Επιλογή Σελίδας

Επιμέλεια, Θοδωρής Ρούσσος

Ο Μιχάλης Κρητικόπουλος μεγαλούργησε με τη φανέλα του Ολυμπιακού τη δεκαετία του ’70. Ήταν ο ποδοσφαιριστής που -κατά πολλών τη γνώμη- είχε καταργήσει το νόμο της βαρύτητας. Είχε μοναδική αλτικότητα, ενώ από τα “όπλα” του ήταν η ταχύτητά του στις αντεπιθέσεις. Κίνδυνος για κάθε άμυνα και παιδί – διαμάντι.

Η ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ

Ο Μιχάλης Κρητικόπουλος γεννήθηκε στην Καισαριανή στις 3 Ιανουαρίου του 1946 και πέθανε στις 20 Ιουλίου του 2002.

Το 1962 ξεκίνησε την καριέρα του από τον τοπικό Γ.Σ. Καισαριανής

Το 1963 σε έναν από τους αγώνες του, τον εντόπισε ο παράγοντας του Παναιγιαλείου, Αστέριος Μπέλλας και τον πήρε μαζί του στο Αίγιο. Πριν καν ενηλικιωθεί  έκανε την πρώτη του συμμετοχή στην Α’ Εθνική με την ομάδα της Πελοποννήσου.

Το 1964 εντάχθηκε στον Εθνικό Πειραιώς έπειτα από πρωτοβουλία του Δημήτρη Καρέλη. Παρέμεινε στον Εθνικό 9 αγωνιστικές σεζόν, συνθέτοντας φοβερή τριπλέτα στην επίθεση με τους Χατζηιωάννου και Νικηφοράκο.

Το 1973 αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα στην καριέρα του, φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ο Νίκος Γουλανδρής για να τον αποκτήσει από τον Εθνικό, έδωσε το αστρονομικό -για την εποχή- ποσό των 9 εκατομμυρίων δραχμών και 1,5 εκατ. δρχ. στον 17χρονο τότε Μιχάλη!

Το ντεμπούτο του με τη φανέλα του Ολυμπιακού το έκανε στις 23 Σεπτεμβρίου 1973 στον Βόλο απέναντι στον τοπικό Ολυμπιακό, σε βάρος του οποίου άνοιξε το σκορ στο 25ο λεπτό (τελικό αποτέλεσμα 0-2, με τον Γιούτσο να πετυχαίνει το δεύτερο γκολ).

Το εκπληκτικό είναι ότι στο Βόλο έδωσε και τον τελευταίο του αγώνα με την ερυθρόλευκη φανέλα. Με αντίπαλο τον Αρη στο μπαράζ τίτλου το 1980 (2-0 ο Ολυμπιακός).

Το 1974, ο Ολυμπιακός με τον Κρητικόπουλο στην κορυφή της επίθεσης- κέρδισε τον τίτλο από τον Παναθηναϊκό στο νήμα, έχοντας την καλύτερη επίθεση όλων των εποχών, αλλά και την καλύτερη άμυνα. Σημείωσε 102 γκολ και δέχθηκε μόλις 14.

Την ίδια χρονιά ήταν φιναλίστ στο θεσμό του Κυπέλλου, χάνοντας το Κύπελλο από τον ΠΑΟΚ στη διαδικασία των πέναλτι.

Στην Ευρώπη πέτυχε μόλις 3 γκολ, αλλά το ένα από αυτά ήταν το 1974, στο θρίαμβο επί της Σέλτικ (2-0) στο Καραϊσκάκη, όπου ο Ολυμπιακός σφράγισε μια ιστορική πρόκριση στο Κύπελλο Πρωταθλητριών.

Το 1975 πήρε το νταμπλ, κερδίζοντας στον τελικό Κυπέλλου τον Παναθηναϊκό (1-0).

Τον τελευταίο του τίτλο (πρωτάθλημα) το κατέκτησε το 1980, όπως προαναφέραμε, στο μπαράζ του Βόλου με αντίπαλο τον Αρη, σε έναν συναρπαστικό μαραθώνιο (τελική βαθμολογία: Ολυμπιακός 47β., Άρης 47β., Παναθηναϊκός 45β., ΑΕΚ 45β.).

Μετά τον Ολυμπιακό αγωνίστηκε για έναν χρόνο στον Απόλλωνα Αθηνών, όπου και ολοκλήρωσε την καριέρα του σε ηλικία 35 ετών.

Αν και μικρός το δέμας, σκόραρε 44 φορές με το κεφάλι, μόλις μία με εκτέλεση φάουλ, πέτυχε 131 γκολ με σουτ, ενώ ποτέ δεν σημείωσε γκολ από την «άσπρη βούλα». Κι όμως, παρά τα 176 γκολ, που τον κατέταξαν στη 10η θέση όλων των εποχών, δεν αναδείχθηκε ποτέ πρώτος σκόρερ σε μία σεζόν.

ΕΝΑΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΒΑΡΒΑΡΑ

Τον αποκαλούσαν «Βαρβάρα», υποστηρίζοντας ότι σε κάποιο χρονικό διάστημα της ζωής του διατηρούσε σχέση με κοπέλα με το συγκεκριμένο όνομα. Αυτή είναι η μία εκδοχή. Η άλλη, ότι όταν βρισκόταν σε ευνοϊκή θέση κάποιος συμπαίκτης του φώναζε επίμονα και παρατεταμένα «Βάρα, βάρα, βάρα», η παράφραση του οποίου έγινε «Βαρβάρα». Και η τρίτη ότι ήταν εξαιρετικά ευγενικός και συμπεριφερόταν με σεμνότητα και ευπρέπεια.

Η ΓΚΟΛΑΡΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΤΑΛΟΥΣ

Με το εθνόσημο στο στήθος είχε 28 συμμετοχές (3 γκολ), εκ των οποίων οι 17 ως ποδοσφαιριστής του Εθνικού. Στις 19 Ιουλίου 1969 με προπονητή το Νταν Γεωργιάδη χρίστηκε διεθνής στο ματς Αυστραλία – Ελλάδα 1-0. Είχαν προηγηθεί οι συμμετοχές του στην Εθνική Ενόπλων με την οποία κατέκτησε το Παγκόσμιο Στρατιωτικό Πρωτάθλημα (ΣΙΣΜ) το 1968 και το Βαλκανικό Κύπελλο με την Εθνική Ελπίδων το 1969. Στις 30 Δεκεμβρίου 1975 πέτυχε ένα σπάνιας ομορφιάς γκολ απενάντι στην Ιταλία, σε φιλικό ματς που είχε γίνει στη Φλωρεντία, αναστατώνοντας την άμυνα των Μπενέτι-Καμπρίνι-Τζεντίλε. Οι Ιταλοί είχαν επικρατήσει 3-2. Τα άλλα δύο γκολ του με τη γαλανόλευκη τα πέτυχε απέναντι στην Κύπρο (σε φιλική νίκη 2-1 το 1975) και το 1970 σε βάρος της Μάλτας, για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος (1-1 το τελικό αποτέλεσμα).

“ΕΦΥΓΕ” ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ

“Για μένα το ποδόσφαιρο ήταν και είναι, ένα κομμάτι μου, που θα διαρκέσει μέχρι να φύγω από τη ζωή”, έλεγε στις συνεντέυξεις του. Ο Μιχάλης Κρητικόπουλος δεν έφυγε ποτέ από τα γήπεδα, αλλά έφυγε μες στα γήπεδα. Συνέχιζε να αγωνίζεται με την ομάδα παλαιμάχων του Ολυμπιακού, ωσότου η μοίρα να του παίξει άσχημο παιχνίδι στις 20 Ιουλίου του 2002. “Εφυγε” σαν παλικάρι. Απεβίωσε την ώρα που έπαιζε σε αγώνα για τα εγκαίνια του γηπέδου της Ανδρου, “Νίκος Γουλανδρής”. Από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η ομάδα της Άνδρου αντιμετώπιζε τους βετεράνους του Ολυμπιακού στο πλαίσιο εκδήλωσης της οικογένειας Γουλανδρή. Ο Μιχάλης Κρητικόπουλος ήταν χαρούμενος. Είχε σημειώσει και γκολ, από ασιστ του Προτάσοφ, απολαμβάνοντας το παιχνίδι. Ξαφνικά, γύρω στο 30ό λεπτό, έχασε τις αισθήσεις του και σωριάστηκε στο έδαφος. Λίγο αργότερα, διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Ήταν μόλις 56 χρόνων και η μοίρα του επιφύλαξε αυτό το άσχημο παιχνίδι, στο δεύτερό του σπίτι: το γήπεδο. Και μάλιστα στο γήπεδο με το όνομα του Νίκου Γουλανδρή, ο οποίος -ως πρόεδρος του Ολυμπιακού- το καλοκαίρι του 1973 είχε δώσει στον Εθνικό το μυθικό ποσό των εννέα εκατομμυρίων δραχμών για να τον αποκτήσει. Άλλο 1,5 εκατομμύριο δραχμές είχε πάρει ο ίδιος ο Κρητικόπουλος, ποσό που -λέγεται ότι- έκανε πολλούς συναδέλφους του να σκάσουν από ζήλια. Τα άξιζε όμως.

Προς τιμήν του, το Δημοτικό Γήπεδο Καισαριανής, εκεί που έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα φέρει μετονομάστηκε σε «Μιχάλης Κρητικόπουλος», ενώ στον περιβάλλοντα χώρο βρίσκεται και η προτομή του. Προτομή υπάρχει και στο γήπεδο της Ανδρου, ενώ κάθε χρόνο διεξάγεται προς τιμήν του φιλικό ανάμεσα σε μικτή ομάδα του Δήμου Ανδρου και τους Παλαίμαχους του Ολυμπιακού.

Πηγή: Sport 24