Της Λυδίας Κοκκινά
«Κατέλιπεν άπασαν την περιουσίαν του δια την ανέγερσιν εν Θεσσαλονίκη «Πανελληνίου Ηρώου» των από της αλώσεως του Βυζαντινού Κράτους μέχρι τότε και εφεξής αγωνισθέντων και μαρτυρησάντων υπέρ της Ελληνικής Ελευθερίας, επιστήμης και φυλής, συμπεριλαμβανομένων και των μελών της Φιλικής Εταιρείας, μεταξύ των οποίων μέλος και χρηματοδότης υπήρξεν ο πάππος αυτού Ιωάννης Γούτα Καυτανζόγλου».
Διακεκριμένος νομικός, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και διπλωμάτης, με ιδιαίτερο θαυμασμό στον παππού του, Ιωάννη Γούτα, διότι είχε αποτελέσει έναν εκ των βασικών χρηματοδοτών της Φιλικής Εταιρείας. Σε ηλικία 25 ετών, συνέβαλε στην ίδρυση του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών, με συνοδοιπόρους αρκετά γνωστά ονόματα της τοπικής κοινωνίας. Κατόπιν, διετέλεσε πρόξενος στο Δυρράχιο, πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και το Λονδίνο, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση της ελληνικής πρεσβείας. Λίγο αργότερα και συγκεκριμένα το 1911, μετατέθηκε στην πρεσβεία της Ουάσινγκτον και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στους Έλληνες μετανάστες.
Αυτός ήταν ο Λυσίμαχος Καυτανζόγλου, ο άνθρωπος που συνέβαλε τα μέγιστα για την κατασκευή του γηπέδου που έχει συνδεθεί με τον Ηρακλή και την Εθνική ομάδα. Γεννήθηκε το 1870, σε μία περίοδο που η Θεσσαλονίκη βρισκόταν (και θα βρισκόταν για 42 ακόμη χρόνια) υπό οθωμανική κατοχή, ενώ πατέρας του ήταν ο πολυπράγμων Λύσανδρος. Η οικογένεια Καυταντζόγλου είχε βυζαντινή καταγωγή, ενώ «κουβαλούσε» ρίζες από τη γενιά των Καντακουζηνών, των Καστρησίων και του Λουκά Σπαντούνη. Κατά την Επανάσταση του 1821, εκδιώχθηκε από τη Θεσσαλονίκη, με συνέπεια πολλά μέλη της να καταφύγουν στη γαλλική Μασσαλία και διάφορες περιοχές της Ιταλίας.
Μία διευκρίνιση: ο Λυσίμαχος Καυταντζόγλου υπέγραφε ως Καυτανζόγλου ή Καυτάνζογλος, με αυτό το όνομα θέλησε να μείνει στην Ιστορία, όπως ο Μάνος Χατζηδάκις ή ο Ιάννης Ξενάκης και, συνεπώς, το Στάδιο θα πρέπει να αναφέρεται χωρίς το «τ» ανάμεσα στο «ν» και το «ζ».
Η διαθήκη που οδήγησε στην κατασκευή του γηπέδου
Στις 4 Νοεμβρίου 1931, ο Λυσίμαχος Καυτανζόγλου ετοίμασε τη διαθήκη του, η οποία είχε αναφορά στον παππού του Ιωάννη Γούτα και στην ουσία, προανήγγειλε την κατασκευή του Σταδίου.
Το κληροδότημα του παρέμεινε ανενεργό ως τη δεκαετία του 1950, όταν η ελληνική πολιτική ηγεσία έπεισε τους κληρονόμους του να τροποποιήσουν την «επιθυμία του διαθέτη» και να δοθούν τα χρήματα για την κατασκευή Σταδίου.
Το νομοθετικό διάταγμα της 3ης Νοεμβρίου 1956, με το οποίο έγινε τροποποίηση της θελήσεως του διαθέτη, ανέφερε ότι «προς την εκπλήρωσιν της θελήσεως τούτου» θα αναγείρονταν στον χώρο του προτομές της οικογένειας Καυτανζόγλου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι επιθυμία του Λυσίμαχου Καυτανζόγλου ήταν να ανεγερθεί ένα μαυσωλείο στη Θεσσαλονίκη, όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Το επιβλητικό γήπεδο αποκτά σάρκα και οστά
Με ένα μέρος του κληροδοτήματος που ανερχόταν στις 22.000.000 δραχμές και άλλες 14.000.000 από τη ΓΓΑ, το Εθνικό Καυτανζόγλειο Στάδιο θεμελιώθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1956, ανήμερα της γιορτής του πολιούχου Αγίου Δημητρίου και της επετείου της απελευθέρωσης από τους Τούρκους.
Τότε, ο δήμος Θεσσαλονίκης και το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησαν αρκετά στρέμματα, προκειμένου να ολοκληρωθεί το σπουδαίο έργο, για το οποίο μόχθησε αφάνταστα μέχρι να αποβιώσει, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, Ονούφριος Παπαβασιλείου.
Τέσσερα χρόνια και μία ημέρα αργότερα, στις 27 Οκτωβρίου 1960, ο πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, εγκαινίασε το πιο μεγάλο ποδοσφαιρικό γήπεδο της χώρας, μέχρι το 1982, ενώπιον των βασιλέων Παύλου, Φρειδερίκης, του διαδόχου Κωνσταντίνου, του πρίγκιπα Μιχαήλ και των πριγκιπισσών Σοφίας, Ειρήνης. Το «παρών» έδωσαν οι κ. Θεολογίτης (υπουργός Βόρειας Ελλάδας), Βογιατζής (υπουργός Παιδείας), Θεμελής (υφυπουργός Εθνικής Άμυνας) και, βέβαια, περισσότεροι από 40.000 θεατές.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε υπό το βλέμμα του Λύσανδρου Καυταντζόγλου, ανηψιού και κληρονόμου του δωρητού του οικοπέδου, ενώ στο πλαίσιό της πραγματοποιήθηκαν αγώνες στίβου και φιλικός αγώνας επίδειξης της Εθνικής ομάδας με τη Μικτή Θεσσαλονίκης που διήρκησε 15 λεπτά, με νικήτρια της Εθνική Ελλάδος.
Νωρίτερα, δηλαδή στις 16:00, η τελετή άρχισε με παρέλαση, στις 16:40 τελέστηκε αγιασμός χοροστατούντος του Μητροπολίτη της πόλης κ. Παντελεήμονα, κατόπιν μίλησαν με τη σειρά οι κύριοι Δελιβάνης (πρόεδρος της εφορείας του Σταδίου), Καυταντζόγλου (ανηψιός του δωρητού), Καραμανλής (πρωθυπουργός).
Να σημειωθεί ότι ο Λυσίμαχος Καυταντζόγλου είπε ότι το Στάδιο δεν πρέπει να θεωρείται πανέτοιμο και πως το κράτος θα πρέπει να προνοήσει για την ολοκλήρωση των εργασιών.
Η εφημερίδα «Μακεδονία» έγραψε: «Είναι αναμφισβητήτως το μεγαλύτερον και ωραιότερον Στάδιον της Βαλκανικής, περίλαμπρον απόκτημα της Θεσσαλονίκης».
Ο πρώτος επίσημος ποδοσφαιρικός αγώνας
Ο πρώτος επίσημος ποδοσφαιρικός αγώνας διεξήχθη στις 6 Νοεμβρίου 1960, στο πλαίσιο της 8ης αγωνιστικής της Α’ Εθνικής, όταν ο Θερμαϊκός υποδέχθηκε τον Ηρακλή.
Μόλις στο 2o λεπτό, ο Πλαστήρας Ξυλάς, των -τυπικά- γηπεδούχων και μετέπειτα «κυανόλευκου», σημείωσε το παρθενικό γκολ στην ιστορία του νέου «στολιδιού» της Θεσσαλονίκης, προτού ο «γηραιός» ανατρέψει τα δεδομένα και επικρατήσει με 2-1.
Το Καυτανζόγλειο Στάδιο και ο «Ηρακλής»
Η ποδοσφαιρική ομάδα του Ηρακλή χρησιμοποιεί το Εθνικό Καυτανζόγλειο Στάδιο ως έδρα από το 1960, ενώ κατά καιρούς έχει χρησιμοποιηθεί ως έδρα και από τις υπόλοιπες ομάδες της Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται αρκετά κοντά στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και την Τριανδρία, ενώ είναι αρκετά εύκολη η πρόσβαση σε αυτό.
Το Καυτανζόγλειο έχει συνδεθεί με τον Ηρακλή, ωστόσο το ρεκόρ εισιτηρίων (47.458) έγινε στον αγώνα της Εθνικής ομάδας με την Ελβετία (4-1), στις 15 Οκτωβρίου 1969, για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1970.
Να θυμίσουμε ότι στο «άνδρο» του Ηρακλή έχουν πραγματοποιηθεί δύο τελικοί Κυπέλλου Ελλάδας: το 1970 (Άρης-ΠΑΟΚ 1-0) και το 2008 (Ολυμπιακός-Άρης 2-0). Το ρεκόρ εισιτηρίων στο Καυτανζόγλειο Στάδιο είναι 47.458 και είχαν διατεθεί σε αγώνα για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1970 ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ελβετία (4–1), στις 15 Οκτωβρίου 1969. Επρόκειτο για τον πρώτο εντός Ελλάδας ποδοσφαιρικό αγώνα που μεταδόθηκε σε ζωντανή μετάδοση από τη δημόσια τηλεόραση.
Μέχρι το 1982 και την κατασκευή του ΟΑΚΑ, ήταν το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα Στάδιο της χώρας, ενώ τον Μάιο του 2000 έγινε ανακαίνιση, που έριξε τη χωρητικότητα περίπου στις 28.000 θέσεις. Το Καυτανζόγλειο έκλεισε από το 2002 μέχρι το 2004, λόγω εργασιών, προκειμένου να είναι έτοιμο να φιλοξενήσει ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις των Ολυμπιακών Αγώνων.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1932, η μεγάλη αυτή προσωπικότητα, ο Λυσίμαχος Καυτανζόγλου απεβίωσε, αλλά η ψυχή του θα πλανάται για πάντα σε κάθε γωνιά του γηπέδου.
Πηγή: Biscotto