Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Συζητιέται αρκετά τις τελευταίες μέρες η ανακοίνωση της συνεργασίας του Βασίλη Σπανούλη με την Μονακό. Πολύς κόσμος αναρωτιέται πως είναι δυνατόν η Μονακό, που θέλει να κερδίσει την Ευρωλίγκα, να εμπιστεύεται τον Σπανούλη που ως προπονητής στην Ευρωλίγκα θα εμφανιστεί ως πρωτάρης. Ολο γίνεται λίγο πιο παράξενο καθώς αυτή η επιλογή των Μονδεγάσκων γίνεται στα μέσα της περιόδου: είναι άλλο να πάρεις ένα πρωτάρη στην αρχή της σεζόν, να του δώσεις την δυνατότητα να στήσει μια ομάδα καλοκαιριάτικα κάνοντας τις επιλογές του κι άλλο να φωνάξεις κάποιον χωρίς πείρα στην Ευρωλίγκα να διαχειριστεί μια ομάδα Νοέμβρη μήνα δίνοντας του μάλιστα και 2,5 χρόνια συμβόλαιο. Και μένα όλο αυτό κομμάτι με προβλημάτισε. Και καταθέτω τον προβληματισμό μου.
Είδαν μια αληθινή ομάδα
Η πρόσληψη του Σπανούλη από την Μονακό σαφώς και είναι μια καλή δουλειά του Μίσκο Ρασνάτοβιτς, για χρόνια αντζέντη του Ελληνα προπονητή. Αλλά αρκεί η όποια ικανότητα του Ρασνάτοβιτς για ένα τέτοιο συμβόλαιο; Δεν το πιστεύω. Είχαν δει οι άνθρωποι της Μονακό τα περσινά ματς που έκανε το Περιστέρι στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις; Πιθανόν και ναι, άλλωστε το Περιστέρι έφτασε πολύ μακριά: δεν αγωνίζεται κάθε χρόνο μια ελληνική ομάδα στο Final 4 του Τσάμπιονς λιγκ οπότε σίγουρα το γεγονός προσμετρήθηκε – ο Σπανούλης ψηφίστηκε και καλύτερος κόουτς της διοργάνωσης, όμως αυτή την κέρδισε η Τενερίφη παίζοντας στον τελικό με την Μούρθια και δεν μου προκύπτει ότι η Μονακό ενδιαφέρθηκε για κάποιον από τους Ισπανούς προπονητές αυτών των ομάδων. Κακό στο όνομα του Σπανούλη δεν έκανε η συμμετοχή σε ένα Final 4 την πρώτη χρονιά της προπονητικής του καριέρας αλλά η διαφορά του Τσάμπιονς λιγκ με την Ευρωκλίγκα είναι τόσο μεγάλη που δύσκολα μπορεί να είναι αυτό το κριτήριο. Η εντύπωση που έχω είναι ότι η Μονακό ενδιαφέρθηκε για τον Σπανούλη γιατί βλέπει σε αυτόν ένα τύπο με προσωπικότητα: με το μπακράουντ του μεγάλου παίκτη (σίγουρα) αλλά και με ένα πάθος για δουλειά που δεν περνά απαρατήρητο. Και κυρίως με μια αγάπη για δύσκολες αποστολές. Υπο αυτό το πρίσμα η παρουσία του Βασίλη Σπανούλη στην Εθνική αποδείχτηκε απαραίτητη και στον ίδιο για να χτίσει το προπονητικό προφίλ του. Όχι γιατί ο Σπανούλης παρουσίασε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και στο προολυμπιακό τουρνουά μια καταπληκτική ομάδα (αυτό άλλωστε μετά τις αρνήσεις του Παπαπέτρου και του Ραγκαβόπουλου και τους τραυματισμούς του Κώστα Αντετοκούνμπο και του Σλούκα ήταν σχεδόν αδύνατον), αλλά γιατί κατάφερε με την παρουσία του να υπενθυμίσει πρώτα από όλα στους Ελληνες παίκτες όσα έκαναν κάποτε αυτή την ομάδα μεγάλη. Κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους ξένους. Που είδαν μια όχι τόσο πλούσια σε ταλέντο Εθνική Ελλάδος να γίνεται αποτελεσματική και μαχητική και σκληρή όσο αυτό ήταν δυνατόν.
Οι παλιές μεγάλες αξίες
Το καλοκαίρι έγραφα ότι ο Σπανούλης μου μοιάζει ο ένας και αληθινός διάδοχος του Παναγιώτη Γιαννάκη γιατί έχει την γνώση των αξιών της Εθνικής. Τον θυμάμαι στην συνέντευξη μετά το ματς με την Αυστραλία. Το μάτι γυάλιζε. Το πάθος ήταν ίδιο με αυτό που είχε όταν πήρε σχεδόν μόνος του το τελευταίο μετάλλιο αυτής της ομάδας στο πανευρωπαϊκό της Πολωνίας το 2009. Ο λόγος του ήταν κοφτερός και ευθύς ώστε να μην επιτρέπει αντίλογο. Τότε είχα γράψει πως στην πραγματικότητα σε μας απευθυνόταν και θύμιζε ότι πρέπει να αγαπάμε αυτά τα παιδιά και την προσπάθειά τους κι ότι αν κι εμείς δεν βάλουμε την ομάδα πάνω από όλα δεν θα γίνει ποτέ τίποτα. Είχα επίσης γράψει ότι στην Εθνική ο Σπανούλης δεν ήταν απλά προπονητής αλλά είναι ένας κυματοθραύστης που προστατεύει τους παίκτες από τις υπερβολές της ελληνικής μας κριτικής και συγχρόνως ένας αληθινός αρχηγός που μπορεί να συσπειρώνει και υποστήριζα ότι σε πείσμα του γνωστού κλισε μακάρι ο προπονητής Σπανούλης να μην σκοτώσει ποτέ τον παίκτη Σπανούλη που κουβαλάει μέσα του. Ο Σπανούλης το καλοκαίρι μας προέτρεψε να θυμηθούμε τις παλιές αξίες: την πίστη στο σκοπό, την μαχητικότητα, την ανάγκη να κάνεις το κάτι παραπάνω, το πείσμα, τον σεβασμό σε μια εσωτερική ιεραρχία – αυτές ήταν ξαναήρθαν στην επικαιρότητα. Για τις αξίες αυτές η Μονακό του έκανε πρόταση και τον απέκτησε. Το ότι παρακολουθούσαν οι άνθρωποί της την Εθνική φαίνεται και από το ότι έχουν στις τάξεις της ομάδας τον Παπαγιάννη και τον Καλάθη. Αυτοί έβλεπαν την Εθνική ως ομάδα. Εμείς χαιρόμασταν κυρίως με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο ξέροντας πως χωρίς αυτόν δύσκολα η ομάδα θα ήταν στο Παρίσι: είναι πάντα θέμα οπτικής γωνίας.
Ενα θαύμα περιμένουν στο Μονακό
Το καλοκαίρι είχα γράψει πως αν όσα έκανε η Εθνική μας στο ματς με τους Αυστραλούς τα είχε κάνει και στα προηγούμενα παιγνίδια θα κάναμε όνειρα για το πως η ομάδα θα φτάσει στους ημιτελικούς. Αν δεν έγιναν ωστόσο, δεν είναι γιατί έλειψε η θέληση ή η προσπάθεια, αλλά γιατί οι παίκτες της Εθνικής ομάδας δεν είναι συνηθισμένοι επιθετικά σε πρωταγωνιστικούς ρόλους – αυτή ήταν εξ αρχής η καταστευαστική δυσκολία αυτής της ομάδας. Αυτό που πολλοί δεν καταλάβαιναν στην Ελλάδα, το κατάλαβαν πιστεύω οι άνθρωποι της Μονακό: είδαν ένα προπονητή που προσπαθούσε να πάει την ομάδα του πιο μακριά από όσο ήταν δυνατόν. Κι έχοντας μια ομάδα με επιθετικό ταλέντο διάλεξαν ένα προπονητή περιμένοντας από αυτόν να δώσει τα υπόλοιπα: σοβαρότητα, νοοτροπία νικητή, εμπιστοσύνη στις παλιές αξίες.
Θα τα καταφέρει ο Σπανούλης; Κανείς ποτέ δεν το ξέρει. Η Εθνική μας το καλοκαίρι ολοκλήρωσε το ταξίδι της στους Ολυμπιακούς Αγώνες κόντρα στους πανίσχυρους παγκόσμιους πρωταθλητές Γερμανούς από τους οποίους έχασε. Η σκάρτη πίστη μας, η αθεράπευτη γκρίνια μας, η αδυναμία να καταλάβουμε πως το μπάσκετ δεν είναι τα Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός και η τοξικότητα τους, δεν επέστρεψαν να γίνει κατανοητή όσο έπρεπε η μεγάλη προσπάθεια που έκανε η ομάδα του Σπανούλη. Στο Μονακό δεν υπάρχει ούτε Ολυμπιακός, ούτε Παναθηναϊκός ούτε και τοξικότητα. Οπότε και το ότι συμφώνησαν να αναλάβει την ομάδα κάποιος που στα μάτια τους προσπάθησε να κάνει ένα θαύμα δεν είναι παράξενο: κι αυτοί στην Ευρωλίγκα ένα θαύμα αναζητούν.
Πηγή: Karpetshow