Από το Άπτον Παρκ ως την κορυφή του κόσμου, ο Μπόμπι Μουρ έγραψε ιστορία με την αριστοκρατία που είχε στο παιχνίδι του.
Η ποδοσφαιρική γέννηση ενός θρύλου
Ο Ρόμπερτ Φρέντερικ Τσελς Μουρ, γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1941 στο Μπάρκινγκ του Ανατολικού Λονδίνου. Το 1956 μπήκε στις ακαδημίες της Γουέστ Χαμ και μόλις δύο χρόνια αργότερα, στα 17 του, έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο.
Ήταν φανερό από την πρώτη στιγμή ότι δεν επρόκειτο για έναν απλό ποδοσφαιριστή. Είχε την ικανότητα να ελέγχει τον ρυθμό του παιχνιδιού, να προβλέπει τις φάσεις και να εμπνέει τους συμπαίκτες του χωρίς να χρειαστεί καν να υψώσει τη φωνή του.
Η Χρυσή Εποχή στα «Σφυριά»

Ο Μουρ έγινε βασικό στέλεχος της ομάδας και το 1962 ανέλαβε την αρχηγία. Από τότε, έγινε ένα με το περιβραχιόνιο και οδήγησε τη Γουέστ Χαμ στις μεγαλύτερες επιτυχίες της ιστορίας της:
1964 – Κατάκτηση του FA Cup, με νίκη 3-2 επί της Πρέστον στο Γουέμπλεϊ.
1965 – Θρίαμβος στο Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, με επικράτηση 2-0 επί της Μόναχο 1860, ξανά στο Γουέμπλεϊ. Ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή διάκριση στην ιστορία του συλλόγου.
544 συμμετοχές με τη φανέλα των Hammers, σε μια καριέρα που διήρκεσε μέχρι το 1974.
Η παρουσία του ήταν ο ορισμός της σταθερότητας, της συνέπειας και της ηγεσίας. Ο Μουρ δεν δίσταζε να ρισκάρει, αλλά το έκανε με χειρουργική ακρίβεια. Η αντίληψή του για τον χώρο, η ικανότητά του να «κόβει» επιθέσεις με καθαρά τάκλιν και η ηρεμία του υπό πίεση τον έκαναν μοναδικό.
Η σχέση του με τη Γουέστ Χαμ δεν ήταν μόνο αγωνιστική αλλά και συναισθηματική. Ήταν το «πρόσωπο» του συλλόγου, ένα σύμβολο ήθους και αξιοπρέπειας. Έχει παραμείνει στη συνείδηση των φιλάθλων της Γουέστ Χαμ για πάντα ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες.
Η Εθνική Αγγλίας και η κατάκτηση της κορυφής

Ο Μουρ έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική Αγγλίας το 1962, μόλις λίγες ημέρες πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής. Το 1964, σε ηλικία 23 ετών, φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού της εθνικής και το κράτησε μέχρι το 1973, σε 90 συνολικά διεθνείς συμμετοχές.
Το 1966, στην κορυφαία στιγμή της καριέρας του, οδήγησε τα «Τρία Λιοντάρια» στην κατάκτηση του μοναδικού Παγκοσμίου Κυπέλλου της Αγγλίας, με τον ίδιο να αναδεικνύεται σε σύμβολο της επιτυχίας. Η εικόνα του να σηκώνει το τρόπαιο στο Γουέμπλεϊ, μετά τη νίκη με 4-2 επί της Δυτικής Γερμανίας, ανήκει στο πάνθεον του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Το 1970, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού, έδωσε ίσως την πιο ολοκληρωμένη αμυντική εμφάνιση της καριέρας του απέναντι στην πανίσχυρη Βραζιλία του Πελέ. Με την απόδοσή του, κατάφερε να κρατήσει την Αγγλία όρθια απέναντι σε έναν επιθετικό οδοστρωτήρα. Ο ίδιος ο Πελέ, συγκινημένος, δήλωσε αργότερα: «Ο Μπόμπι Μουρ ήταν ο πιο έξυπνος και τίμιος αμυντικός που συνάντησα ποτέ.»

Μια ήρεμη δύναμη μέχρι τέλους
Μετά τη Γουέστ Χαμ, αγωνίστηκε στη Φούλαμ και έπαιξε για λίγο στις ΗΠΑ (San Antonio Thunder και Seattle Sounders), όμως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη σχέση του με τους Hammers. Πάλεψε γενναία με τον καρκίνο, και έφυγε από τη ζωή το 1993, σε ηλικία μόλις 51 ετών. Η απώλειά του προκάλεσε εθνικό πένθος.
Η κληρονομιά ενός κυρίου

Ο Μπόμπι Μουρ δεν ήταν απλά ένας ποδοσφαιριστής. Ήταν ο ορισμός του κυρίου εντός και εκτός γηπέδων. Μεταμόρφωσε τη θέση του αμυντικού από ρόλο καθαρά ανασταλτικό, σε ρόλο δημιουργικό, ηγετικό, καθοριστικό.
Το άγαλμά του έξω από το Γουέμπλεϊ αποτελεί όχι μόνο φόρο τιμής, αλλά υπενθύμιση του τι μπορεί να πετύχει ένας ποδοσφαιριστής με ήθος, καθαρό μυαλό και απεριόριστη αφοσίωση. Για τους φιλάθλους της Γουέστ Χαμ, είναι ο αιώνιος αρχηγός. Για την Αγγλία, είναι το πρόσωπο της μεγαλύτερης ποδοσφαιρικής της δόξας.
Πηγή: Sdna