Επιλογή Σελίδας

Το 2004 ήταν ένα ελληνικό παράδοξο. Η Εθνική έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης “με πατάτες τηγανητές” (που έλεγε κι ο Ζαγοράκης) όταν ο ανταγωνισμός είχε διατροφολόγους, εργοφυσιολόγους, πάσης φύσεως -λόγους, κι είχαν φέρει από τον τόπο τους στην Πορτογαλία ένα τόνο δικά τους τρόφιμα και λοιπά εφόδια για την εκστρατεία. Ενα παράδοξο, μοναδικό. Τόσο sui generis που, ακριβώς γι’ αυτό, μετέπειτα ήταν αδύνατον να χρησιμεύσει στην παγκόσμια κοινότητα σαν ένα μοντέλο επιτυχίας. Στην πραγματικότητα, ένα παράδοξο που πήγαινε κόντρα σε όλα τα μοντέλα επιτυχίας. Τα, διεθνώς παραδεκτά, πτυχία και manual.

Ποιον είχατε βοηθό προπονητή; Τον Τοπαλίδη. Ποιον είχατε προπονητή fitness; Τον Τοπαλίδη. Ποιον είχατε προπονητή τερματοφυλάκων; Τον Τοπαλίδη. Ποιον είχατε αναλυτή βίντεο; Τον Τοπαλίδη. Ποιος συμπλήρωνε τις ομάδες στο δίτερμα, αν έλειπαν κανα-δυο τραυματίες και δεν έβγαιναν είκοσι δύο για να παίξουν κανονικά; Ο Τοπαλίδης…δεξιός μπακ. Κι ο Καρβουνίδης στη ζούλα, εκτός επίσημου κάδρου, να τον επισκέπτονται διεθνείς σε παρακείμενο ξενοδοχείο και να τους κάνει αφιλοκερδώς φυσικοθεραπείες δίχως ποτέ να δεχθεί, για κέρασμα, ούτ’ ένα καφέ. Αντε, αντίγραψέ το. Κι άμα σε βγάλει κάπου, γράψε μου!

Θα γιορτάσουμε την εικοσαετία έκτοτε και, μάλλον εις ανάμνησιν, τώρα η εθνική προσπάθεια είναι να συνδυαστεί η 4η Ιουλίου 2024 πάλι με ένα ελληνικό παράδοξο. Θέλουμε να έχει παίξει το καλοκαίρι στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, μία ομάδα δίχως το αθλητικό κέντρο που έχουν όλες οι ομάδες στην ήπειρο, μία ομάδα δίχως έστω μόνιμο (ας είναι και μια παράγκα τύπου Αγίου Κοσμά) μέρος προπονήσεων, μία ομάδα που στην καρδιά της χώρας δεν έχει γήπεδο για να δώσει φιλικό αγώνα με κόσμο στην κερκίδα, μία ομάδα που επίσης δεν έχει γήπεδο για να δώσει επίσημο αγώνα (με τον κορυφαίο αντίπαλο σε ολόκληρη την Ευρώπη) σε full capacity…και πανηγυρίζουμε ένα κουτσουρεμένο sellout. Μία ομάδα που, τα τελευταία δέκα χρόνια, πορεύεται με αναλώσιμους προπονητές στους οποίους μπαίνει ό,τι και στα γιαούρτια του σούπερ μάρκετ. Κοντινή ημερομηνία λήξεως. Πώς, λοιπόν; Κι όμως!

Ο Ζαγοράκης και οι άλλοι που διαδέχθηκαν άμεσα τους “Αμερικανούς” του 1994, ο Τσιάρτας, ο Νταμπίζας, ο Βρύζας, ο Γου-Χου, ο Ντέμης, και οι μεταγενέστεροι ακόμη, έφαγαν πολύ χώμα στη μούρη. Ξανά και ξανά, επί σειράν ετών. Ωσπου να πάρουν την πρόκριση για την Πορτογαλία στα τέλη του 2003, κινδύνευαν να έχουν περάσει στην Εθνική “μια ολόκληρη ζωή” και να έχουν να θυμούνται, από αυτήν, ένα 2-2 στο Ολντ Τράφορντ ή ότι μία φορά κι ένα καιρό έφτασαν σε απόσταση μιας απόκρουσης του (πατέρα) Σμάικελ από το να πάνε σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Πολύ λίγο. Για μια ολόκληρη ζωή, ασύμφορο.   

Ο Μάνταλος και οι άλλοι που διαδέχθηκαν, άμεσα ή μεταγενέστερα, τους “Βραζιλιάνους” του 2014, ο Πέλκας, ο Μπακασέτας, ο Κουρμπέλης, ο Μπουχαλάκης, ο Μασούρας, τρώνε μόνο χώμα στη μούρη όλα αυτά τα χρόνια. Ερχεται, 2024. Κινδυνεύουν να έχουν περάσει τη δική τους ολόκληρη ζωή στην Εθνική, και μονάχα να θυμούνται ένα 1-1 στην Ισπανία ή ένα προβιβασμό από την τρίτη στη δεύτερη κατηγορία του Nations League. Πολύ λίγο, αν πρόκειται για το μοναδικό επίτευγμα σε διαδρομή τόσων ετών. Θα σημαίνει ότι τζάμπα αφιέρωσαν τον χρόνο τους, τον κόπο τους, την ενέργειά τους.

Τι δηλοί ο παραλληλισμός; Το προφανές. Οτι ενώπιον της ρεαλιστικής πιθανότητας να μη φύγουν τα χρόνια στον βρόντο, μιας πιθανότητας που μπορεί και να είναι αυτό που λέμε once in a lifetime, το γκρουπ δεν βλέπει/ακούει/καταλαβαίνει τίποτα γύρω-γύρω. Ο Μάνταλος που ξεκίνησε στην Εθνική με τον Ρανιέρι, το καλοκαίρι θα είναι 33 ετών. Ο Πέλκας που ξεκίνησε με τον Τσάνα, θα είναι στα 31. Ο Μπακασέτας, ο Κουρμπέλης, ο Μπουχαλάκης που ξεκίνησαν με τον Σκίμπε, θα είναι 31 ή στα 31. Ο Βλαχοδήμος, ο Μασούρας, ο Σιώπης που ξεκίνησαν με τον Αναστασιάδη, θα είναι 30. Ο Γιακουμάκης που ξεκίνησε με τον Φαν ‘τ Σχιπ, θα είναι στα 30. Ο Μπάλντοκ, 31. Η πιθανότητα, θα τους ενώσει.

Οπως είχε ενώσει εκείνους υπό τον Οτο, η ιδέα μήπως επιτέλους καταφέρουν κάτι. Η ιδέα αποδείχθηκε, και το διδαχθήκαμε, πολύ πιο συγκολλητική. Απ’ όσο αποκολλητικό θα μπορούσε να είναι ότι ο Γερμανός δεν καλούσε καταπληκτικούς παίκτες, τον Γεωργάτο, τον Λυμπερόπουλο, τον Στολτίδη, τον Ζήκο, τον Ελευθερόπουλο, ότι δεν ζούσε στην Αθήνα, ότι δεν παρακολουθούσε Α’ Εθνική. Οι σημερινοί μπορεί να έχουν την άποψή τους για τον Φορτούνη, μπορεί να είχαν την άποψή τους για τον Παπασταθόπουλο και τον Μανωλά, αλλ’ η ζωή προχωρεί με εξωφρενική ταχύτητα και κάτι τέτοια γίνονται πολύ μικρά για να τους κρατάνε πίσω. 

Είναι φανερό ότι περιβάλλουν τον προπονητή με θετική σκέψη, φυσικά είναι χαρούμενοι που τους καλεί no matter what, μέσες-άκρες έτσι λειτουργούσε το έργο και με τον Φαν ‘τ Σχιπ, κεντρομόλα, όχι φυγόκεντρα, βλέπει κανείς παίκτες που έχουν κάρτες και δεν θα παίξουν με τη Γαλλία, αντί να πάνε ένα τριήμερο-τετραήμερο κάπου με τις γυναίκες να ξελαμπικάρουν, να μένουν εκεί. Τώρα, αν ο προπονητής κάνει καλά που “δεν βλέπει” τον Δουβίκα στην Ισπανία ή τους τρεις αριστεροπόδαρους στην Ιταλία (Λυκογιάννης, Νικολάου, Κυριακόπουλος), αν ο Μαουρίσιο Ταρίκο δεν έχει ελληνικό ΑΦΜ, αν ο Ζεράρ Νους έχει ελληνικό ΑΦΜ, αν ο Αρον Βίντερ είχε ελληνικό ΑΦΜ, είπαμε, κάποια στιγμή αυτά έρχεται και γίνονται πολύ μικρά. Ο Τζαβέλλας, ένας Αρσενικός, τουλάχιστον έτσι θα θυμάμαι εσαεί το ταξίδι του στο ποδόσφαιρο, στη Ριζούπολη την Παρασκευή το βράδι έδωσε ένα θαυμάσιο παράδειγμα εποικοδομητικότητας. ‘Η, ένα αντιπαράδειγμα διάλυσης.

Το γκρουπ, όχι εμείς, ζει “από μέσα” τον Πογέτ αυτά τα δύο χρόνια. Εννοείται ότι, όπως ο Πογέτ αξιολογεί τους παίκτες, το ίδιο οι παίκτες αξιολογούν τον Πογέτ. Δεν είδα να προκύπτει από κάπου ότι, για τον άλφα ή τον βήτα λόγο, ο Πογέτ έχει “χάσει” το γκρουπ, πράγμα που θα ήταν ένας όντως σοβαρός λόγος να αποπεμφθεί. Οι ποδοσφαιριστές, με τον δικό τους τρόπο, ένιωσα να έκαναν σαφές πως το τελευταίο που η ομάδα θα χρειαζόταν τούτη τη στιγμή, είναι άλλη μία αλλαγή στον προπονητή. Που και πάλι, αν έβλεπαν πως δεν γινόταν να αποφευχθεί, ενώπιον της μεγάλης ιδέας θα την “απορροφούσαν” ακόμη και αυτήν. Θα περικύκλωναν με θετικότητα, και τον επόμενο. Στο τέλος της ημέρας αυτοί, οι (παρόντες) ποδοσφαιριστές, είναι που θα το κάνουν. Το επόμενο ελληνικό παράδοξο. ‘Η, δεν θα το κάνουν.   

Πηγή: Sdna