Επιλογή Σελίδας

Θυμάμαι την παγωνιά. Έκανε πολύ κρύο εκείνο το μεσημέρι του Γενάρη, στην Κηφισιά. Έτσι μου φαινόταν, τουλάχιστον. Γύρω, θρήνος. Μαύρα ρούχα και άσπρα μάρμαρα. Και ένας αριθμός, να ανατινάζει του μυαλού τον βυθό. Τριάντα.

Ο Χαράλαμπος Τσιριμονάκης ήταν ο καλύτερος σπήκερ της γενιάς του. Στα 27-28 του, έκανε ήδη περιγραφές επιπέδου Σπυρόπουλου και Σωτηρακόπουλου. Ο Γιάννης Διακογιάννης τον αγαπούσε πολύ και τον θεωρούσε διάδοχό του. Το είπε κιόλας, από το μικρόφωνο. Όχι της τηλεόρασης, αλλά της εκκλησίας. Εκείνο το παγερό μεσημέρι του 2003 στην Κηφισιά.

Δούλεψα μαζί του όταν ξεκίνησα τις ποδοσφαιρικές μεταδόσεις, στις 18 Νοεμβρίου 2000, στη Nova, που τότε την έλεγαν Supersport. Θυμάμαι το βλέμμα απορίας του, όταν άκουσε ότι το ντέρμπι του Μάντσεστερ, Σίτι-Γιουνάιτεντ 0-1 με γκολ του Μπέκαμ στο 4’, «θα το περιγράψει ο μπασκετικός». Δεν του έκανε εντύπωση, βέβαια. Τα εγγλέζικά μας τα λέγαμε καιρό πριν στο γραφείο, αλλά και πιο παλιά, στο Λονδίνο, όταν ο ίδιος σπούδαζε δημοσιογραφία στο City. «Το πηγαδάκι με τους Έλληνες θα το βρεις ακολουθώντας τον καπνό από τα τσιγάρα», έλεγε γελώντας.

Τον θυμάμαι να μπαίνει στο θαλαμίσκο για περιγραφή ντυμένος με τη φανέλα της Γκλάντμπαχ, που στην πλάτη έγραφε: «TSIRIMONAKIS». «Με τόσα γράμματα που έχει το επώνυμό σου, θα έδωσες ένα σωρό λεφτά για αυτή τη μπλούζα», τον πείραζα. Ή της Ρεάλ Μαδρίτης. Ή της Λίβερπουλ, που τότε φυτοζωούσε. Ήταν οπαδός, πήγαινε και στο γήπεδο, αλλά οπαδός δεν ήταν. Το εν Ελλάδι φαν κλαμπ της Ρεάλ φέρει σήμερα το όνομά του. Η Λίβερπουλ τον αποχαιρέτησε με συγκινητικό μήνυμα στην ιστοσελίδα της.

Ο ρυθμός και η χροιά της φωνής του, το μέτρο στην περιγραφή, οι γνώσεις, το ήθος, τον εκτόξευσαν από τους πρώτους κιόλας μήνες: Αγγλία, Ισπανία, όλα. Το χειρόγραφό του, εξίσου καλό. O Xαράλαμπος ήταν και λίγο παιδί. Μεγάλο παιδί. Χαιρόταν το παιχνίδι. Τα πρώτα δημοσιογραφικά βήματά του τα έκανε στο περιοδικό Τρίποντο, μεταπτυχιακός φοιτητής, «ανταποκριτής στην Αγγλία». Γύρω στο 1995 θα ήταν.

Ένα μεσημέρι, πολύ αργότερα, έτυχε να τον πετύχω στο φανάρι της λεωφόρου Σταυρού, καθ’ οδόν προς το αρχηγείο της Nova στην Κάντζα. Oδηγούσε σαν μανιακός, με υπερβολική ταχύτητα και παράτολμα προσπεράσματα. Σαν να γνώριζε, ότι δεν είχε καιρό για χάσιμο. Τον ξαναείδα, ασθμαίνων, να γελάει, στο πάρκινγκ. «Συγγνώμη, έχεις αποφασίσει να πεθάνεις νέος;»

Δεν τη δάγκωνα, καλύτερα, τη ρημάδα τη γλώσσα μου…

Κατόπιν, ο Χαράλαμπος αρρώστησε. Λευχαιμία. Λέμφωμα Hodgkin’s ή ίσως non-Hodgkin’s, δεν μπορώ να θυμηθώ. Ίσως να το γνώριζε ήδη, το μαύρο μαντάτο, τη μέρα που τον μάλωσα. Πάλεψε σκληρά. Κάπου έχω μέχρι σήμερα τα email που μου έστελνε η νοσοκόμα του, συγκινημένη, για να απορήσει φωναχτά «πώς γίνεται ένας άνθρωπος βαριά άρρωστος να δείχνει τόσο ζωηρός και αισιόδοξος».

Ελπίζαμε στο νεανικό σφρίγος του, στο ρωμαλέο κορμί του, στο νεαρό της ηλικίας του. Τον βλέπαμε να έρχεται για περιγραφή, ακόμα και τους τελευταίους μήνες της ζωής του, με ξυρισμένο κεφάλι, βαριά ανάσα και βασανισμένο κορμί που ίδρωνε. «Φοβάμαι ότι δεν θα τον ξαναδώ ζωντανό», μου είπε ένα πρωί η Φωτεινή. Είχαμε ήδη χάσει τον Κώστα Τσόγκα, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2000, σε τροχαίο δυστύχημα. Βιαζόταν, και αυτός, να φύγει. Ήταν 38 ετών.

Ο Χαράλαμπος Τσιριμονάκης παραδόθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2003, σε ηλικία μόλις 30 ετών. Τριάντα. Σήμερα συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τη βαρύτατη απώλεια. Έξω κάνει παγωνιά.

Πηγή: Gazzetta