Το όνομά του έχει συνδεθεί με την ιστορία της ΑΕΛ. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν ήταν εκ των μεγάλων πρωταγωνιστών της ομαδάρας της δεκαετίας του 1980′, που έγινε η πρώτη επαρχιακή η οποία στέφθηκε πρωταθλήτρια Ελλάδας. Με θητεία ακόμη σε ΠΑΟΚ κι Ολυμπιακό, ο Μητσιμπόνας άφησε την τελευταία του πνοή στη Γιάννουλη, ενώ κατευθυνόταν μαζί με τον φίλο του και δημοσιογράφο Νίκο Μίχο προς την Κοζάνη όπου ο Τύρναβος θα έδινε φιλικό αγώνα προετοιμασίας με την τοπική ομάδα. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά με ημιφορτηγό. Ο Μητσιμπόνας τραυματίστηκε σοβαρά και διακομίστηκε στο νοσοκομείο της Λάρισας όπου και άφησε την τελευταία του πνοή.
Μια σειρά από απίστευτες, πικρές συμπτώσεις… Έχασε το πούλμαν της αποστολής, οδηγούσε το μοιραίο αυτοκίνητο που δεν ήταν δικό του, αλλά ο φίλος του ήταν κουρασμένος και δεν ήθελε να καθίσει στο τιμόνι, άργησε να ξεκινήσει από το σπίτι επειδή γύρισε για να βγάλει φωτοτυπία την άδεια του κυνηγετικού όπλου του, σταμάτησε για να βάλει βενζίνη, οδηγούσε για να φτάσει την αποστολή του Τυρνάβου.
Ένα αυτοκίνητο βγήκε από πλάγιο δρόμο και του έκλεισε την ορατότητα. Ο Μητσιμπόνας προσπάθησε να το αποφύγει, πήγε προς την διαχωριστική γραμμή. Από το αντίθετο ρεύμα ερχόταν ένα ημιφορτηγό, το οδηγούσε ένας αγρότης από την Αγιά, ο οποίος πήγαινε στη λαϊκή αγορά στον Τύρναβο. Μέσα Σεπτέμβρη, αλλά με τη Λάρισα να «βράζει» στους 35 βαθμούς. Δεν φορούσε ζώνη ο Μητσιμπόνας, ούτε ο συνοδηγός. Η σύγκρουση έγινε από την πλευρά του ποδοσφαιριστή.
Πολλαπλά κατάγματα και ακατάσχετη αιμορραγία. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά ήταν αδύνατον να τον κρατήσουν στη ζωή οι γιατροί. Σαν ψέμα φαίνεται ακόμα και σήμερα πως χάθηκε τόσο πικρά, άδοξα, πρόωρα. «Αθάνατος» φώναζε το πλήθος που πήγε στην κηδεία του.
Αυτός που ενσάρκωσε τα όνειρα μιας ολόκληρης πόλης, αυτός που «γιγάντωσε» μια ομάδα της επαρχίας, αυτός που δοξάστηκε στον κάμπο.
Ο Γιώργος Μητσιμπόνας ήταν πια συμπαίκτης των αγγέλων…
«Μια ιστορία θα σας πω
για του κάμπου τον υιό
ήτανε κόσμε παλικάρι
το πιο δροσερό κλωνάρι
ήτανε κόσμε ένα διαμάντι
των γηπέδων το μαύρο άτι
ήταν κόσμε παλικάρι
το πιο ένδοξο τεσσάρι
Στις δεκατρείς Σεπτέμβρη παραμονή σταυρού
είχε με τον χάρο ραντεβού
τον άρπαξε όμως ο θεός
για συμπαίκτη των αγγέλων
στο αιώνιο φως
Αφιερώνω ένα τραγούδι
για της Θεσσαλίας το πιο όμορφο λουλούδι
ο στρατηγός των βυσσινί
του δικεφάλου η ψυχή
ήτανε κόσμε παλικάρι
του θρύλου το καμάρι
Γιώργο κι αν έφυγες βιαστικά
ζεις ανάμεσά μας παντοτινά».
Ο Μητσιμπόνας ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα από την ομάδα της γενέτειράς του, τον Οικονόμο Τσαριτσάνης όπου αγωνιζόταν στη θέση του σέντερ φορ και το 1981 μεταγράφηκε στην Α.Ε.Λ. όντας επιλογή του τότε προπονητή της ομάδας Αντώνη Γεωργιάδη.
Κατά την πρώτη του χρονιά στους «βυσσινί» πέτυχε 3 τέρματα σε 15 αγώνες. Την επόμενη περίοδο ο Γιάτσεκ Γκμοχ τον καθιέρωσε στη θέση του κεντρικού αμυντικού. Οι καλές εμφανίσεις του είχαν ως φυσικό επακόλουθο την κλήση του το 1984 στην Εθνική Ελλάδος. Όντας επί σειρά ετών αναντικατάστατο στέλεχος αλλά και αρχηγός της Λάρισας συνέβαλε τα μέγιστα στις μεγάλες επιτυχίες του συλλόγου τη δεκαετία του 1980 ήτοι φιναλίστ κυπέλλου τις περιόδους 1981-82 και 1983-84, δεύτερη θέση την περίοδο 1982-83 και φυσικά την κατάκτηση του κυπέλλου το 1985 με θρίαμβο επί του τότε πρωταθλητή ΠΑΟΚ με 4-1 (την ίδια χρονιά η Α.Ε.Λ. έφτασε μέχρι τα προημιτελικά του κυπέλλου Κυπελλούχων) αλλά και την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1988, που αποτελεί τη μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του, καθώς ο τίτλος εξασφαλίστηκε με δικό του τέρμα (εκείνη την περίοδο σκόραρε άλλες 7 φορές) στην εντός έδρας αναμέτρηση με τον Ηρακλή, την Πρωτομαγιά του 1988, στο πλαίσιο της 29ης αγωνιστικής.
Το καλοκαίρι του 1989 αποχώρησε από τη Λάρισα και υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τον ΠΑΟΚ Στον «δικέφαλο του Βορρά» αγωνίστηκε για τρία χρόνια μετρώντας 95 συμμετοχές και 3 γκολ. Έλαβε μάλιστα μέρος και στους διπλούς τελικούς του κυπέλλου το 1992 κόντρα στον Ολυμπιακό που βρήκαν νικητές και τροπαιούχους τους «ερυθρόλευκους» (1-1 ο πρώτος αγώνας στην Τούμπα και 2-0 για τον Ολυμπιακό στον επαναληπτικό).
Το καλοκαίρι του 1992 αποχώρησε από τον ΠΑΟΚ και μεταπήδησε στον Ολυμπιακό, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια μετρώντας 51 συμμετοχές και 9 τέρματα σε αγώνες πρωταθλήματος. Πανηγύρισε την κατάκτηση του Σούπερ Καπ του 1992 ενώ συμμετείχε και στον χαμένο τελικό του 1993 κόντρα στον Παναθηναϊκό που βρήκε νικητές τους «πράσινους» με 1-0.
Το καλοκαίρι του 1994 επέστρεψε στη Λάρισα, την ομάδα με την οποία καθιερώθηκε στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Κατά τη δεύτερη θητεία του αγωνίστηκε σε 56 αγώνες και σκόραρε 7 φορές, δεν κατάφερε όμως μαζί με τους συμπαίκτες του να αποτρέψουν τον υποβιβασμό του συλλόγου στην Β’ Εθνική το 1996. Μετά τον υποβιβασμό της θεσσαλικής ομάδας αποχώρησε οριστικά από τον σύλλογο. Σε 10 συνολικά χρονιές στους «βυσσινί» είχε 267 συμμετοχές και 34 τέρματα.
Επόμενος και τελευταίος σταθμός της καριέρας του ήταν ο Τύρναβος και η Γ’ Εθνική όπου είχε προπονητή τον πρώην συμπαίκτη του στη Λάρισα, Νίκο Αργυρούλη. Την περίοδο 1996-97 είχε 29 συμμετοχές και 8 γκολ βοηθώντας τη θεσσαλική ομάδα να φτάσει στην 4η θέση του Βορείου Ομίλου της Γ’ Εθνικής.
Στην Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε για πρώτη φορά στις 18 Ιανουαρίου 1984 στην εντός έδρας ήττα με 1-3 από την Ανατολική Γερμανία, ενώ η τελευταία του συμμετοχή ήταν στην αναμέτρηση με την Κύπρο το 1992. Αγωνίστηκε συνολικά 26 φορές με το εθνόσημο σκοράροντας μια φορά.
Πηγή: Sport DNA