Προτού την αναλάβει ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς η Εθνική Ομάδα “έτρεχε” με ένα ποσοστό τάξης μεγέθους 35%, το οποίο “έπεφτε” στα ματς με τις μεγάλες ομάδες. Απέναντι στην Αγγλία, η Ελλάδα ολοκλήρωσε το 46,67% των οργανωμένων επιθέσεων (7 στις 15). Και απέναντι στην Ιρλανδία ολοκλήρωσε το 54,17% των οργανωμένων επιθέσεων (13 στις 24).
Οι δέκα βασικές αρχές του Positional Play είναι το χτίσιμο των επιθέσεων από πίσω, ο έλεγχος της κατοχής της μπάλας, η τοποθέτηση των ποδοσφαιριστών, η κίνηση χωρίς την μπάλα, η συμπαγής ομάδα, η εκμετάλλευση των μεσοδιαστημάτων, το συνδυαστικό παιχνίδι, το άμεσο πρέσινγκ όταν χάνεται η κατοχή, το κάθετο παιχνίδι, και η υπερφόρτωση μιας πλευράς προκειμένου να δημιουργηθεί συνθήκη “ένας εναντίον ενός” στην αδύναμη πλευρά του αντιπάλου. Κρατήστε αυτές τις αρχές κατά νου και φέρτε μπροστά σας την εικόνα της Εθνικής στα πρώτα περίπου 60’ λεπτά του αγώνα με την Ιρλανδία. Αυτό ήταν ένα διάστημα παιχνιδιού που συστήνει στον θεατή τις βασικές αρχές του μοντέλου παιχνιδιού του Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Αυτές οι αρχές αναδύονται μέσα από τα highlights αυτού του ματς, όπως και από τις φάσεις των δύο γκολ.
Πάνω σε αυτές τις αρχές επέμενε μέχρι και το τελευταίο διάστημα του ματς ο προπονητής, στην επικοινωνία με τους ποδοσφαιριστές. Ζητούσε από τους στόπερ να “βλέπουν” τις κινήσεις των επιθετικών στον χώρο και να παίζουν κάθετα μαζί τους, τους έβαζε τις φωνές κάθε φορά που έκαναν ή πήγαιναν να κάνουν μια “βιαστική” επιλογή και να σηκώσουν την μπάλα στον αέρα για να ψάξουν στο βάθος της επίθεσης.
Αυτή η υπομονή και η επιμονή στο σχέδιο, στην επιθετική ανάπτυξη χαμηλού ρίσκου και την αναζήτησή της ιδανικής θέσης για την εκτέλεση ήταν σήμα κατατεθέν του Παναθηναϊκού στον περισσότερο καιρό του Γιοβάνοβιτς. Όλοι φανταζόμασταν ότι κάποτε αυτές οι αρχές θα άρχιζαν να εμφανίζονται στο παιχνίδι της Εθνικής Ομάδας. Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται για Εθνική και όχι για σύλλογο, δεν θα μπορούσε εύκολα κανείς να εκτιμήσει με βεβαιότητα ότι αυτές οι αρχές θα εμφανίζονταν στο τέταρτο επίσημο παιχνίδι.
Πώς έγινε αυτό; Είναι πάρα πολλοί οι λόγοι που εξηγούν το πώς συνέβη. Υπήρχαν ποδοσφαιριστές που είχαν συνεργαστεί με τον Γιοβάνοβιτς, άλλοι που τον είχαν αντιμετωπίσει αρκετές φορές και είχαν μάθει το παιχνίδι του από την ανάλυση αντιπάλου, υπάρχουν ποδοσφαιριστές που έχουν παίξει αυτό το μοντέλο παιχνιδιού στους συλλόγους τους. Κυρίως όμως υπάρχουν ποδοσφαιριστές με μεγάλη αντιληπτική ικανότητα αλλά και ποιότητα για να εκφράσουν καλά αυτό το μοντέλο παιχνιδιού, και έχουν, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, μεγάλη διάθεση να μάθουν να παίζουν με αυτόν τον τρόπο στην Εθνική Ομάδα.
Κάπως έτσι φτάσαμε στα “μετά από καιρό μου αρέσει το παιχνίδι της Εθνικής και δεν βαριέμαι” σχόλια που έχουν κατακλύσει σήμερα τα social media. Αυτό το ποδόσφαιρο, δηλαδή η απόδοση των πρώτων 60’ λεπτών έβαλε ψηλά των πήχη των προσδοκιών. Όχι μόνο των δικών μας, των ποδοσφαιρόφιλων, αλλά και των ποδοσφαιριστών. Τους άρεσε, στον καιρό του Τζον Φαν’τ Σχιπ, και τώρα που ξαναπαίζουν με αυτόν τον τρόπο και εμπνέονται από τον Γιοβάνοβιτς, ο οποίος τους δίνει την αυτοπεποίθηση για να παίξουν με τον τρόπο του, αρχίζουν να έλκονται από την ιδέα της εξέλιξης αυτού του παιχνιδιού και να προσδοκούν την αποτελεσματικότητα που θα τους ταξιδέψει στην τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης.
Δείχνουν τόσο “ταχύρρυθμα” τα μαθήματα τακτικής από τον Γιοβάνοβιτς, που αυτός ο ρυθμός φτάνει να εκθέτει συλλογικούς προπονητές που δεν έχουν παρουσιάσει εξέλιξη στο παιχνίδι της ομάδας τους παρόλο που εκείνοι έχουν καθημερινά στη διάθεσή τους τους ποδοσφαιριστές. Τον υψηλό συντελεστή ολοκλήρωσης των επιθέσεων απέναντι στην Αγγλία τον αποδώσαμε στην αδρεναλίνη του οδυνηρού σοκ της απώλειας του Τζορτζ Μπάλντοκ. Αυτό όμως που είδαμε απέναντι στην Ιρλανδία για 60’ λεπτά δεν ήταν ψυχολογικό. Ήταν πρωτίστως ποδοσφαιρικό.
Πηγή: Gazzetta