Το σκηνικό που στήνεται στην Εθνική Ομάδα μου θυμίζει έντονα την εποχή του 2010, δηλαδή την αρχή της συνεργασίας του Φερνάντο Σάντος με την ΕΠΟ. Ο Πορτογάλος προπονητής είχε, τον καιρό εκείνο, ολοκληρώσει τη συνεργασία του με τον ΠΑΟΚ. Και μολονότι δεν είχε εργαστεί ποτέ ως ομοσπονδιακός προπονητής ένιωθε έτοιμος και διατεθειμένος να κάνει αυτή την αλλαγή και να αναλάβει μια εθνική ομάδα.
O Ιβάν Γιοβάνοβιτς είναι σήμερα μεγαλύτερης ηλικίας (62) συγκριτικά με τον Σάντος το 2010 (55). Έχει δηλαδή κάνει ακόμη μεγαλύτερο κύκλο στην προπονητική στο κομμάτι των συλλόγων. Μπορεί κανείς να πει, αν το κοιτάξει από αυτή τη σκοπιά, ότι ενδέχεται ο χρόνος να δείξει ότι ήταν γεμάτος από συλλογικές παραστάσεις και έτοιμος για να απολαύσει τις εθνικές. Από την δική του πλευρά αυτή η απόφαση δείχνει συνειδητή, δεδομένου ότι “έδιωξε” όσες προτάσεις του παρουσιάστηκαν από τον Δεκέμβριο, που απομακρύνθηκε από τον Παναθηναϊκό, για να εργαστεί σε σύλλογο.
Για να το αποφασίζει, προφανώς ο Γιοβάνοβιτς την αντιλαμβάνεται αυτή ως μια αξιόλογη πρόκληση καριέρας – το να καταφέρει να επαναφέρει σε τελική φάση διοργάνωσης μια εθνική που συμπληρώνει αυτό το καλοκαίρι μια 10ετία μακριά από τις τελικές φάσεις. Με δεδομένο το “δέσιμο” που αισθάνεται με την Ελλάδα και τους Έλληνες, το κίνητρό του μοιάζει στην πρώτη ανάγνωση και συναισθηματικό. Κάπως έτσι ήταν και για τον Σάντος.
Είναι έτοιμη η Ομοσπονδία να υποστηρίξει την ηγεσία του Γιοβάνοβιτς; Εδώ δεν έχουμε ακόμη δεδομένα, για να βασιστούμε σε αυτά και να κάνουμε στέρεες υποθέσεις, διότι βρισκόμαστε στην εποχή που η ΕΠΟ αλλάζει διοίκηση. Συνεπώς εδώ καταγράφω μόνο όσα αφουγκράζομαι και ψυχανεμίζομαι – δεν υπάρχουν δεδομένα.
Είναι ενθαρρυντικό που μια νέα διοίκηση κάνει μια επιλογή που δεν γίνεται με “συλλογικά” κριτήρια και τέτοιου είδους συμπάθειες και μικροσυφέροντα. Επελέγη ένας προπονητής που δεν ανήκει σε “στρατόπεδα”, και κάποιος που έχει δημιουργήσει τη φήμη του προπονητή που κάνει ότι του λέει το κεφάλι του και όχι ότι του λέει το όποιο “αφεντικό” του. Αυτό είναι στοιχείο από το οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει αισιοδοξία.
Από εκεί και πέρα όμως αρχίζουν τα ζόρικα και τα στενάχωρα. Συζητάμε για μια Εθνική Ομάδα που κάνει προπόνηση όπου βρει, όπου να ‘ναι, όπου “κάτσει”. Για την Εθνική που δεν έχει φτιάξει γραφείο στον προπονητή της, με συνέπεια αυτός να κάνει τα ραντεβού του σε καφετέριες και να δουλεύει με τους συνεργάτες ακόμη και σε μπιτς μπαρ, όπως γλαφυρά μας είχε διηγηθεί ένας εκ των τελευταίων ομοσπονδιακών μας, ο Τζον Φαν’τ Σχιπ. Αν αυτές είναι οι υποδομές που θα δοθούν στον Γιοβάνοβιτς για να δουλέψει, μόνο από τύχη ένας κούκος θα φέρει την άνοιξη.
Η ιστορία της τελευταίας περίπου 5ετίας διδάσκει ότι το πρόβλημά μας δεν ήταν η επάρκεια των προπονητών. Καλοί ήταν και ο Φαν’τ Σχιπ και ο Γκας Πογέτ. Αν ανοίξουμε ακόμη περισσότερο το διάστημα της μελέτης, και δούμε τα όσα συμβαίνουν στην διάρκεια της μίζερης 10ετίας, ο κοινός τόπος είναι σχετικός με τις συνθήκες, διότι οι συνθήκες επηρεάζουν ευθέως την νοοτροπία.
Όχι, η Ελλάδα δεν λείπει από το Euro 2024 επειδή δεν είχε προπονητήριο. Αλλά μια Ομοσπονδία που θέλει να πείσει και να επικοινωνήσει ότι παίρνει την Εθνική στα σοβαρά είναι αδιανότητο να μην της εξασφαλίζει ένα προπονητήριο της προκοπής. Την Εθνική η Ομοσπονδία την έχει πάρει λίγες φορές στα σοβαρά στην νεότερη ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Άρα αν σήμερα βρισκόταν στα γήπεδα της Γερμανίας, η Εθνική θα ήταν εκεί επειδή οι ποδοσφαιριστές και οι προπονητές θα είχαν επιτύχει υπερβάσεις. Όχι επειδή θα είχαν κάνει το αναμενόμενο.
Για να αναμένουμε, πρέπει να πάρουμε την υπόθεση της Εθνικής Ομάδας στα σοβαρά, και όχι να ψάχνουμε το βράδυ πού θα προπονηθεί η Ομάδα το επόμενο πρωί. Αν συνεχίσει να λειτουργεί έτσι η Εθνική, όσο καλοί προπονητές και να προσληφθούν δεν πρόκειται να αλλάξει σταθερά η δυναμική του εθνικού ποδοσφαίρου της Ελλάδας. Μόνο εξαιρέσεις θα υπάρχουν, δηλαδή μια πρόκριση σε ένα τουρνουά κάποια στιγμή την επόμενη δεκαετία. Αν αυτό είναι το όραμα, τότε ας μη μπει η ΕΠΟ στον κόπο να βρει προπονητήριο…
Πηγή: Gazzetta