Του Βασίλη Σαμπράκου
Τέτοιες μέρες πριν από 22 χρόνια είχα μόλις επιστρέψει από το Μάντσεστερ και έλεγα σε φίλους και γνωστούς ότι είχα παρακολουθήσει στο “Ολντ Τράφορντ” την κορυφαία εμφάνιση ποδοσφαιριστή στη ζωή μου ως θεατής – και όχι τηλεθεατής – ενός αγώνα. Είχα μόλις δει τον Ντέιβιντ Μπέκαμ απέναντι στην Ελλάδα, σε ένα ματς που ξεχωρίζω ως την κορυφαία εμπειρία μου σε αγώνα της Εθνικής που έχω παρακολουθήσει δια ζώσης – εξαιρουμένων των αγώνων της τελικής φάσης του Euro 2004. Και δεν είχα εντυπωσιαστεί μόνο από την αγωνιστική συμπεριφορά του. Με είχε εντυπωσιάσει όλο του το ξέσπασμα πάνω στον πανηγυρισμό του χρυσού γκολ που πέτυχε στις καθυστερήσεις του ματς και ο τρόπος του στα πανηγύρια που έστησαν οι Άγγλοι ποδοσφαιριστές μετά τη λήξη. Έβλεπα την λύτρωση στην όψη του και προσπαθούσα να εξηγήσω στον εαυτό μου πώς γίνεται να βιώνει τόσο έντονα την χαρά μιας ισοπαλίας – εισιτηρίου για το Παγκόσμιο Κύπελλο ένας ποδοσφαιριστής με τις δικές του παραστάσεις και επιτυχίες.
Εκείνο τον καιρό, το 2001, δεν ήταν τόσο εύκολο όσο σήμερα το να αφουγκραστείς αυτό που επικρατούσε στην Αγγλία. Στην διάρκεια των προηγούμενων περίπου τριών ετών η κακοποίηση ήταν ρουτίνα στα αγγλικά γήπεδα σε κάθε εμφάνιση του Μπέκαμ λόγω της αποβολής του στο ματς με την Αργεντινή για την φάση των 16 στο Μουντιάλ 1998. Ετσι εξηγείται η λύτρωσή του απέναντι στην Ελλάδα. Και αυτή είναι η μια αξία που μου προσέφερε το “David Beckham” ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε.
Μετά από εκείνο το παιχνίδι, τον Οκτώβριο του 2001, με θυμάμαι να επιμένω ότι ο Μπέκαμ μπορούσε να γίνει ένας καλύτερος ποδοσφαιριστής από αυτό που είχα δει από εκείνον μέχρι εκείνη την εποχή. Ήταν 26 ετών τότε, και επειδή μόλις τον είχα δει σε ένα ματς στο οποίο αυτοβούλως είχε αφήσει την δεξιά πλευρά της μεσαίας γραμμής και είχε κινηθεί ελεύθερα στους χώρους, παίρνοντας πολλές φορές την ευθύνη της επιθετικής ανάπτυξης από τον κεντρικό άξονα έμενα με την εντύπωση ότι θα μπορούσε να γίνει πιο επιδραστικός για το παιχνίδι της ομάδας του αν απελευθερωθεί και αν παίξει κεντρικά. Πέρα από όλα τα άλλα σε εκείνο το ματς, στο οποίο έκανε τα πάντα, ήταν πολύ ενεργητικός και στην φάση της άμυνας – έκανε άμυνα παντού και είχε την ένταση ενός πολύ ισορροπημένου κεντρικού μέσου.
“Με αυτήν που έχει παντρευτεί, και με το lifestyle που έχει επιλέξει, και πάλι καλά που παίζει όσο παίζει”, λέγαμε τότε, και αυτή ήταν η πιο mainstream άποψη για τον Μπέκαμ. Χρειάστηκε να περάσουν 22 χρόνια από εκείνη την εποχή και περίπου 10 από την ημέρα της απόσυρσής του για να γίνουμε σοφότεροι. Η δική του επιλογή να σταθεί με αρκετή, τουλάχιστον φαινομενικά, ειλικρίνεια και ευθυκρισία μπροστά από την κάμερα και να απαντήσει στις ερωτήσεις του Φίσερ Στίβενς – ενός οσκαρικού σκηνοθέτη, ο οποίος εκτός από την φανταστική σκηνοθεσία και την αφήγηση ανέλαβε και τον ρόλο του συνεντευξιαστή, και η πολύ καλή δουλειά που έκανε η ερευνητική ομάδα μας έδωσε κι άλλες απαντήσεις.
Βλέπεις αυτό το ντοκιμαντέρ και καταλαβαίνεις πόσα είχε περάσει ο Μπέκαμ από έναν πατέρα που δεν κατάφερε να γίνει ποδοσφαιριστής και έβγαλε όλα του τα απωθημένα πάνω σε έναν γιο με τέτοιο ταλέντο. Κι ύστερα βλέπεις πόσο ανέτοιμο ήταν, ψυχικά και πνευματικά, ένα άβγαλτο παιδί από το ανατολικό Λονδίνο για να διαχειριστεί την μετατροπή του σε παγκόσμια μάρκα. Κάπου εκεί αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι με την εξουσία που ασκούσε επάνω του ο Σερ Αλεξ και με την ανθρωποφαγία των αγγλικών media μετά την κόκκινη κάρτα του ’98, ο Μπέκαμ αξίζει τον σεβασμό σου και μόνο για το γεγονός ότι άντεξε, ότι δεν έσπασε, και κατάφερε να παίξει το ποδόσδφαιρο που έπαιξε μέχρι τη λήξη της καριέρας του.
Δεν ήταν μόνο η υστερία της Βικτόρια, και η επιλογή να πουλήσουν την σχέση τους για να την εξαργυρώσουν με όρους φήμης και πλούτου. Ήταν και η έλλειψη επίγνωσης. Ο Μπέκαμ έκανε αυτή την επιλογή, ή συναίνεσε με αυτή, δίχως να έχει φανταστεί αυτό που τον περιμένει. Ήθελε να ζήσει σαν παγκόσμιος σταρ αλλά δεν είχε προετοιμαστεί για το τίμημα. Και επειδή το άντεξε, και κατάφερε να επιβιώσει και να αποδώσει στο ποδόσφαιρο, κερδίζει τον σεβασμό σου και ας μην έγινε ο παίκτης που θα μπορούσε να γίνει.
Από τα όσα με είχαν εντυπωσιάσει σε εκείνο το ταξίδι στο Μάνστεστερ πριν από 22 χρόνια, κράτησα για το τέλος την συμπεριφορά που είχε ο Μπέκαμ απέναντι σε εμάς, τους Έλληνες δημοσιογράφους. Σε μια εποχή που οι Έλληνες ποδοσφαιριστές των μεγάλων ελληνικών συλλόγων μας αντιμετώπιζαν με το ύφος που αντιμετώπιζε ένας Βασιλιάς το υπηρετικό προσωπικό, ο Άγγλος είχε σταθεί μπροστά μας, την παραμονή του παιχνιδιού, μέχρι να απαντήσει και στην τελευταία ερώτηση ενός Έλληνα δημοσιογράφου. Και όχι, δεν το έκανε επειδή τον ένοιαζε η φήμη της μάρκας του στην ελληνική αγορά. “Είμαι ένας παίκτης της Εθνικής Αγγλίας, και μάλιστα είμαι πλέον ο αρχηγός, και εσείς είστε οι φιλοξενούμενοί μας, είναι χρέος μου να περάσω χρόνο μαζί σας”, ήταν η εξήγηση που μας είχε δώσει όταν κάποιος από εμάς είχε μοιραστεί την έκπληξή του για το γεγονός ότι ένας εκ των διασημότερων ποδοσφαιριστών της εποχής έδινε σημασία σε Έλληνες δημοσιογράφους, δηλαδή σε αυτούς που δεν έδιναν σημασία οι Έλληνες ποδοσφαιριστές. Στην εξέλιξη του χρόνου μου έτυχε να έχω αντίστοιχες συναντήσεις και με άλλους Galacticos της Ρεάλ. Δίχως να προχωρήσω σε αναλυτική σύγκριση, θα πω ότι ο Μπέκαμ ήταν από τους πιο ανθρώπινους τύπους που έχω συναντήσει για λίγο. Και έχω καταλάβει ότι μοιραζόμαστε την ίδια εντύπωση με τον Τζον Καρλίν, συγγραφέα του “Invictus”, ο οποίος το 2005 κυκλοφόρησε το βιβλίο του για τον Μπέκαμ (White Angels: Beckham, Real Madrid and the New Football). Ο Καρλίν, που εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ του Μπέκαμ, συμφωνούσε μαζί μου σε μια συζήτηση που είχαμε σχετικά με το γεγονός ότι συχνά οι δημοσιογράφοι ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι μέσα σε έναν μεγάλο ποδοσφαιριστή κρύβεται μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα και γι’ αυτό τυχαίνει συχνά να απογοητευόμαστε σε μια συνέντευξη κατά της οποίας την διάρκεια έρχεται η πλήρης απομυθοποίηση. Για τον Καρλίν, που έχει συναντήσει αμέτρητους σούπερ σταρ και τους έχει ζήσει αρκετά, ο Μπέκαμ είναι ένας από τους πιο αξιόλογους.
Αν δεν είχε πάρει αυτά τα 200 εκατ. δολάρια για να γίνει πρεσβευτής του Μουντιάλ του Κατάρ, θα έλεγα αβίαστα ότι ο Ντέιβιντ Μπέκαμ είναι ένας από τους πιο συμπαθείς σούπερ σταρ που έτυχε να συναντήσω στο ποδόσφαιρο. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, και ανεξάρτητα από το ύψος των εσόδων που θα έχει από αυτό το ντοκιμαντέρ και από τους 500.000+ νέους followers που κέρδισε στα social μετά την έναρξη προβολής του ντοκιμαντέρ, σκέφτομαι ότι η επιλογή του να βάλει αρκετή ειλικρίνεια για τη ζωή του σε αυτά τα 4 επεισόδια έχει μια διάσταση κοινωνικής προσφοράς. Παιδιά θα μπουν πιο υποψιασμένα στο ποδόσφαιρο και τον υψηλό επαγγελματικό αθλητισμό γενικότερα.Γονείς, προπονητές, στελέχη και παράγοντες του υψηλού αθλητισμού θα γίνουν λίγο σοφότεροι. Όχι άσχημα Becks.
Πηγή: Gazzetta