Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Καρπετόπουλου

Η περίπτωση του Βασίλη Τολιόπουλου είναι η ιστορία του ελληνικού μπάσκετ τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια ίσως και περισσότερα. Εμφανίζεται ένα 28χρονο παλληκάρι που βάζει 28 πόντους και δίνει 6 ασίστ φορώντας την φανέλα της Εθνικής κόντρα στην Ολλανδία (σύμφωνοι, όχι σε κάποια παραδοσιακή δύναμη…) και το κοιτάζουμε σαν αξιοπερίεργο φαινόμενο. Σαν να μην παίζει μπάσκετ, αλλά κάτι άλλο.

Πιστεύω πραγματικά πως ο Τολιόπουλος είναι τυχερός, όσο και ικανός φυσικά. Στον Αρη δεν υπάρχει ξένος με το δικό του επιθετικό ταλέντο στο σκοράρισμα και κάπως έτσι ο κόουτς Καστρίτης υποχρεώνεται να του επιτρέψει να κάνει όσα σουτ θέλει. Και στην Εθνική βρήκε τον Σπανούλη που πολύ δύσκολα θα του βάλει φρένο, γιατί θα ήταν σαν να αρνείται τον εαυτό του. Οι δυο αυτές συγκυρίες του επιτρέπουν να μας θυμίσει ότι μπορεί ακόμα και στις μέρες μας να εμφανιστεί ένας Ελληνας παίκτης που να βάλει την μπάλα στο καλάθι παίζοντας με σκοπό να κάνει κυρίως αυτό, γιατί συμβαίνει να είναι σκόρερ δηλαδή και να χαίρεται σκοράροντας. Πράγμα που στην Ελλάδα περίπου απαγορεύεται.

https://s2.aek365.org/uploads/articles/images/b/b782107d3f0af5600605cc9b8a821e36_977813.jpg

Με άποψη και γνώση

Μιλούσα πριν λίγο καιρό με ένα σοβαρό άνθρωπο του μπάσκετ με άποψη και γνώση του χώρου. Είχα εντυπωσιαστεί με το ματς του Τολιόπουλου κόντρα στον ΠΑΟΚ αλλά και στον Παναθηναϊκό. Τον ρωτούσα αν το παιδί αξίζει μια ευκαιρία στον Ολυμπιακό ή στον ΠΑΟ τώρα που ωρίμασε. Μου είπε ότι όχι κατηγορηματικά διότι αν τον βρει ο Γουόκαπ δεν θα τον αφήσει να ακουμπήσει τη μπάλα και γιατί δεν είναι ο Ναν για να του επιτρέπεται να πάει στο «ένας εναντίον ενός» τόσο πολύ. «Σε τελική ανάλυση» μου είπε, «αν θέλει να παίζει έτσι μπορεί να πάει στην Ισπανία ή στην Γερμανία ή ακόμα και στην Τουρκία. Εδώ υπάρχουν ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός αλλά και πολλές ομάδες ακόμα που παίζουν για να κερδίζουν. Και κερδίζεις μόνο αν παίζεις ομαδικά. Αυτά τα πράγματα είναι ξεκάθαρα». Δεν θέλησα να τραβήξω την συζήτηση. Δεν είχε νόημα.

Σε άλλο επίπεδο πλέον

Ομολογώ πως η περίπτωση του Τολιόπουλου με βοήθησε να καταλάβω ότι σιγά η γενικότερη ασθένεια που υπάρχει στην Ελλάδα και που έχει να κάνει με την άρνηση ότι υπάρχει κι ένα άλλου είδους μπάσκετ που δεν έχει να κάνει με βουτιές στο παρκέ, ηρωϊκές άμυνας και μάχες για μια κατοχή, έχει πάει σε άλλο επίπεδο πλέον. Η θεοποίηση της άμυνας, ως modus vivendi που κατά κάποιο τρόπο μας έμαθαν οι Γιουγκοσλάβοι προπονητές που άρχισαν να έρχονται εδώ ήδη από την δεκαετία του ’80, προέκυψε από την ανάγκη των δικών μας ομάδων κάτι να κερδίσουν. Δεν μας έλειπαν οι καλοί παίκτες (βοηθούσε σε αυτό και η ελληνοαμερικανική κοινότητα…), μας έλειπε ο τρόπος. Ο τρόπος που διδαχτήκαμε, αγαπήσαμε και ασπαστήκαμε έφερε διακρίσεις που βασίστηκαν σε μια απλή συνταγή: οι πάντα λίγοι ταλαντούχοι επιθετικά παίκτες έπρεπε να πλαισιώνονται από καλούς αμυντικούς που να παίζουν λίγο στην επίθεση, αλλά να προστατεύουν το σκορ. Έτσι άρχισαν να έρχονται διακρίσεις και στις Εθνικές (κυρίως των μικρών που μάθαιναν να παίζουν άμυνα για να είναι στην υπηρεσία του ταλαντούχου σουτέρ ήδη από τα 14 τους…) αλλά και στους συλλόγους που είχαν πάντα στα 90’ς και στην πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα ένα – δυο σκόρερ (συνήθως αλλά όχι μόνο Αμερικάνους) γύρω από τους οποίους χτιζόταν κάτι συμπαγές με στόχο τη νίκη. Μόνο που σιγά σιγά ο στόχος, δηλαδή η νίκη, άρχισε να γίνεται σημαντικότερη από το παιγνίδι. Και το παιγνίδι πια δεν είναι τίποτα άλλο από μια μοιρασιά του χρόνου σε όλους ώστε όλοι να παίζουν με ένταση. Η αναζήτηση της έντασης είναι η νέα θρησκεία. Και η λατρεία για την άμυνα ξεπεράστηκε. Το επόμενο που θα δούμε είναι ματς να τελειώνουν 23-21 αλλά με 24 παίκτες που να έχουν περάσει από το παρκέ παίζοντας μπουνιές, κλωτσιές, κουτουλιές και ό,τι άλλο ανάλογο. Ηδη μετά το σουτ ποινικοποιείται και η ντρίπλα, το ένας εναντίον ενός, το σουτ στα δέκα πρώτα δευτερόλεπτα κτλ. Από το σκεπτόμενο μπάσκετ πάμε στο μπάσκετ που είναι εκδοχή της ελληνορωμαϊκής πάλης.     

https://www.in.gr/wp-content/uploads/2024/02/6130707.jpg

Ο τελευταίος σκόρερ

Ο Βασίλης Σπανούλης πρέπει να είναι ιστορικά ο τελευταίος σκόρερ που υποχρέωσε με τα κατορθώματα του προπονητές να φτιάξουν ομάδες γύρω του – προς υπεράσπιση αλλά και αξιοποίηση του ταλέντου του. Αν ο Σπανούλης έπαιζε σήμερα, ήταν 22 χρονών και βρισκόταν στο Μαρούσι, αμφιβάλω πολύ αν θα είχε εξελιχτεί. Γιατί; Διότι πλέον το ελληνικό μπάσκετ έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο στρατηγικής: επειδή η νίκη (και όχι η εξέλιξη των παικτών…) είναι πάντα ο σκοπός, υπάρχει μια στρατηγική δημιουργίας ομάδων που ξεκινά από τα τμήματα υποδομής που κυριολεκτικά ακυρώνει τους ταλαντούχους παίκτες – ίσως αυτοί να θεωρούνται και μεγάλο πρόβλημα. Ο προφανής σκοπός είναι να δημιουργούνται ομάδες χωρίς ταλέντο, αλλά με αποτελεσματικότητα που να προκύπτει χάρη στην ομαδικότητα. Ακούω πχ συχνά να λέγεται πως οι Ελληνες δεν είναι σουτέρ. Μα πώς να συμβεί αυτό, όταν οι παίκτες από μικροί ενθαρρύνονται να μην σουτάρουν; Αν αφήσεις στην άκρη την αξιοποίηση του σκόρερ (στο όνομα μιας νίκης που έρχεται μέσα από κοινή δουλειά), προκύπτουν ομάδες στις οποίες όλοι ξέρουν να κάνουν τα βασικά, ώστε να μπορούν να κερδίζουν χωρίς να έχουν ανάγκη παίκτες που δίνουν πόντους. Τα μαθηματικά είναι πολύ απλά. Αν έχεις 12 παίκτες που μπορεί να σου δώσουν 6 πόντους ο ένας (με οποιοδήποτε τρόπο – ακόμα και μόνο από βολές) η ομάδα θα πετύχει 72 πόντους. Με τόσους πρέπει να μάθει να κερδίζει. Το τι μπάσκετ παίζει δεν έχει πλέον καμία σημασία.

Το βολικό παιγνίδι

Είμαι βέβαιος ότι από τους θεωρητικούς αυτής της απόλυτης ελληνικής πατέντας, (μεταξύ των οποίων υπάρχουν όχι μόνο προπονητές, αλλά και παράγοντες και δημοσιογράφοι, ακόμα και μπασκετόφιλοι της νίκης κτλ) ο Τολιόπουλος αντιμετωπίζεται ως κακό παράδειγμα: ένα παλιόπαιδο που σκοράρει πολύ, καμαρώνει για τα ατομικά του επιτεύγματα και τα πανηγυρίζει, «δεν παίζει για την ομάδα αλλά για την πάρτη του» (τους ακούω να το λένε…), μετατρέπει τα ματς σε one man show, και δεν πρέπει προς Θεού «να τον μιμηθούν τα μικρά παιδιά». Το ό,τι η ελληνική συνταγή αυτή δημιουργεί μόνο μαχητικές ομάδες, που στο τέλος της μέρας δεν κερδίζουν τίποτα (καμία Εθνική ανδρών και κανένας σύλλογος δεν έχει κερδίσει κάτι σημαντικό χωρίς σκόρερ), είναι μια υποσημείωση. Σημασία έχει ότι το «χωρίς Τολιόπουλους παιγνίδι» είναι βολικό για όλους. Οι προπονητές δεν χρειάζονται να ψάχνουν πως θα αξιοποιηθεί το ταλέντο – δεν το θέλουν καν. Οι δημοσιογράφοι μπορούν να περιγράφουν υπέροχους θριάμβους της μιας βραδιάς μιλώντας για ελληνικές ψυχές και άλλα τέτοια διανθίζοντας τις περιγραφές με αμερικανιές και άλλα βαρύγδουπα. Οι οπαδοί είναι ευτυχισμένοι αρκεί η ομάδα να κερδίζει και όλοι οι παράγοντες το ίδιο γιατί όταν δεν κερδίζει η ομάδα φταίει ο προπονητής κτλ: οι σκόρερς με ταλέντο κοστίζουν κιόλας. Αλλά αυτό που βλέπω και βρίσκω εντυπωσιακό είναι ότι έχει μεγαλώσει μια γενιά παιδιών που σίγουρα αγαπούν το μπάσκετ που έχουν μάθει να μην αγαπούν τους Τολιόπουλους – να τους θεωρούν επιζήμιους, προβληματικούς, άχρηστους κτλ. Ενώ κάποτε ήταν αυτοί που μας έμαθαν πόσο ωραίο σπορ είναι το μπάσκετ. Και το έκαναν όχι με επιδείξεις, αλλά γιατί μπορούσαν να κερδίσουν με δικές τους προσπάθειες ματς σχεδόν χαμένα.

Μεγάλο πρόβλημα ο Τολιόπουλος. Χαλάει την πιάτσα…

Πηγή: Κάρπετ Show