Ο Δεκέμβριος δεν είναι, διαχρονικά, ο πιο ψυχρός μήνας του χρόνου στο Άμστερνταμ.
Είναι κρύος, ναι, με τον μέσο όρο της θερμοκρασίας οριακά να ξεπερνάει τους 3 βαθμούς Κελσίου, είναι μουντός, είναι συννεφιασμένος, αλλά, ακόμα και έτσι, είναι ταιριαστός με το σκηνικό μιας από τις ωραιότερες πόλεις -ειδικά για τον επισκέπτη- της Ευρώπης.
Η ομίχλη είναι σύνηθες φαινόμενο σε ολάκερη την Ολλανδία, όχι τόσο και μόνο στη μεγαλύτερη πόλη της. Όχι πως λείπει και από εκεί, κάθε άλλο, αλλά, και πάλι, καταχείμωνο δεν αποτελεί κάποιο από τα συνηθέστερα, τα επικρατέστερα τερτίπια του καιρού και του ιδιόμορφου αυτού τόπου των Κάτω (Nether) Τόπων (Lands).
Τέτοια μέρα το 1966 είχε καλύψει όλην την πόλη. Για ώρες. Και όσο περνούσαν, τόσο περισσότερο έντονη, πυκνή γινόταν. Αδύνατον όμως να υπερκεράσει μια καινοφανή τότε ποδοσφαιρική συγκυρία. Ο Άγιαξ υποδεχόταν τη Λίβερπουλ στο πρώτο παιχνίδι του δεύτερου γύρου του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Αν όχι κανείς, πιθανότατα ελάχιστοι αντιμετώπιζαν το παιχνίδι ως κάτι εν δυνάμει το ξεχωριστό πριν τη σέντρα του. Κάθε άλλο. Μεταξύ εμπλεκομένων και μη σε δαύτο. Μετατράπηκε, και λόγω της ομίχλης που σκέπασε τα πάντα, σε ιστορικό. Έμεινε γνωστό ως το «Mistwedstrijd», το «Παιχνίδι της Ομίχλης».
Και η αλήθεια είναι πως η ομίχλη ήταν απλώς ο συνοδευτικός, καλυπτικός μανδύας όχι μόνο στον θρύλο της συγκεκριμένης αναμέτρησης αλλά και σε όσους -και ήταν αρκετοί- και όσα ξεπήδησαν από εκείνα τα ενενήντα λεπτά που ελάχιστοι, αν όχι κανείς, μπόρεσαν να δουν.
Στην κυριολεξία.
Ο Ρίνους και ο Μπιλ
Προφανώς, για να συμμετέχουν στο μωρουδιακό ακόμη Κύπελλο Πρωταθλητριών, Άγιαξ και Λίβερπουλ ήταν Πρωταθλητές σε Ολλανδία και Αγγλία αντίστοιχα. Δεν λέει και πολλά. Δεν ήταν το μόνο -πέραν και της εν μέρει έστω ομοχρωμίας- κοινό τους.
Ο «Αίαντας» μεταπολεμικά όλα κι όλα τέσσερα εγχώρια Πρωταθλήματα είχε κατακτήσει. Το τελευταίο στην πρώτη χρονιά της σοφότερης απόφασης που έλαβε ποτέ η διοίκηση του συλλόγου, να αναθέσει δηλαδή τα ηνία στον Ρίνους Μίχελς (1965), ο οποίος πήρε μια ομάδα που ήταν από τις βασικές υποψήφιες -κάθε χρόνο την προηγούμενη δεκαετία- για τον υποβιβασμό και τη μετέτρεψε αμέσως σε Πρωταθλήτρια.
Το κυριότερο όμως, το κοσμογονικό ήταν πως έθεσε από την πρώτη στιγμή τις βάσεις όχι μόνο για το «Total Voetbal», το οποίο ακολούθησε και σάρωσε ποδοσφαιρικά τα πάντα την επόμενη πια δεκαετία, αλλά και για την τακτική, προπονητική, σε οποιοδήποτε τέλος πάντων επίπεδο κυριαρχία αυτού του «Ολοκληρωτικού Ποδοσφαίρου» ως και σήμερα.
Εκείνη ήταν η τέταρτη μόλις διεθνής συμμετοχή του, τρεις εξ αυτών στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Στις δύο προηγούμενες είχε μόλις μια πρόκριση, επί της ανατολικογερμανικής -τότε- Βίσμουρ Καρλ Μαρξ Σταντ (η σημερινή Άουε), πριν αποκλειστεί από την ουγγρική Βάσας (σεζόν 1957-1958) και έναν αποκλεισμό, σε προκριματικό γύρο μάλιστα, από τη νορβηγική Φρέντρικσταντ (1960-1961).
Εκείνη την χρονιά στον πρώτο γύρο είχε ξεπεράσει με δύο νίκες (4-1 συνολικό σκορ) το εμπόδιο της Μπεσίκτας.
Από τη δική τους πλευρά, οι «Κόκκινοι» μεταπολεμικά είχαν κατακτήσει τρία Πρωταθλήματα Αγγλίας. Τα δύο τελευταία, το 1964 και το 1966, επίσης με τον προπονητή που άλλαξε, οριστικά και αμετάκλητα, τη ρότα, την ταυτότητα και το dna του συλλόγου, τον Μπιλ Σάνκλι.
Ο θρυλικός Σκωτσέζος είχε αναλάβει το 1959 και, στα δεκαπέντε χρόνια που έμεινε στα ηνία, αποτέλεσε έναν από τους εμβληματικότερους και επιδραστικότερους της ιστορίας των «Reds», μετατρέποντάς τους σε κυρίαρχη δύναμη του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Μαράζι του -και όχι μόνο δικό του- πως δεν μπόρεσε, στα χρόνια που έκατσε στον πάγκο, να επικυρώσει αυτή τη μετάλλαξή τους και σε πέραν της Μάγχης, ηπειρωτική πια, ανωτερότητα και κυριαρχία με την κατάκτηση ενός Κυπέλλου Πρωταθλητριών (μόνο το Κύπελλο UEFA πανηγύρισε, το 1973).
Σε δαύτο, οι Μερσεϊσάιντερς είχαν μία παρουσία, φτάνοντας δύο χρόνια νωρίτερα από το «Mistwedstrijd» ως και τα ημιτελικά της διοργάνωσης, όπου και τους απέκλεισε η μετέπειτα Πρωταθλήτρια Ευρώπης, Ίντερ. Την επόμενη χρονιά έφτασαν ως τον Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου και ηττήθηκαν (στην παράταση) από την Ντόρτμουντ.
Κακά τα ψέματα όμως, εκείνη την εποχή -και για δεκαετίες, καλά-καλά ως και σύγχρονα- το επίκεντρο των αγγλικών ομάδων, του ντόπιου κοινού, των πάντων, ήταν και αφορούσε (σ)το Νησί τους. Δεν τους απασχολούσε, δεν τους (πολυ)ενδιέφερε, δεν γνώριζαν τι συνέβαινε ποδοσφαιρικά πέραν της Μάγχης.
Αποδείχθηκε και στο συναπάντημα με τον Άγιαξ.
Αν όμως, αν, ειδικά για εκείνη τη Λίβερπουλ, ειδικά για την εποχή Σάνκλι, υπήρχε κάτι που μπορούσε, έστω και περιστασιακά, να κλέψει προσοχή και ενδιαφέρον από το εγχώριο Πρωτάθλημα, ήταν μόνο, αποκλειστικά, το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Τίποτα άλλο. Και αυτό με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και πάντα με μια έμφυτη, γονιδιακή-αγγλοσαξονική, αίσθηση υπεροχής και ανωτερότητας.
Αίσθηση που δεν είχε να κάνει αλλά ούτε και επηρεαζόταν από αποτελέσματα, επιτυχίες ή (συνηθέστερα) αποτυχίες. Ενδεικτικό ότι στον προηγούμενο, πρώτο, γύρο εκείνης της σεζόν, 1966-1967, η Λίβερπουλ είχε χρειαστεί τρίτο παιχνίδι, μπαράζ, ώστε να ξεπεράσει το εμπόδιο της Πρωταθλήτριας Ρουμανίας, Πετρολούλ Πλοέστι.
Είχε επικρατήσει στο πρώτο ματς στο Anfield με 2-0, στη ρεβάνς όμως στη Ρουμανία είχε ηττηθεί με 3-1. Τότε δεν είχε θεσπιστεί το εκτός έδρας γκολ, οριζόταν απλώς τρίτο, νοκ άουτ, παιχνίδι για να διευθετηθούν οι διαφορές. Δόθηκε μια εβδομάδα μετά τον επαναληπτικό στις Βρυξέλλες, στο Heysel, η Λίβερπουλ το κέρδισε (2-0) και έτσι διαμορφώθηκε το συναπάντημα με τον Άγιαξ.
Το καθαριστικό και η Γιουνάιτεντ
Οι ρόλοι του ζευγαριού ξεκάθαροι. Και, πανταχόθεν, αδιαμφισβήτητοι. Φαβορί ξεκάθαρο η Λίβερπουλ. Η Πρωταθλήτρια της προ μερικών μηνών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας Αγγλίας. Ο Άγιαξ και εν γένει το ολλανδικό ποδόσφαιρο ανυπόληπτα. Και σίγουρα σε όσα οι ποδοσφαιρικά υπερόπτες νησιώτες θεωρούσαν και γνώριζαν.
Δεν ήξεραν το παραμικρό για τον «Αίαντα». Τη δυναμική του. Την επανάσταση που ετοιμαζόταν στο Άμστερνταμ. Ο Σάνκλι δεν είχε ταξιδέψει -δεν συνηθιζόταν έτσι κι αλλιώς εκείνη την εποχή- για να παρακολουθήσει κάποιο παιχνίδι πριν τις αναμετρήσεις με τη Λίβερπουλ.
\Είχε στείλει έναν έμπιστό του, ο οποίος είδε τους Πρωταθλητές Ολλανδίας να χάνουν από μια… ανύπαρκτη της Eredivisie. Και συνέβαλε στη μακαριότητα και στην επανάπαυση. Ο Σκωτσέζος μάνατζερ, έτσι κι αλλιώς, δεν μασούσε τα λόγια του, ούτε και κρυβόταν, πόσο μάλλον συνεκτιμώντας το πλαίσιο της -θεωρητικής- βρετανικής ποδοσφαιρικής υπεροχής.
Δεν χρειαζόταν να μπει σε διαδικασία mind games, ούτε και κατά διάνοια αποτέλεσε τέτοιο ο απόλυτα ενδεικτικός παραλληλισμός που ξεστόμισε πως το μόνο που γνώριζε από τον Άγιαξ ήταν η επωνυμία ενός καθαριστικού που υπήρχε στην κουζίνα του. Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Έτσι περίμενε πως θα εξελιχτούν τα παιχνίδια με τον Άγιαξ ο 53χρόνος τότε προπονητής. Δεν ήξερε, δεν (μπορούσε τότε να) ρώταγε. Σίγουρα όμως έμαθε.
Την άποψή του, την πεποίθηση όλων στο Λίβερπουλ, στην Αγγλία, δεν έκανε απολύτως τίποτα για να την αναιρέσει ο Άγιαξ. Η διοίκηση του «Αίαντα» αντιμετώπιζε τις αναμετρήσεις ως ευκαιρία να ακουστεί το όνομα του club στη μητέρα του αθλήματος. Το εντός έδρας, συγκεκριμένα, ως ευκαιρία πλουτισμού.
Ενδεικτική η απόφαση να μην διεξαχθεί στο De Meer αλλά στο υπερδιπλάσιας χωρητικότητας (+55.000 θεατές) Ολυμπιακό στάδιο του Άμστερνταμ. Εννοείται πως τα εισιτήρια είχαν εξαφανιστεί άμα τη κυκλοφορία τους, χωρίς κανείς από τους αγοραστές να επηρεαστεί από το (δεδομένο) κρύο αλλά και από την ξαφνική, τη νύχτα της παραμονής του παιχνιδιού, εισβολή της ομίχλης.
Ο Μίχελς, σε έναν από τους νεωτερισμούς που εφάρμοζε, είχε κρατήσει τους ποδοσφαιριστές του για τρεις μέρες κλεισμένους στο προπονητικό του «Αίαντα». Τους άφησε όμως να πάνε στα σπίτια τους ανήμερα της αναμέτρησης και από εκεί, με τα αυτοκίνητά τους ο καθένας, να μεταβούν στο γήπεδο.
Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή, ώστε τα νέα για σοβαρότατο ενδεχόμενο αναβολής να έχουν φτάσει παντού. Ο Σάνκλι ήταν υπέρ της, αλλά με έναν όρο: να μην οριζόταν το παιχνίδι για την επομένη. Ακολουθούσε ντέρμπι στο Αγγλικό Πρωτάθλημα με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. «Θέλω να κερδίσω το Κύπελλο Πρωταθλητριών, αλλά χωρίς να παραδώσω τον τίτλο στην Αγγλία», έλεγε ο Σκωτσέζος.
Οι δεκάδες χιλιάδες των φίλων του Άγιαξ δεν επηρεάστηκαν από τη φημολογία και κατέκλυσαν από νωρίς το γήπεδο. Κάτι αυτό, κάτι η αδυναμία να βρεθεί άμεση ημερομηνία για τον μεταγενέστερο επαναπρογραμματισμό της αναμέτρησης (όπως ζητούσε η Λίβερπουλ), έπαιξαν τον ρόλο τους.
Ο Ιταλός διαιτητής, Αντόνιο Σαρντέλα, επιθεώρησε κατάσταση και αγωνιστικό χώρο και, παρότι κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει τα περισσότερα που χρειάζονταν, εν τούτοις έδωσε τη συγκατάθεσή του για να διεξαχθεί το παιχνίδι. Και όχι μόνο αυτό αλλά καθ’ όλη τη διάρκειά του, με τις συνθήκες να χειροτερεύουν και την ομίχλη να πυκνώνει περισσότερο, ήταν, σε οποιαδήποτε αιτίαση δεχόταν, κατηγορηματικός πως τα πάντα κυλούσαν σύννομα.
Μπάτε σκύλοι αλέστε
Οι πιο αργοπορημένοι ήταν τέσσερεις της αρχικής ενδεκάδας του Άγιαξ. Ο Σάακ Σβαρτ, ο Μπένι Μίλερ, ο Κλάας Νούνινχα και ο Γιόχαν Κρόιφ είχαν δώσει ραντεβού να πάνε στο γήπεδο με το αυτοκίνητο του πρώτου. Διάλεξε μέρα να μην παίρνει μπροστά. Με τα χίλια ζόρια και βάσανα, δέησε να στροφάρει. Έφτασαν τρία τέταρτα μόλις πριν τη σέντρα.
Ο Μίχελς τούς περίμενε ορεξάτος. «Κανονικά θα σας είχα στείλε όλους, πάλι, στα σπίτια σας. Αλλά, ok, λόγω της ημέρας, ετοιμαστείτε και βγείτε. Παίζουμε». Ως και τότε, αυτό το «παίζουμε» κανείς δεν το περίμενε, ούτε καν η τετράδα των καθυστερημένων.
Δεν πήρε πολύ σε όσους ήταν παρόντες στο Ολυμπιακό στάδιο να αντιληφθούν τι θα γινόταν, τι θα έβλεπαν. Για την ακρίβεια, τι δεν θα έβλεπαν. Κατάλευκη η εμφάνιση του Άγιαξ, επιδείνωνε το κακό. «Όσο περνούσε η ώρα, νιώθαμε λες και βλέπαμε φαντάσματα», παραδέχτηκε, χρόνια αργότερα, ο τερματοφύλακας της Λίβερπουλ, Τόμι Λόρενς.
Δική του, σημαντική, ευθύνη το πρώτο γκολ του Άγιαξ, νωρίς, μόλις στο 3’, από τον Σέες Βολφ, ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του στον «Αίαντα», αντικαθιστώντας τον τραυματία Πιτ Κάιζερ.
Καταγεγραμμένο τηλεοπτικά, όχι η εικόνα, αυτήν ξεχάστε την, ο ήχος. Το γκολ σημειώνεται, οι φιγούρες που αχνοφαίνονται με τα λευκά (κάνουν κάτι σαν να) πανηγυρίζουν. Δευτερόλεπτα μετά, απ’ ό,τι ξεχωρίζουν όσοι βρίσκονται στις πρώτες σειρές των εξεδρών, αντιλαμβάνονται πως κάτι καλό συνέβη και αρχίζουν να πανηγυρίζουν και αυτοί, για να επεκταθούν, πάλι μετά από δευτερόλεπτα, οι πανηγυρισμοί σε όλο το στάδιο. Το γκολ δεν το είδε κανείς.
Ή έστω, ακριβέστερα, σε πραγματικό χρόνο, ελάχιστοι. Απλώς έγινε αντιληπτό, όταν ακούστηκε, αργότερα από τότε που σημειώθηκε, ο πανηγυρισμός του. Νόρμα που ουσιαστικά επαναλήφθηκε άλλες τέσσερεις φορές εκείνο το βράδυ.
Ο Άγιαξ πρακτικά από το δεκάλεπτο έπαιζε με δέκα ποδοσφαιριστές, καθώς ο Βιμ Σουρμπίρ είχε τραυματιστεί. Αλλαγές δεν επιτρέπονταν τότε, οπότε ο Ολλανδός δεξιός μπακ ήταν ωσεί παρόντας, βγάζοντας το υπόλοιπο του ενενηντάλεπτου εμφανώς κουτσαίνοντας. «Εμφανώς». Καταχρηστικό, εννοείται.
Τους Πρωταθλητές Ολλανδίας δεν τους εμπόδισε. Στην ανάπαυλα, με διαδοχικά γκολ από Κρόιφ και Νούνινχα (2), έφτασαν προηγούμενοι με 4-0. Μετά το δεύτερο, από τον «Ιπτάμενο Ολλανδό», ο Σάνκλι, αντιλαμβανόμενος τι γινόταν και κυρίως τι ερχόταν για την ομάδα του, αποφάσισε να πάρει ένα ιδιότυπο… time out.
Δεν χρειάστηκε να το συγκαλέσει, απλώς μπήκε ανενόχλητος στον αγωνιστικό χώρο, καλώντας μερικούς από τους ποδοσφαιριστές του γύρω του, χωρίς κανείς -λόγω της ομίχλης, εννοείται- να αντιληφθεί την ενέργειά του.
Το τέταρτο γκολ σημειώθηκε στο 42’. Από σέντρα του Σβαρτ, ο οποίος νωρίτερα, έχοντας ακούσει σφύριγμα του διαιτητή, θεώρησε πως είχε ολοκληρωθεί το ημίχρονο και έφυγε μόνος του για τα αποδυτήρια. Δεν είδε κανέναν να τον ακολουθεί (δεν μπορούσε), τον είδε, έχοντας πια μπει στο εσωτερικό του γηπέδου, ένας αξιωματούχος του Άγιαξ, ο οποίος άρον-άρον τον έστειλε ξανά πίσω στον αγωνιστικό χώρο. Ξαναπάτησε γρασίδι, χωρίς κανείς να αντιληφθεί/διαπιστώσει τη φυγή/απουσία/επιστροφή του και αμέσως, από δική του σέντρα, έγινε το 4-0.
Στο δεύτερο ημίχρονο οι συνθήκες έγιναν ακόμα, περισσότερο χειρότερες, η ομίχλη πολύ πιο έντονη, είχε πια κατακάτσει ακόμα και στις… ρίζες του χορταριού. Κακά τα ψέματα, συνθήκη που βόλεψε τον «Αίαντα». Ο Μίχελς είχε ζητήσει να διατηρηθεί ο ίδιος ρυθμός και το ίδιο επίπεδο. Ήταν και αριθμητικά και προφανώς λόγω καιρικών δεδομένων αδύνατο, πόσο μάλλον συνεκτιμώντας την όποια -στο πλαίσιο του εφικτού- αντίδραση της Λίβερπουλ.
Ακόμα και έτσι, οι γηπεδούχοι βρήκαν (από εκτέλεση φάουλ) και πέμπτο γκολ από τον Χενκ Χρόοτ, επιτρέποντας απλώς και μόνο στους «Κόκκινους» αυτό της τιμής, δύο λεπτά πριν την ολοκλήρωση των ενενήντα από τον Λόουλερ.
5-1.
Ως τότε, σε μια ντουζίνα διεθνή παιχνίδια η Λίβερπουλ είχε συνολικά δεχτεί δέκα γκολ. Σε ένα μόνο δέχτηκε τα μισά, υφιστάμενη έτσι τη μεγαλύτερη ήττα της ιστορίας της -παραμένει ακόμη- σε ευρωπαϊκές αναμετρήσεις.
Τα αποκαλυπτήρια, η επανάσταση και οι αλλαγές
Ο Σάνκλι δεν πτοήθηκε.
«Δεν έχει τελειώσει απολύτως τίποτα. Έχουν συνηθίσει να παίζουν με τέτοια ομίχλη. Θα κερδίσουμε εύκολα στην έδρα μας. Θα τους συντρίψουμε με 7-0. Το αποψινό ήταν ανέκδοτο. Ο Άγιαξ έπαιξε αμυντικά στη δική του έδρα. Ποτέ δεν μπορούμε να παίξουμε καλά κόντρα σε ομάδες που υιοθετούν τέτοια προσέγγιση».
Σχόλιο μιας άλλης εποχής, αλλά και απολύτως χαρακτηριστικό του τρόπου που οι «Κόκκινοι», συγκεκριμένα εκείνοι πια, αντιμετώπιζαν (καθρεφτίζοντας πάντως και συνολικά την αντίληψη του τόπου τους) το ποδόσφαιρο που οι ίδιοι υπηρετούσαν, θεωρώντας το ως θέσφατο ώστε να υπηρετείται από όλους τους άλλους.
Και, όταν δεν γίνεται, να κατακρίνεται.
Μια εβδομάδα αργότερα, στο Anfield, η πραγματικότητα αποδείχτηκε τελείως διαφορετική. Χωρίς ομίχλη, με τον δικό της κόσμο στις εξέδρες (ήταν μάλιστα τέτοια και τόση η προσέλευση που στο Kop καταγράφηκε ένα από τα πρώτα περιστατικά κατάρρευσης μέρους εξέδρας, με 200 – ευτυχώς και μόνο – τραυματίες), η Λίβερπουλ δεν μπόρεσε όχι να διαλύσει τον Άγιαξ αλλά ούτε έστω να τον κερδίσει.
Ο Μίχελς ανησυχούσε -και δεν το έκρυψε ούτε καν μετά την “πεντάρα”- πως ο επαναληπτικός θα μετατρεπόταν από τους «Reds» στο κλασικό, ασυναγώνιστο (ειδικά σε οικείο έδαφος) βρετανικό kick ‘n’ run. “Ξύλο”, ξύλο, άμεσες επιθέσεις, μπάλα στον αέρα, δυναμισμός και νταηλίκι. Κάτι στο οποίο οι δικοί του ποδοσφαιριστές, σαφώς πιο ντελικάτοι και με τελείως διαφορετικό ποδοσφαιρικό, τακτικό και τεχνικό υπόβαθρο, δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν.
Το έκαναν και με το παραπάνω. 2-2 το αποτέλεσμα του Anfield, με τον 19χρονο τότε Κρόιφ να σημειώνει και τα δύο γκολ του Άγιαξ, φτάνοντας στον εντυπωσιακό -ακόμη και για τα δεδομένα της εποχής- απολογισμό των 28 γκολ σε 25 μέχρι εκείνη την στιγμή αναμετρήσεις στη σεζόν.
Πλέον, το καλύτερα κρυμμένο (παρότι χωρίς μεγάλη προσπάθεια να μείνει τέτοιο) μυστικό του Άγιαξ και του ολλανδικού ποδοσφαίρου είχε αποκαλυφθεί διεθνώς, καθολικά. Ο Σάνκλι, αφού αναγνώρισε το δίκαιο της πρόκρισης του «Αίαντα» και παρότι στήριξε -κόντρα στα από τότε και από … πάντα αδηφάγα ντόπια media, τα οποία και αδυνατούσαν να αντιληφθούν την “Αποκάλυψη” που είχε συντελεστεί στα μάτια τους μπροστά- την ομάδα του, αποδέχτηκε πως οι καιροί άλλαζαν. Και γρήγορα.
Αν μια “άγραφη” ομάδα, από την “άγραφη” ποδοσφαιρικά Ολλανδία, επέβαλε το παιχνίδι και την τακτική της στην Πρωταθλήτρια Αγγλίας, τότε τι παραπάνω και πόσο ευκολότερα μπορούσαν να το κάνουν όλοι οι υπόλοιποι, “μη άγραφοι”, της Ευρώπης;
Ο Σκωτσέζος κατάλαβε πως το ποδοσφαιρικό διάβημα της Μάγχης δεν θα ήταν, ποτέ εφεξής, παρέλαση ούτε για την ομάδα του ούτε για καμία άλλη αγγλική.
Και χρόνια αργότερα παραδέχτηκε πως εκείνα τα δύο παιχνίδια με τον Άγιαξ αποτέλεσαν την αφορμή για να (προσπαθήσει τουλάχιστον να) υιοθετήσει ένα πολύ πιο τακτικό, πολύ πιο “εξευρωπαϊσμένο” ποδοσφαιρικό στιλ και τακτική στις διεθνείς υποχρεώσεις της Λίβερπουλ. «Αλλιώς, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κατακτήσουμε το Κύπελλο».
Ο ίδιος δεν το μπόρεσε, δεν το κατάφερε τελικά. Οι «Κόκκινοι» πανηγύρισαν το πρώτο από τα έξι της ιστορίας τους, δύο χρόνια μετά το φευγιό του από τον πάγκο τους.
Από την άλλη πλευρά, ο Μίχελς, μετά από τα κονταροχτυπήματα με τη Λίβερπουλ, πείστηκε πως ό,τι κήρυττε, ό,τι επαναστατικό προετοίμαζε, ήταν ικανό όχι μόνο να αλλάξει την ομάδα του αλλά να αλλάξει το ποδόσφαιρο. «Τότε κατάλαβα, καταλάβαμε όλοι, πως μπορούμε, παίζοντας και εφαρμόζοντας ό,τι και όσα είχαμε σκεφτεί να ανταγωνιστούμε και να επικρατήσουμε στο κορυφαίο επίπεδο».
Άμεσα, εννοείται, πως δεν έγινε. Στον επόμενο κιόλας γύρο, στα προημιτελικά, ο Άγιαξ αποκλείστηκε χωρίς να κάνει καν νίκη από την Πρωταθλήτρια Τσεχοσλοβακίας, Ντούκλα Πράγας. Εξέλιξη που ώθησε τον Μίχελς σε περαιτέρω αλλαγές, ικανές να υπηρετήσουν το πλάνο του. Πούλησε τον αρχηγό, Φριτς Σουτέκαου (υπεύθυνο για ένα καθοριστικό αυτογκόλ στη ρεβάνς), και στη θέση του πήρε ένα από τα πολύτιμοτερα κομμάτια του αγωνιστικού παζλ που συνέθετε, τον Σέρβο λίμπερο από την Παρτιζάν, Βέλιμπορ Βάσοβιτς.
Το 1969 ο Άγιαξ, όπως πλέον τον ήθελε ο δημιουργός του, έφτασε στον πρώτο Τελικό του στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ήταν όμως πολύ νωρίς και η Μίλαν δεν παιζόταν. Το πεπρωμένο όμως, η νομοτέλεια -έστω και αν η αιώνια αντίπαλος, Φέγενορντ, ήταν η πρώτη ολλανδική που στέφθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1970– δεν γινόταν να αποτραπούν.
Τρεις διαδοχικές στέψεις, από το 1971 ως το 1973, αποτέλεσαν την απτή, ανεξίτηλη επιβεβαίωση αλλαγής, κυριαρχίας, αθανασίας του Άγιαξ και όσων δόμησαν εκείνη την εποχή του «Total Voetbal».
Εποχή που ξεκίνησε από τα διεθνή αποκαλυπτήρια της δυναμικής του «Αίαντα» σε εκείνο το «Παιχνίδι της Ομίχλης». Οξύμωρο να αποκαλυφθεί κάτι, οτιδήποτε, όταν καλά-καλά δεν μπορεί να φανεί.
Κι όμως, αυτό το παιχνίδι, πέραν όλων των υπολοίπων, ήταν -ομολογουμένα από τον ίδιο- για τον Γιόχαν Κρόιφ το αγαπημένο του από όσα χιλιάδες συμμετείχε ποτέ, είτε ως ποδοσφαιριστής είτε ως προπονητής, ενθυμούμενος σχεδόν το κάθε τι από δαύτο.
Βουλοκέρι στον θρύλο του και σε όσους γέννησε.