Του Βασίλη Σαμπράκου
Με όλες της τις απουσίες, η Εθνική Ομάδα του Γκουστάβο Πογέτ μπήκε στο γήπεδο για να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο που έπαιζε σε πολύ υψηλότερο τέμπο (16.94 η Ελλάδα, 19.73 η Γαλλία), το οποίο ήταν πολύ υψηλότερο από το τέμπο των αντιπάλων που αντιμετώπιζε στην διάρκεια του τελευταίου ημερολογιακού έτους. Αντιμετώπισε έναν αντίπαλο ο οποίος σε αυτή την “αδιάφορη” ημέρα του άλλαζε τις περίπου διπλάσιες πάσες (4 – 7.89) ανά κατοχή, έπαιζε με κοντινές πάσες κάνοντας ασφαλή κυκλοφορία, και πίεζε πολύ περισσότερο ψηλά στο τερέν συγκριτικά με την Ελλάδα.
Απέναντι σε έναν αντίπαλο που έκανε 46 οργανωμένες επιθέσεις, η ομάδα του Πογέτ κατάφερε να είναι ανταγωνιστική με 14 οργανωμένες επιθέσεις. Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε η Ελλάδα να είναι πολύ πιο ουσιαστική από τον συνηθισμένο εαυτό της στην ολοκλήρωση των επιθέσεων (απέναντι στην Γαλλία το ποσοστό ήταν 35,71% και ο μέσος όρος του τελευταίου έτους ήταν 26%), και φυσικά χρειάστηκε να μην είναι οι Γάλλοι το ίδιο ουσιαστικοί (το δικό τους ποσοστό ήταν 21,7% ενώ ο μέσος όρος τους ήταν 30%). Η Ελλάδα εκτέλεσε από καλύτερες θέσεις, από πιο κοντινές αποστάσεις προς την αντίπαλη εστία, και κάπως έτσι συνέβη η ομάδα του Πογέτ να έχει xGoals 1.06 σε 8 εκτελέσεις και η Γαλλία να έχει xGoals 1.39 σε 12 εκτελέσεις.
Το Ελλάδα – Γαλλία 2-2 είναι μια από τις περιπτώσεις παιχνιδιού όπου ο θεατής μπορεί να νιώσει, ακόμη και αν δεν έχει ισχυρή κατανόηση των football analytics ότι η μία ομάδα έκανε υπέρβαση την ίδια ώρα που η άλλη ομάδα υστέρησε και σε ποσότητα και σε ποιότητα στο επιθετικό κομμάτι του παιχνιδιού της συγκριτικά με τον εαυτό που δείχνει κατά την διάρκεια του τελευταίου ημερολογιακού έτους.
Σε ένα ματς της 63%-37% κατοχής, κατά του οποίου την διάρκεια οι Γάλλοι πέρασαν το 42% του χρόνου παιχνιδιού στο αμυντικό τρίτο της Ελλάδας και οι ποδοσφαιριστές του Πογέτ κατάφεραν να παίξουν στο επιθετικό τρίτο του τερέν μόνο το 15% του χρόνου παιχνιδιού, για να μη βγει ηττημένη η Εθνική χρειαζόταν να γίνουν πολλά:
Να λειτουργήσει αποτελεσματικά το αμυντικό πλάνο χάρη στο καλό σχέδιο, την καλή αγωνιστική κατάσταση πολλών ποδοσφαιριστών, την καλή ενδοεπικοινωνία μεταξύ τους και την διάθεση να παίξουν ο ένας για τον άλλο και όλοι για την ομάδα.
Να αποδώσει τόσο καλά σε αυτό το παιχνίδι της “μοναξιάς” ο Φώτης Ιωαννίδης προκειμένου να λειτουργήσει το επιθετικό πλάνο που βασιζόταν στην ιδέα του άμεσου παιχνιδιού.
Να καταφέρουν να γίνουν δημιουργικοί και να συνεισφέρουν στο επιθετικό κομμάτι οι δύο φουλ μπακ, ο Γιαννούλης και ο Ρότα.
Να συνεννοηθούν και να συντονιστούν τόσο καλά μεταξύ τους οι Μπακασέτας, Γαλανόπουλος, Μπουχαλάκης, Μασούρας που σχημάτιζαν την τετράδα της μεσαίας γραμμής και να βρουν, στο μέτρο του δυνατού, ισορροπία στις δύο φάσεις του παιχνιδιού – την άμυνα και την επίθεση.
Να έχουν ακρίβεια του 86% (Ρέτσος) και του 100% (Χατζηδιάκος) οι κεντρικοί αμυντικοί στις μακρινές μεταβιβάσεις, και του 94% (Μαυροπάνος) στο σύνολο των μεταβιβάσεων.
Μελετώντας όλα τα παραπάνω και αρκετά περισσότερα μέσα από το Wyscout έπιασα τον εαυτό μου να μονολογεί το ίδιο που μονολογούσα το βράδυ της Τρίτης στη Νέα Φιλαδέλφεια: αυτή η ομάδα δεν γίνεται να μην πάει στο Euro 2024. Δεν μπορεί να ανεχθεί από τον εαυτό της να μη βρεθεί στο Euro 2024. Η Ελλάδα του Πογέτ μέτρησε τον εαυτό της δύο φορές απέναντι σε μια από τις καλύτερες εθνικές ομάδες του κόσμου και είδε ότι μπορεί να είναι ανταγωνιστική. Μέτρησε τον εαυτό της σε 4 παιχνίδια με μεγάλες ομάδες και ήταν “φτωχός κομπάρσος” μόνο μια φορά.
Η ομάδα που είδαμε απέναντι στην Γαλλία, με την ίδια νοοτροπία, ενός γκρουπ που αρνείται να χάσει, δεν μπορεί να αποκλειστεί από το Καζακστάν παρά μόνο αν το ποδόσφαιρο έχει αποφασίσει για κάποιο λόγο να την εκδικηθεί και της τα φέρει όλα στραβά – δηλαδή τη βάλει πίσω στο σκορ από στραβοκλωτσιές ή από λανθασμένες αποφάσεις ενός διαιτητή. Διότι στη βραδιά απέναντι στους Γάλλους κέρδισε πέρα από όλα τα άλλα μια παράσταση ανθεκτικότητας. Αν επέστρεψε στο ματς και το γύρισε από το 0-1 στο 2-1 απέναντι στην Γαλλία, γιατί να μη γυρίσει ένα ματς που θα στραβώσει απέναντι στο Καζακστάν;
Πέρασα υπέροχα το βράδυ της Τρίτης στη Νέα Φιλαδέλφεια. Όχι μόνο επειδή το γήπεδο ήταν πλημμυρισμένο από μικρά παιδιά γεμάτα από ενθουσιασμό, τα οποία πήγαν για τον Εμπαπέ αλλά αγάπησαν λίγο παραπάνω την Εθνική Ελλάδας, αλλά και επειδή βεβαιώθηκα ότι αυτή η ομάδα μπορεί να περάσει στο Euro 2024.
Πηγή: Gazzetta