Του Νίκου Παπαδογιάννη
O πρώτος αγώνας τελείωσε με 108-100 υπέρ του γηπεδούχου. Ο δεύτερος, με ένα εύκολο 125-103 . Στον τρίτο, οι άλλοι μάζεψαν τα κομμάτια τους, μπήκαν με φόρα, προηγήθηκαν με διψήφια διαφορά νωρίς και κουτσά στραβά κέρδισαν, μετά από διπλή παράταση.
Δύο μέρες αργότερα, έγινε ένα ξερό 2-2, με σκορ «πολλά με λίγα»: 120-102. Ξαφνικά, όλα ήταν διαφορετικά. Η ομάδα που έχασε τα πρώτα δύο παιχνίδια και προκρίθηκε με 4-2.
Η ηττημένη ήταν το Μιλγουόκι. Οι Μπακς. Του Γιάννη Αντετοκούνμπο και του Κρις Μίντλτον. Και του Μάικ Μπούντενχολζερ.
Πρόκειται, φυσικά, για το σενάριο των ανατολικών τελικών του 2019, όταν οι Μπακς έφτασαν δύο βήματα από το ραντεβού του τίτλου, μέχρι που έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι τους.
Θυμάμαι να ξενυχτάω πάνω από το κινητό παρακολουθώντας το τρίτο ματς στη Βιτόρια και να κλαίει η ψυχή μου. «Δεν ξέρω αν θα ξαναβρούν τέτοια ευκαιρία», έγραφα τότε. Όπως η Σάκκαρη, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση, άλλης στήλης.
Με τα παραπάνω δεν προσπαθώ να πω ότι οι Μπακς θα αποκλείσουν τους Νετς, προσπαθώ όμως να πω ότι βιαστήκαμε να τους ξεγράψουμε.
Κάθε αγώνας στα πλέι-οφ φέρνει μαζί του τον δικό του μικρόκοσμο, ο οποίος ξεκινάει όχι από το 0-0 της λευκής αφετηρίας, αλλά από το αποτέλεσμα του προηγούμενου.
Είναι σαν τα σετ του τένις, μιας και πιάσαμε αυτή την αναλογία. Στην εκκίνηση του τέταρτου αγώνα, έχουμε «advantage, Bucks». Το 2-2 είναι λίγο πιο κοντά από το 1-3. Πάντως το «Love Game» που πολλοί προοιωνίζονταν δεν ήρθε ποτέ.
Τα παραπάνω αποτελούν απόσταγμα πείρας και όχι μπασκετικής ανάλυσης. Η μπασκετική ανάλυση δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική για τους Μπακς. Η προπονητική εικόνα τους στο τρίτο ματς ήταν απογοητευτική.
Η βελτίωσή τους προέκυψε περισσότερο από το πείσμα, τον εγωισμό και τον ιδρώτα, παρά από κάποιο εμβριθές σχέδιο αντεπίθεσης.
Πρέπει να είναι παγκόσμιο φαινόμενο, ομάδα που χάνει με 0-2 να επιστρέφει στο γήπεδο χωρίς να έχει αλλάξει το παραμικρό στα πλάνα της. Ο «Μπαντ» αντέδρασε σαν «Μπαντ».
«Πάμε να κάνουμε αυτό που κάναμε όλη τη χρονιά», θα είπε. Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.
Οι Μπακς μπορεί να έχουν την καλύτερη επιθετική επίθεση των τελευταίων 37 ετών στο ΝΒΑ, αλλά την πέτυχαν στην κανονική περίοδο. Όχι στα πλέι-οφ.
Οι άμυνες της regular season δεν φανερώνουν ούτε για πλάκα τα σχέδιά τους για την αντιμετώπιση της σπαζοκεφαλιάς που λέγεται Αντετοκούνμπο. Έχετε δει κανένα «τείχος» Ιανουάριο και Μάρτιο μήνα; Ούτε κι εγώ.
Όλα τα κόλπα –και τα παιχνίδια μυαλού- τα κρατούν για την άνοιξη. Στα πλέι-οφ τους ενδιαφέρει να πειράξουν το μυαλό του Γιάννη. Όχι στις βραδιές του ατέλειωτου χασμουρητού και των γυμναστικών επιδείξεων.
Όπως έχω επισημάνει κάμποσες φορές στη διάρκεια της σεζόν, το πρόβλημα των Μπακς έγκειται στην ανυπαρξία πείρας και σκληράδας πίσω από τη βασική πεντάδα.
Μελετήστε τα πεπραγμένα των Φορμπς, Πόρτις, Κόνατον στους αγώνες με τους Μπρούκλιν Νετς και προσπαθήστε να σκεφτείτε άλλη λέξη από «γατάκια», σας προκαλώ.
Ο μέχρι τώρα απολογισμός των τριών, είναι 29 πόντοι, με 14/39 σουτ. όχι σε ένα ματς αλλά σε τρία. Συνολικά. Και η εικόνα τους είναι ακόμα χειρότερη από τη στατιστική τους.
Όποιος παρακολούθησε τον τρίτο αγώνα, ξέρει ότι ο καλύτερος παγκίτης των Μπακς ήταν ο Θανάσης. Και έπαιξε μόνο 12 δευτερόλεπτα. Ούτε καν 25, που του δίνει η επίσημη στατιστική.
Ακούγεται σαν σχήμα λόγου, αλλά δεν είναι. Ο Θανάσαρος έδειξε τον δρόμο και οι άλλοι ακολούθησαν.
Οι Μπακς δηλώθηκαν στο μητρώο των πλέι-οφ ως επιθετικός οδοστρωτήρας, αλλά το βαρύτερο χαρτί τους είναι η άμυνα.
Η καλή πεντάδα τους (με παίκτη κλειδί τον Πι Τζέι Τάκερ) απαρτίζεται από τέσσερις αμυντικούς υψηλής κλάσης και από τον Μπρουκ Λόπεζ που μπορεί υπό συνθήκες να ακολουθήσει τον ίδιο ρυθμό.
Όταν γράφω «υπό συνθήκες», εννοώ «με την κατάλληλη καθοδήγηση».
Η τακτική που επιτρέπει στον Κέβιν Ντουράντ να τρυπώνει στην καρδιά της άμυνας και να τελειώνει φάσεις με το αγαπημένο του σουτάκι από 5 μέτρα (με τον Λόπεζ να μένει στα μετόπισθεν) είναι στα όρια του αυτοκτονικού, παρ’ όλο που οχυρώνει εν μέρει τη γραμμή του τριπόντου.
Οι Μπακς έχουν περισσότερες πιθανότητες αν κατεβάσουν το σκορ στους 90-100 πόντους (ή και χαμηλότερα, όπως χθες), παρά αν ψάξουν τον ρυθμό που θα τους ανεβάσει πάνω από τους 120.
Υπενθυμίζω σε όσους αρέσκονται στη μυθολογία, ότι οι κραταιοί Σικάγο Μπουλς κέρδιζαν τους τίτλους με νίκες των 85 πόντων, παρ’ όλο που είχαν τον Τζόρνταν και τον Πίπεν.
Το μπάσκετ έχει αλλάξει έκτοτε, αλλά δεν έχει αλλάξει τόσο όσο ευαγγελίζονται αυτοί που ενθουσιάζονται με τα τρίποντα του Λίλαρντ και του Γιανγκ από τη σέντρα.
Με άλλα λόγια, τα πλέι-οφ θέλουν ξύλο. Στο ξύλο, ο Μπλέικ Γκρίφιν δεν έχει καμία ελπίδα ενάντια στον Γιάννη. Ούτε φυσικά ο Μπρους Μπράουν απέναντι στον Μίντλτον.
Τα δικά μου τα μάτια δεν πόνεσαν καθόλου χθες. Αντιθέτως, πανηγύριζα σε ένα μπαλκόνι μέσα στη νύχτα. Από τα πρώτα λεπτά κιόλας.
Όταν οι Μπακς πέρασαν τη μπάλα μέσα στη ρακέτα (ιδίως στην πρώτη περίοδο με τα αλλεπάλληλα πικ-εντ-ρολ) έκαναν θραύση και –το σημαντικότερο- βοήθησαν τον Γιάννη να αισθάνεται πιο άνετα. Μόλις το γύρισαν σε σουτάκια, έχασαν διαφορά 20 πόντων.
Ο Γιάννης μπορεί να χάνει βολές και να σουτάρει τούβλα από τα 7,25 μ., αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόβλημα ξεκινάει από το άγχος του. Στην τέταρτη περίοδο, ένιωσε πιο αισιόδοξος και έβαλε σερί τρία τζαμπ σουτ και δύο βολές, πάνω στο τεντωμένο σχοινί.
Το ζητούμενο είναι, να διαβάσει την παγίδα των Νετς –που θα του δίνουν το τρίποντο μέχρι να σβήσει ο ήλιος- και να την αγνοήσει. Όσο γευστικό και αν φαίνεται το τυράκι στη φάκα.
Ακόμα και με ποσοστό 50 τοις εκατό από τη γραμμή, η φθορά που προκαλεί κερδίζοντας φάουλ, σε έναν αντίπαλο που παίζει small-ball, είναι πολύτιμη. Εάν εμφανιστεί ο ΝτεΆντρε Τζόρνταν, θα αποτελεί παραδοχή αποτυχίας για τους Νετς.
Κάθε φορά που βλέπω τον Γιάννη να πατάει φρένο και να σουτάρει τρίποντο χωρίς να αλλάξει μία πάσα, κάτι πεθαίνει μέσα μου.
Είμαι βέβαιος, ότι ο Στιβ Νας και οι λοιποί Νετς χειροκροτούν σιωπηρά. Και ας τα βάζει πότε πότε. Πόσο μάλλον τώρα, που έχει 10% στα πλέι-οφ.
«Το σημαντικό είναι να φτάνει ο Γιάννης στο πεδίο δράσης του και να βρίσκει το sweet spot από το οποίο είναι αποτελεσματικός, όπως κάνει ο Ντουράντ», επισήμανε –το αυτονόητο- ο εξαίρετος Τζεφ Βαν Γκάντι, στη διάρκεια της χθεσινής μετάδοσης.
Ο Μαρκ Τζάκσον δεν άντεξε άλλο. «Για να συμβεί αυτό, πρέπει πότε πότε να τον βοηθάει και ο προπονητής σχεδιάζοντας κάποιο σύστημα», είπε.
Επειδή δεν θυμάμαι να έχω ξανακούσει τέτοιο θάψιμο, στον αέρα, από προπονητή σε προπονητή, η αίσθησή μου είναι ότι η κοινότητα του ΝΒΑ θεωρεί τον Μπουντενχόλζερ ναυαγό αυτής της σειράς.
Πέρυσι γλίτωσε την απόλυση σχεδόν ανεξήγητα, αλλά το πολλάκις εξαμαρτείν δεν το σηκώνει μία ομάδα που βλέπει τα τρένα να φεύγουν.
Πηγή: Gazzetta