιρο, για να μη το γενικεύω, το ελληνικό είναι ένα κράτος που όταν θέλει λειτουργεί. Το πρόβλημα είναι ότι δεν θέλει να λειτουργεί διαρκώς. Αν τα έστελνε αυτά τα μηνύματα διαρκώς, μια κυβέρνηση θα την είχε διώξει προ πολλού και οριστικά την βία από τα γήπεδα.
Όσα ζούμε στην διάρκεια των τελευταίων μηνών διώχνουν και τις τελευταίες αμφιβολίες. Η Ελλάδα έχει ένα κράτος που την θέλει, ή την ανέχεται την γηπεδική βία. Ένα κράτος που δεν θέλει να την βγάλει τη βία από τα γήπεδα. Κράτος στο οποίο κάνουν κουμάντο αυτοί με τους μπράβους, που παρανομούν και κυκλοφορούν καμαρωτοί ασύλληπτοι. Ακόμη και όταν λαμβάνει μέτρα για τους πολλούς, τους ανώνυμους, το κράτος δεν τολμά να τρομάξει ή να συλλάβει τους επώνυμους – τους αφήνει να κυκλοφορούν ανενόχλητοι με τους μπράβους τους και μάλιστα τους δίνει και διαπιστεύσεις. Τους νομιμοποιεί.
Πηγή: Gazzetta