Επιλογή Σελίδας

Του Θάνου Σαρρή

Καλοκαίρι 1994. Πρώτα σκιρτήματα για πάρτη της. Ασπρόμαυρη και μισοσκισμένη, αντανακλά όνειρα και πάθος. Ιεροτελεστία να τη σηκώνεις από ένα κομμάτι δέρμα που εξέχει. Δικαιολογία αν τη σηκώνεις ψηλότερα από τη νοητή γραμμή του οριζόντιου δοκαριού, ανάμεσα από δυο πέτρες που επιτελούν το καθήκον τους.

Καλοκαίρι 1994. Για κάποιον λόγο σε ένα διαμέρισμα της Δυτικής Αθήνας. Κι απέναντι, στα δύο μέτρα, κινείται πάνω-κάτω σε μια αναλογική τηλεόραση σαν μαγεμένη. Οι ραφές της στην εντέλεια. Ένας κοντός με το δέκα στην πλάτη την κολλάει στο πόδι του και τη στέλνει στο σημείο που κάνουν έρωτα οι αράχνες. «Μπαμπά, γιατί αυτός ουρλιάζει στην κάμερα;».

Ακόμα δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω τον λόγο, αλλά θυμάμαι τα πάντα από το τελευταίο γκολ του Ντιέγκο Μαραντόνα με την Εθνική Αργεντινής, παρότι ήμουν οκτώ χρονών. Την τηλεόραση, τον καναπέ της θείας Αμαλίας, το σημείο που καθόμουν, το δέος μετά τον πανηγυρισμό. Κάθε σπασμό του προσώπου που κόλλησε στην κάμερα, βγάζοντας από τα μάτια φωτιές. Την αλμπισελέστε φανέλα με τα κουμπάκια και τον γιακά που ήρθε ως δώρο απευθείας από τις ΗΠΑ. Δεν οφείλεται στο ότι αντίπαλος ήταν η Ελλάδα και γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Ίσως ήταν η πρώτη αναπόσπαστη live «γνωριμία» με το δεκάρι που έβλεπα και ξανάβλεπα στη βιντεοκασέτα. Αλλά αυτό δεν μπορώ να το θυμηθώ.

Τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος αποσύρθηκε. Εμείς μεγαλώναμε σ’ έναν digital κόσμο που δεν γινόταν να τον ξεχάσει. Ήταν, βλέπεις, κι εκείνοι οι άνθρωποι, των οποίων την ψυχή άγγιξε τόσο βαθιά, που έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να του ανταποδώσουν τη χάρη. Να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ, όπως ο Εμίρ Κουστουρίτσα, να συνθέσουν ένα τραγούδι, όπως ο Manu Chao, να στήσουν ένα μουσείο ή εκκλησία ολόκληρη, να γράψουν ένα βιβλίο, όπως αρκετοί που προσπάθησαν να εμβαθύνουν στο θαύμα του ποδοσφαιρικού αυτοκαταστροφικού ειδώλου. Ο γητευτής της ασπρόμαυρης έδωσε έμπνευση στην τέχνη. Ποιος θα το έλεγε σε κείνους που σνόμπαραν την κοινωνική της δύναμη; Κι έπειτα ήρθαν τα βιντεάκια, η ψηφιοποίηση των στιγμών του, η real time αποκαθήλωση.

Αυτοκαταστροφικός, ναι. «Τι αποθεώνεις τον πρεζάκια;», είπε κάποιος πρόσφατα, ανοίγοντας το δεύτερο πακέτο τσιγάρων, πίνοντας το τέταρτο ποτό και φεύγοντας για να ξενυχτήσει παίζοντας online μέχρι το πρωί, αφού σκρόλαρε για 18η φορά την timeline στο κινητό του. Λες κι οι δαίμονες με τους οποίους πάλεψε είναι κάτι ανάλαφρο ή τού έδιναν ώθηση. «Ξέρεις τι ποδοσφαιριστής θα ήμουν αν δεν έπαιρνα κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε. Θα μπορούσα να είμαι πολλά περισσότερα από ό,τι είμαι τώρα!», έλεγε ο ίδιος μπροστά στην κάμερα του Κουστουρίτσα.

Λες και το σκοτάδι, ήταν ποτέ αρκετό για να κρύψει τον θεό.

«Τον θυμάμαι με φως στο βλέμμα, ένα σπινθηροβόλο βλέμμα, γιατί όλη μου την ζωή δίπλα του ήταν έτσι, πέρα από τις δύσκολες στιγμές, ειδικά μετά το πρόβλημα του εθισμού του. Δεν κάνω ποτέ το χατίρι στον γαμ…νο τον χάρο να κλαίω για τα αγαπημένα μου πρόσωπα, όχι. Τον θυμάμαι με μια τεράστια χαρά. Είναι μια ανάμνηση γεμάτη χρώμα», είπε στη συγκλονιστική του συνέντευξη στον Αλέξανδρο Λοθάνο ο άνθρωπος που τον πλησίασε όσο ελάχιστοι.

Αυτό το σπινθηροβόλο βλέμμα θα ζει για πάντα στις ποδοσφαιρικές μας αναμνήσεις, μαζί με όλα εκείνα που κουβαλά αφενός ο Ντιέγκο, αφετέρου ο Μαραντόνα. Ο κατά Γκαλεάνο «καλύτερος κι εκείνος που ύψωνε τη φωνή καταγγέλλοντας όσα η εξουσία απαιτεί να αποσιωπώνται». Γιατί το ποδόσφαιρο από μόνο του αρκεί για ρίγη συγκίνησης, ενθουσιασμό και θλίψη. Οι λυγμοί, όμως, εκείνου το Νοέμβρη, δεν ήταν αποκλειστικά ποδοσφαιρικοί. Έκρυβαν μια οδύνη βαθιά, απόκοσμη. Ουράνια.

Θα επαναφέρω ένα παλιότερο επίλογο μου, από τις μέρες εκείνες του χαμού: Ο Ντιέγκο θα ζει για πάντα. Στα βραδινά όνειρα των φτωχοδιάβολων. Στις προσευχές των Ναπολιτάνων. Στην αντανάκλαση των ματιών κάθε παιδιού που σπάει τα κοινωνικά σύνορα που του επιβάλουν. Στα γηπεδάκια των παραγκουπόλεων και στα σκισμένα, από τα τσιμέντα, γόνατα. Στις διηγήσεις όσων των είδαν, στις ιστορίες εκείνων που τυφλώθηκαν από τη λάμψη του. Στους πιο τρελούς πανηγυρισμούς, στους ζωντανούς εφιάλτες, στις αυγές μετά τις πιο σκοτεινές νύχτες. Θα θυμίζει για πάντα πού ανήκει το ποδόσφαιρο, όπως κι αν εξελιχθεί.

Κι όπως έγραψε ο Ρομπέρτο Φονταναρόσα «ανοίγοντας» το βιβλίο «Ντιέγκο Εμπιστευτικό»: «Δεν με νοιάζει τι έκανε ο Ντιέγκο με τη δική του ζωή, με νοιάζει τι έκανε με τη δική μου».

Πηγή: Gazzetta