Του Ιωάννη Πέππα
Ο Ουρουγουανός τερματοφύλακας Ρόκε Μάσπολι (Roque Gastón Máspoli Arbelvide), γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου του 1917, στη πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, το Μοντεβιδέο. Ήταν ο τερματοφύλακας της εθνικής ομάδας της Ουρουγουάης που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950. Ήταν επίσης ο επικεφαλής προπονητής για την ομάδα της Ουρουγουάης που κέρδισε το Μουντιαλίτο του 1980. Έχοντας ξεκινήσει από τα τμήματα υποδομής της Νασιονάλ, έκανε το ντεμπούτο του στην Κορυφαία κατηγορία της χώρας του με την Λίβερπουλ του Μοντεβιδέο το 1939. Μετά από μια σεζόν, έγινε μέλος της Πενιαρόλ, με την οποία θα περάσει το υπόλοιπο της σταδιοδρομίας του, κερδίζοντας 6 τίτλους πρωταθλητή. Προπονητικά, οδήγησε την Πενιαρόλ με την οποία κέρδισε 5 εθνικά πρωταθλήματα, το Κόπα Λιμπερταδόρες και το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1966, όταν η ομάδα του νίκησε τη Ρεάλ Μαδρίτης 4-0 στο σύνολο. Αργότερα, οδήγησε ομάδες στην Ισπανία, το Περού και τον Ισημερινό. Στη δεκαετία του 1980, πέρασε αρκετά χρόνια προπονώντας την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης. Την ανέλαβε και πάλι το 1997, για να γίνει ο Μεγαλύτερος σε ηλικία προπονητής οποιασδήποτε εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στην ηλικία των 80 ετών. Νοσηλεύτηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 2004 με καρδιακό πρόβλημα και πέθανε δώδεκα ημέρες αργότερα στην ηλικία των 86 ετών.
Λένε ότι τύχη βοηθά τους τολμηρούς. Κι ειδικά όταν είναι τερματοφύλακες. Μόνο που στη περίπτωση του, η τύχη δεν χρειαζόταν. Αρκούσαν τα προσόντα του. Πανύψηλος (1.90 μ.), ως τερματοφύλακας είχε εξαιρετικές εξόδους, ήταν ανίκητος στο ψηλό παιχνίδι και ήξερε να κατευθύνει τους συμπαίκτες του. Η σοβαρότητά του τον οδήγησε στην εθνική κι αυτός, με τις επεμβάσεις του, οδήγησε την Ουρουγουάη στη κατάκτηση του δεύτερου Μουντιάλ της ιστορίας της, όταν αυτή θριάμβευσε στο Ρίο, το 1950, κάνοντας το θαύμα απέναντι στη Βραζιλία! Μετά το Μουντιάλ, οι συμπατριώτες του τον αποκαλούσαν «Μαρακανάσο», από το Μαρακανά, το γήπεδο που έγινε ο τελικός! Πέρα από τις προπονητικές του επιτυχίες, η τύχη του φάνηκε καλή όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, αφού δύο φορές κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου!
Ήταν γιος μεταναστών από το Κασλάνο, ένα ιταλόφωνο χωριό στη λίμνη Λουγκάνο, στο νοτιότερο ελβετικό καντόνι, το Τιτσίνο ακριβώς στα σύνορα με την Λομβαρδία και το Πιεμόντε. Αν και ήταν οπαδός της Πενιαρόλ ως αγόρι, ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στα τμήματα υποδομής της Νασιονάλ του Μοντεβιδέο το 1934. Συνεχιστής της παράδοσης των μεγάλων τερματοφυλάκων της χώρας, του Αντρές Μαζάλι (Andrés Mazali) και του Άνιμπαλ Παζ (Aníbal Luis Paz Piuma), ο Μάσπολι δεν ξεκίνησε από τερματοφύλακας, αλλά από πλάγιος οπισθοφύλακας. Το ντεμπούτο του ως τερματοφύλακας το έκανε με την αναπληρωματική της ομάδα σε ηλικία 16 ετών. Μετά από έξι σεζόν με την «El Bolso» και δύο ακόμη με τη Λίβερπουλ του Μοντεβιδέο, με την οποία έκανε το ντεμπούτο του στη Primera División της Ουρουγουάης, μεταγράφηκε το 1940 στη Πενιαρόλ όπου έγινε ένα είδωλο, παίζοντας για τους «αουρινέγκρος» το υπόλοιπο της καριέρας του, μέχρι το 1955, κερδίζοντας 6 πρωταθλήματα με τον σύλλογο της Ουρουγουανικής πρωτεύουσας!
Το 1944, τρία χρόνια μετά την άφιξή του στον σύλλογο, κέρδισε τον πρώτο του τίτλο, κατακτώντας κι αυτόν της επόμενης χρονιάς, τον τελευταίο της μέχρι το 1949, όταν και αποτελούσε μέρος μιας μυθικής ομάδας γνωστής ως «La Maquina» (Η Μηχανή). Αν και ξεκίνησε εκείνη την σεζόν στον πάγκο, έγινε βασικός στο τέλος της, αντικαθιστώντας τον τραυματισμένο Φλάβιο Νατέρο (Flavio Pereyra Nattero), καταφέρνοντας με τις εμφανίσεις του, μαζί με τους συμπαίκτες του στη Πενιαρόλ, τον Ομπντούλιο Βαρέλα (Obdulio Varela), τον Αλτσίντες Γκίτζια (Alcides Ghiggia) και τον Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο (Juan Alberto Schiaffino), να κερδίσει τη θέση του βασικού τερματοφύλακα της Ουρουγουάης για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 στη Βραζιλία.
Το αποκορύφωμα της καριέρας του, ήρθε σε αυτό το Μουντιάλ. Μετά τη νίκη με 8-0 επί της Βολιβίας στο εναρκτήριο παιχνίδι τους, οι Ουρουγουανοί ξεκίνησαν την Τελική Φάση, στους 4 της διοργάνωσης με ισοπαλία 2-2 κόντρα στην Ισπανία, πριν κερδίσουν δύσκολα τη Σουηδία με 3-2, αποτέλεσμα που άφηνε μόνο το περιθώριο της νίκης απέναντι στους οικοδεσπότες του τουρνουά, στον ‘’τελικό’’ αγώνα για να κερδίσουν το τρόπαιο Ζιλ Ριμέ (Jules Rimmet).
«Υπήρχαν 200.000 άνθρωποι στο Μαρακανά και ήταν μια πραγματική κόλαση» εξιστορεί ο Μάσπολι για εκείνη την ημέρα στις 16 του Ιουλίου του 1950. «Όταν πήραν το προβάδισμα, κανείς δεν σκέφτηκε ότι είχαμε ακόμη την ευκαιρία, εκτός από εμάς τους ίδιους»!
Ο Μάσπολι, έχοντας πιάσει τρομερή απόδοση στο α’ ημίχρονο, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον Φριάκα (Albino Friaça Cardoso) να βάλει μπροστά τους Βραζιλιάνους, από κοντινή απόσταση, μόλις 3 λεπτά μετά την έναρξη του β’ ημιχρόνου! Οι Ουρουγουανοί δεν πτοήθηκαν από την πίεση. «Δεν μπορούσαν να πάρουν άλλη ευκαιρία και όσο περνούσε ο χρόνος, ισορροπήσαμε το παιχνίδι, ο κόσμος έγινε πιο ήσυχος και πιο αθόρυβος! Όταν ο Σκιαφίνο ισοφάρισε, ακόμη και οι ίδιοι οι Βραζιλιάνοι άρχισαν να αμφιβάλλουν. Εγώ, σκεφτόμουν ότι περνούσε ο χρόνος και δεν θα είχαμε ευκαιρίες για να τους κερδίσουμε. Αλλά τότε ήρθε το γκολ του Γκίτζια και πλέον γραφόταν ιστορία!»
Παρά το γεγονός ότι το σύνολο των Βραζιλιάνων κατηγόρησαν τον τερματοφύλακά τους, τον δύσμοιρο Μοασίρ Μπαρμπόσα (Moacir Barbosa Nascimento) για το αποφασιστικό γκολ, ο Μάσπολι υπερασπίστηκε σθεναρά τον ομόλογό του! «Το σουτ του Γκίτζια ήταν δύσκολο να αποκρουστεί, επειδή συνήθιζε να βάζει πολλά φάλτσα πάνω τους. Από όσον μπορούσα να διακρίνω, ο Μπαρμπόσα βγήκε λίγο από τη γραμμή του για να μπορέσει να αποκρούσει σέντρα, μιας και ο Γκίτζια ήταν αρκετά πλάι, αλλά κι επειδή υπήρχαν άλλοι παίκτες, που έρχονταν για υποστήριξη. Αν σκεφτεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο ο Γκίτζια σούταρε τη μπάλα, το γκολ ήταν πολύ χαμηλά κάτω για να να αποκρουστεί από οποιονδήποτε τερματοφύλακα!» Οι παρατηρήσεις του, οδήγησαν την Βραζιλιάνο προπονητής Τέλε Σαντάνα (Tele Santana) να περιγράψει τον Μάσπολι ως « …έναν τζέντλεμαν των γηπέδων»!
Αυτόν τον εκπληκτικό θρίαμβο, ακολούθησε η κατάκτηση του πρωταθλήματος με τη Πενιαρόλ το 1951 και ξανά 2 χρόνια αργότερα και γι’ αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη που βρέθηκε στην αποστολή της εθνικής και πάλι για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας, το 1954, όντας ο γηραιότερος τερματοφύλακας σε αυτό το τουρνουά! Μετά τη νίκη στα δύο παιχνίδια του ομίλου της, χωρίς να δεχτεί γκολ, η Ουρουγουάη νίκησε την Αγγλία με 4-2 στα προημιτελικά πριν υποστεί την πρώτη του ποτέ ήττα σε παιχνίδι Τελικής Φάσης Παγκοσμίου Κυπέλλου που αγωνίστηκε, στον ημιτελικό εναντίον της Ουγγαρίας, που πολλοί περιγράφουν ως «Ο Αγώνας του Αιώνα», όταν οι Μαγυάροι επικράτησαν με 4-2 μετά από παράταση! Μια ήττα με 1-3 στη συνέχεια ακολούθησε στον αγώνα για την 3η θέση από τη Αυστρία, αφήνοντας τον Μάσπολι και τους συμπαίκτες του, χωρίς μετάλλιο! Με την επιστροφή του κέρδισε τον τελευταίο του τίτλο με την Πενιαρόλ και στα μέσα του 1955, στην ηλικία των 38 ετών, έχοντας κι ένα τραύμα στη μέση να τον ταλαιπωρεί, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση για να αναλάβει ως προπονητής στην Πενιαρόλ μαζί με τον Ομπντούλιο Βαρέλα.
Έπαιξε το πρώτο του ματς για την εθνική Ουρουγουάης, στις 24 Ιανουαρίου του 1945, στη νίκη με 5-1 επί του Ισημερινού, για το Πρωτάθλημα Νοτίου Αμερικής, τον πρόγονο του Κόπα Αμέρικα, στο Σαντιάγκο της Χιλής. Έκανε συνολικά 38 διεθνείς εμφανίσεις, που τον κατατάσσουν 5ο στη σχετική λίστα των διεθνών Ουρουγουανών τερματοφυλάκων και δέχτηκε 62 γκολ! Συμμετείχε στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1950, όπου αναδείχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής και του 1954, στο οποίο κατέλαβε την 4η θέση. Συνολικά, έπαιξε σε 8 παιχνίδια Τελικής Φάσης Παγκοσμίου Κυπέλλου, βασικός σε όλα: 3 στη Βραζιλία το 1950 και 5 στην Ελβετία το 1954. Η Ουρουγουάη κέρδισε 5 από αυτά τα παιχνίδια, ήλθε ισόπαλη σε ένα και έχασε τα άλλα δύο, ενώ ο ίδιος δέχθηκε 11 γκολ (1,375 ανά παιχνίδι). Έπαιξε επίσης και σε 3 Πρωταθλήματα Νοτίου Αμερικής, αυτά του 1945, 1946 και 1955, καταλαμβάνοντας και στα 3 την 4η θέση. Το τελευταίο του παιχνίδι για τη «τσελέστε» το έπαιξε στις 30 Μαρτίου του 1955, στον μικρό τελικό του Κόπα Αμέρικα αυτής της χρονιάς, στην ήττα από το Περού με 1-2 στο Σαντιάγκο της Χιλής.
Το 1964, σχεδόν μια δεκαετία μετά από τη φευγαλέα είσοδό του στον κόσμο της προπονητικής, ανέλαβε την αγαπημένη του Πενιαρόλ για μια ακόμη φορά, καθοδηγώντας τους στο πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά και επαναλαμβάνοντας το κατόρθωμα 12 μήνες αργότερα. Κατέκτησε τη κορυφή το 1966, όταν κέρδισε το Κόπα Λιμπερταδόρες με αντίπαλο τη αργεντίνικη Ρίβερ Πλέιτ, αλλά και το Διηπειρωτικό Κύπελλο, νικώντας σε διπλούς αγώνες με 4-0 συνολικά, τη Ρεάλ Μαδρίτης του Πίρι (Pirri) και του Φρανσίσκο Χέντο (Francisco Gento). Έφυγε από το σύλλογο το 1967, έχοντας κατακτήσει ακόμη έναν άλλο τίτλο στο πρωτάθλημα, αν και θα επιστρέψει αργότερα για να κατακτήσει συνολικά πέντε φορές τον τίτλο, κερδίζοντας τα πρωταθλήματα το 1985 και το 1986. Δεν κέρδισε μόνο τους τίτλους στην Ουρουγουάη, καθώς στην επιτυχημένη καριέρα του ως προπονητή, περιλαμβάνονται επίσης η κατάκτηση του πρωταθλήματος στο Περού, με τη Ντεπόρτες της Λίμα το 1973 και στον Ισημερινό, με τη Μπαρτσελόνα του Γκουαγιακίλ το 1987!
Για τη διετία 1968-1970, για πρώτη και μοναδική φορά οδήγησε ευρωπαϊκή ομάδα, την ισπανική Έλτσε. Είχε επίσης δύο ξεχωριστές περιόδους που ήταν προπονητής της εθνικής ομάδας της Ουρουγουάης, η πρώτη μεταξύ των ετών 1979 και 1982, η οποία περιελάμβανε τη νίκη στο Μουντιαλίτο του 1981 που πραγματοποιήθηκε στο Μοντεβιδέο για να γιορταστεί η 50η επέτειο του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου της FIFA. Πήραν μέρος ομάδες του διαμετρήματος της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Δυτικής Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ολλανδίας, αν και ακολούθησε απογοήτευση καθώς η «τσελέστε» απέτυχε να φθάσει στην Ισπανία, στο Μουντιάλ του 1982. Η δεύτερη θητεία του με την εθνική ομάδα ήρθε το 1997, όταν ανέλαβε για τα τελευταία 5 παιχνίδια των προκριματικών για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, στη Γαλλία! Έγινε έτσι ο γηραιότερος ποτέ προπονητής οποιασδήποτε εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στην ηλικία των 80 ετών! Αν και μάζεψε 7 πόντους, δεν κατάφερε τη πρόκριση!
Ο Ρόκε Μάσπολι, εισήχθη σε νοσοκομείο του Μοντεβιδέο στις 10 Φεβρουαρίου του 2004, με καρδιακά προβλήματα. Πέθανε πλήρης ημερών, 12 μέρες αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 86 ετών.
PALMARES
Εφηβική καριέρα
- –1933: Club Nacional de Football
Επαγγελματική καριέρα
- 1933–1939: Club Nacional de Football
- 1939/40: Liverpool Fútbol Club
- 1940–1955: Club Atlético Peñarol
Διεθνής
- 1945–1955: Ουρουγουάη, 38 (0)
Προπονητική καριέρα
- 1955: Club Atlético Peñarol
- 1963–1967: Club Atlético Peñarol
- 1968–1970: Elche Club de Fútbol
- 1970/71: Club Atlético Peñarol
- 1975–1977: Ισημερινός
- 1976: Club Atlético Peñarol
- 1977/78: Club Sporting Cristal
- 1979–1982: Ουρουγουάη
- 1985/86: Club Atlético Peñarol
- 1987: Barcelona Sporting Club
- 1988: Club Atlético Peñarol
- 1992: Club Atlético Peñarol
- 1997: Ουρουγουάη
Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής
Συλλογικοί
Με τη Peñarol
- Πρωτάθλημα Ουρουγουάης: 6 (1944, 1945, 1949, 1951, 1953, 1954)
Διεθνείς
Με την Ουρουγουάη
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 1950
Ως προπονητής
Συλλογικοί
Με τη Peñarol
- Πρωτάθλημα Ουρουγουάης: 5 (1964, 1965, 1967, 1985, 1986)
- Copa Libertadores: 1966
- Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1966
Με τη Deportes Lima
- Πρωτάθλημα Περού: 1974
Με τη Barcelona Guayaquil
- Πρωτάθλημα Ισημερινού: 1987
Διεθνείς
Με την Ουρουγουάη
- Mundialito: 1981
Πηγή: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο