Του Στάθη Δημολά
Τον είπαν «μάγο», «θεό», «αρτίστα του ποδοσφαίρου». Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε θα είναι ο τελευταίος. Προφανώς, για κάποιο λόγο θα κέρδισε όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Τον είπαν όμως και «Γαρδέλ του ποδοσφαίρου» και αυτό τουλάχιστον θα πρέπει να «σηκώσει» περισσότερη κουβέντα. Στον Εκτορ Πέδρο Σκαρόνε Μπερέτα αποδόθηκε ο πιο τιμητικός χαρακτηρισμός εκείνης της εποχής, αφού στις αρχές του 20ού αιώνα, ο τραγουδιστής του τάνγκο, Κάρλος Γαρδέλ, ήταν μέγεθος που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια του ποδοσφαίρου.
Ο Σκαρόνε γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1898 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης από Ιταλούς μετανάστες. Οπως τα περισσότερα παιδιά, έτσι κι αυτός εξασκούσε το ποδοσφαιρικό του ταλέντο στις αλάνες, προσπαθώντας να περάσει την μπάλα μέσα από τρύπες σε φράχτες. Στα 15 του χρόνια θέλησε να δοκιμάσει την τύχη του στην αγαπημένη του Νασιονάλ, αλλά τον απέρριψαν επειδή ήταν πολύ αδύναμος για την ηλικία του. Ο πιτσιρικάς Σκαρόνε δεν το έβαλε κάτω και μετά από κάποιους μήνες επανεμφανίστηκε στους ανθρώπους της Νασιονάλ ζητώντας και δεύτερη ευκαιρία. Στο διάστημα που μεσολάβησε είχε δουλέψει αρκετά τα σωματικά του προσόντα με αποτέλεσμα να κερδίσει μία θέση στις ρεζέρβες της αγαπημένης του ομάδας. Το 1916, έχοντας φτάσει σε ηλικία 18 ετών, κρίθηκε ότι ήταν έτοιμος να κάνει το άλμα στους «μεγάλους».
Από την πρώτη του κιόλας σεζόν εξελίχθηκε σε κομβικό παίκτη, βοηθώντας σημαντικά στην κατάκτηση του τίτλου εκείνης της χρονιάς. Ακολούθησαν άλλοι έξι σε μία δεκαετία. Παράλληλα, το 1917, ήρθε και η πρώτη κλήση στην Εθνική Ουρουγουάης με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα Νοτίου Αμερικής (τωρινό Κόπα Αμέρικα) σκοράροντας το νικητήριο γκολ στον τελικό με την Αργεντινή. Στην ίδια ομάδα αγωνιζόταν και ο μεγαλύτερος αδερφός του Κάρλος. Ηταν το πρώτο από τα τέσσερα Κόπα Αμέρικα που κέρδισε. Ο Σκαρόνε είχε γίνει, πλέον, το αγαπημένο παιδί των Ουρουγουανών που κυριαρχούσαν στο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Ηταν η καλύτερη ομάδα του κόσμου και ο μόνος τρόπος να το αποδείξουν ήταν η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, αφού μέχρι το 1930 δεν υπήρχε Παγκόσμιο Κύπελλο.
Το 1924 στο Παρίσι η «σελέστε» έφθασε στην πρώτη κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου με τον Σκαρόνε να σκοράρει πέντε τέρματα. Η φήμη των Ουρουγουανών εξαπλώθηκε γρήγορα και αρκετές ευρωπαϊκές ομάδες έστρωσαν κόκκινο χαλί για να τους υποδεχθούν. Ο Σκαρόνε αποκτήθηκε από την Μπαρτσελόνα το 1926, αλλά παρέμεινε μόλις μία χρονιά στη Βαρκελώνη παρά τις εντυπωσιακές του επιδόσεις (17 γκολ σε 18 παιχνίδια). Για να αγωνιστεί στην Μπάρτσα είχε υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο, γεγονός που του στερούσε το δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928 στο Αμστερνταμ. Αφησε στην άκρη την ευρωπαϊκή του καριέρα (και τα περισσότερα χρήματα), επέστρεψε στη Νασιονάλ και επανέκτησε το δικαίωμα να αγωνιστεί σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλωστε, είχε μάθει και στη λιτή ζωή, αφού πριν αναχωρήσει για την Ισπανία εργαζόταν και ως ταχυδρόμος στο Μοντεβιδέο για να συμπληρώσει το εισόδημά του.
Στο Αμστερνταμ, το 1928, οι Ουρουγουανοί εμφανίστηκαν ως φαβορί και επιβεβαίωσαν τον τίτλο τους. Ο Σκαρόνε ήταν και πάλι καταλυτικός, αφού σκόραρε το νικητήριο γκολ (ξανά κόντρα στην Αργεντινή) στον τελικό της διοργάνωσης. Η δεύτερη συνεχόμενη κατάκτηση χρυσού μεταλλίου σε Ολυμπιακούς Αγώνες ανέδειξε αμέσως την Ουρουγουάη, ως την επικρατέστερη χώρα για την ανάληψη της πρώτης διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Πρωταθλητής των… πάντων
Η Ουρουγουάη ανέλαβε να διοργανώσει το πρώτο Μουντιάλ της ιστορίας για τέσσερις λόγους. Πρώτον γιατί το 1930 συμπλήρωνε 100 χρόνια από την ανεξαρτησία της, δεύτερον γιατί αναλάμβανε όλα τα έξοδα των συμμετεχόντων, τρίτον γιατί είχε υποσχεθεί την κατασκευή ενός ολοκαίνουργιου γηπέδου για τους αγώνες (το «Σεντενάριο») και τέταρτον γιατί κατείχε άτυπα τον τίτλο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας μετά τις δύο κατακτήσεις του τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο Σκαρόνε ήταν ο πιο έμπειρος παίκτης εκείνης της ομάδας και παρότι σκόραρε μόνο ένα γκολ, πρόσφερε ξανά σημαντική βοήθεια για να στεφθεί με κάθε επισημότητα η «σελέστε» πρώτη παγκόσμια πρωταθλήτρια. Ηταν 32 ετών, τα είχε κατακτήσει όλα με την Εθνική και, πλέον, ήταν ελεύθερος να… ζήσει τη ζωή του στην Ευρώπη. Μάλιστα, μέχρι το 2011 ήταν ο πρώτος σκόρερ της Ουρουγουάης, μέχρι που τον προσπέρασε ο Ντιέγκο Φορλάν, ενώ αυτή τη στιγμή είναι στην τρίτη θέση, αφού ο Λουίς Σουάρες τους έχει υποσκελίσει όλους.
Το 1931 μετακόμισε στο Μιλάνο για χάρη της Ιντερ και έναν χρόνο αργότερα μεταπήδησε στην Παλέρμο, στην οποία έμεινε μέχρι το 1934. Στα 36 του χρόνια, με αέρα… βεντέτας πια, επέστρεψε στην Ουρουγουάη, όπου και έκλεισε την καριέρα του, με ένα ακόμη πρωτάθλημα στο «λιμάνι» του, τη Νασιονάλ, σε ηλικία 41 ετών.
Η θέση του στο γήπεδο ήταν σε αυτή του εσωτερικού επιθετικού στο δημοφιλές σύστημα της εποχής 2-3-5. Διακρινόταν για τις πάσες και τα σουτ ακριβείας, ήταν αποτελεσματικός σκόρερ με το κεφάλι, ενώ ήταν και από τους ελάχιστους επιθετικούς της εποχής που πίεζε αποτελεσματικά τους αντίπαλους αμυντικούς, δίνοντας έμφαση και στην άμυνα. Με τα σημερινά δεδομένα φαντάζει ως ένας ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής. Εκτός των γηπέδων, οι αναφορές τον θέλουν ως δύστροπο και εγωκεντρικό χαρακτήρα…
Άφησε ανεξίτηλα το στίγμα του στο ποδόσφαιρο
Οταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, απείχε για περίπου μία δεκαετία από τα ποδοσφαιρικά δρώμενα προκειμένου να απολαύσει τους καρπούς της καριέρας του. Αποχώρησε και με ένα παράσημο, αφού για χάρη του άλλαξε ένας κανονισμός της FIFA. Στους Ολυμπιακούς του 1924 στον τελικό με την Ελβετία, ο Σκαρόνε σκόραρε απευθείας με εκτέλεση κόρνερ αλλά το γκολ ακυρώθηκε, αφού κάτι τέτοιο δεν επιτρεπόταν τότε! Η FIFA σε λιγότερο από έναν μήνα αναθεώρησε τον… ανόητο κανονισμό της και έκτοτε επέτρεψε τα (σπάνια) γκολ με αυτόν τον τρόπο.
Το 1947 ξεκίνησε δειλά δειλά την προπονητική του καριέρα από τη νεοσυσταθείσα ομάδα της Κολομβίας, τη Μιγιονάριος. Φαίνεται, όμως, πως το μικρόβιο του προπονητή δεν ήταν στο αίμα του αφού στην Κολομβία έμεινε για μόλις έναν χρόνο. Αυτή, όμως, δεν ήταν η μοναδική ευκαιρία που του δόθηκε αφού το 1951 είχε μία ακόμη και μάλιστα πολύ μεγαλύτερη. Τον επέλεξε η Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία προσπαθούσε να αναδομηθεί από την αρχή υπό τις οδηγίες του προέδρου της Σαντιάγκο Μπερναμπέου. Ούτε εκεί, όμως, πήρε τον απαραίτητο χρόνο για να δείξει την όποια δουλειά του, με αποτέλεσμα το 1952 να εγκαταλείψει τον πάγκο της «βασίλισσας». Στη συνέχεια της δεκαετίας του ’50 κλήθηκε περιστασιακά να βοηθήσει τη Νασιονάλ, κάτι που έκανε πάντα.
Εξάλλου ποτέ δεν εγκατέλειψε την πρώτη του δουλειά, αυτή του ταχυδρόμου, την οποία και συνέχισε να κάνει μετά την αποχώρησή του από το ποδόσφαιρο. Πέθανε στις 4 Απριλίου 1967 στο Μοντεβιδέο.
«Ημασταν νέοι, ήμασταν νικητές, ήμασταν μαζί, νομίζαμε ότι ήμασταν άφθαρτοι». Με αυτά τα λόγια τον αποχαιρέτισε ο αρχηγός εκείνης της εκπληκτικής ομάδας, Χοσέ Νασάτσι. Μετά τον θάνατό του μία κερκίδα στο στάδιο της Νασιονάλ μετονομάστηκε σε Εκτορ Σκαρόνε.
Πηγή: Καθημερινή