Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξη Σπυρόπουλου

Το ένα, να τους χάσουν όλους, ακόμη μπορεί να συμβεί. Το άλλο, να τους κερδίσουν όλους, ήδη έγινε ανέφικτο. Δεν μπορεί να συμβεί.

Και δεν έχει καμία σημασία, ότι δεν θα συμβεί. Διότι η συζήτηση πηγαίνει αρκετά πιο πέρα, από το πώς ενδέχεται να καταλήξουν τρία ματς ποδοσφαίρου. Στην πραγματικότητα, η συζήτηση πηγαίνει αρκετά πιο πέρα από τις τρεις ομάδες που προκρίθηκαν να παίξουν σε αυτά τα τρία ματς ποδοσφαίρου. Η συζήτηση πηγαίνει, στην 4η της Serie A Μίλαν που έφτασε στους “4” του Τσάμπιονς Λιγκ. Στην 1η της Serie A Νάπολι που έφτασε στους “8” του Τσάμπιονς Λιγκ. Στην 7η της Serie A Γιουβέντους που έφτασε στους “4” του Γιουρόπα Λιγκ. Στη 2η της Serie A Λάτσιο που έφυγε από την Ευρώπη λίγο πιο νωρίς, για την ακρίβεια στα μέσα Μαρτίου. Η συζήτηση πηγαίνει, ακόμη και στην 5η της Serie A Αταλάντα που εφέτος δεν έπαιξε στην Ευρώπη αλλά κατέκτησε το δικαίωμα να επιστρέψει στην ερχόμενη περίοδο. Αν θέλετε, η συζήτηση πηγαίνει και σε άλλες τρεις ομάδες που άνετα ξεπέρασαν σε τούτη τη χρονιά το όριο των 50 πόντων. Μπολόνια, Τορίνο, Μόντσα. Θα μπορούσαμε να φτάσουμε τη συζήτηση, ως τη σύνθεση του κοινόβιου των πρωταθλητών Ευρώπης. Δέκα διαφορετικές ομάδες της Serie A εκπροσωπήθηκαν στο γκρουπ που, υπό τον Μαντσίνι, θριάμβευσε πρόπερσι στο EURO.

Ολο αυτό που χρειαστήκαμε κάμποσες λέξεις για να το σκιαγραφήσουμε, θα μπορούσε να περιγραφεί και με μία λέξη. Βάθος. Η Serie A έγινε ένα “βαθύ” πρωτάθλημα, με αφθονία πολύ καλών ομάδων, που παίζουν πολύ καλά το ποδόσφαιρο, εθίζονται σε όλο και πιο υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού αφού κάθε χρόνο παίζουν όλο και πιο πολλά “ντέρμπι”. Ενα πρωτάθλημα με top standard, με ποικιλία και εναλλαγή, που αναζωογονούν και επανατροφοδοτούν το ενδιαφέρον. Την τετραετία 2019-2023 η Serie A ανέδειξε τέσσερις διαφορετικές πρωταθλήτριες. Γιουβέντους, Ιντερ, Μίλαν, Νάπολι. Ο ανταγωνισμός, αποδεικνύεται ότι ωφελεί σοβαρά την υγεία όλων. Μια ευεργεσία.

Η μονοτονία αντιθέτως, συρρικνώνει. Μετά το Τσάμπιονς Λιγκ της Ιντερ το 2010 και έως το Κόνφερενς Λιγκ της Ρόμα το 2022, η Serie A επί έντεκα σεζόν στη σειρά ζούσε στο διεθνές niente. Στο τίποτα. Ηταν η δεύτερη δεκαετία του αιώνα, και ήταν η μονοκρατορία της Γιουβέντους με τους εννέα διαδοχικούς τίτλους. Αυτό, η ηγεμονία του ενός, κοιτάζοντας εκ των υστέρων ούτε στην ίδια τη Γιούβε έκανε κάποιο σπουδαίο καλό, και σίγουρα στην ανταγωνιστικότητα της Serie A έκανε κακό. Η μεν Serie A εξαφανίστηκε από τα τρόπαια της UEFA, η δε Γιουβέντους έφτασε σε δύο τελικούς, έπεσε μία φορά επάνω στη Μπαρσελόνα και μία φορά επάνω στη Ρεάλ, συνολικό σκορ 2-7, κι όταν θέλησε να κάνει το βήμα “για το παραπάνω” έγινε μιντιακό τσίρκο, την πήρε ο διάολος, κι ακόμη την πηγαίνει. Οταν απεναντίας η Serie A “άνοιξε”, η Σκουάντρα έφτασε (με ελάχιστους ξενιτεμένους) στην κορυφή της Ευρώπης και οι ιταλικές ομάδες συμμετείχαν σε ένα συνολικό απολογισμό-παραπομπή, ευθεία παραπομπή, στην εποχή που το ιταλικό πρωτάθλημα ήταν το κέντρο του ποδοσφαιρικού σύμπαντος.

Ολο αυτό, δεν είναι ένα μεμονωμένο ή ένα στιγμιαίο επίτευγμα της καθεμιάς ιταλικής ομάδας. Είναι επίτευγμα, που έρχεται από μακρυά και θα πάει μακρυά. Διότι πρόκειται για ένα συλλογικό επίτευγμα της ιταλικής σχολής. Για αρχή, o tempora o mores, οι προπονητές μετέβησαν στο ποδόσφαιρο στο οποίο (μες από το σύγχρονο πακέτο του fitness και του pressing, ένα πακέτο παντρεμένο με την εγνωσμένη τακτική αρτιότητα) μπαίνουν γκολ. Μιλάμε…για πολλά γκολ. Και πρωτοπόροι σε αυτό, δεν ήταν κάποιοι αναμενόμενοι ύποπτοι. Ηταν η Αταλάντα, με τον Γκασπερίνι. Ο κόσμος γούρλωσε μάτια βλέποντας ιταλική ομάδα να κλείνει διοργάνωση 38 αγωνιστικών με 90+ γκολ. Οχι μία φορά. Ξανά και ξανά. Πριν τρία χρόνια, άγγιξαν τα 100.

Ενα επίτευγμα, στο οποίο αντανακλάται η σκληρή δουλειά Ιταλών προπονητών, Ιταλών διευθυντών, Ιταλών αρχηγών, Ιταλών διαιτητών. Με τη μοναδική εξαίρεση, στα ψηλά, του Ζοζέ Μουρίνιο. Ο Σπαλέτι, ο Σάρι, ο Πιόλι, ο Ιντσάγκι, ο Γκασπερίνι, ο Αλέγκρι, ο Ιταλιάνο της Φιορεντίνα (ένα τυπικό παράδειγμα προπονητή που βουρλίστηκε στις τοπικές κατηγορίες και τώρα προαλείφεται για την πρωταθλήτρια Νάπολι), ο Ντιονίζι που είναι στη Σασουόλο, ο Τιάγκο Μότα στη Μπολόνια, ο Σοτίλ στην Ουντινέζε. Οι διευθυντές, από τον icon Μαλντίνι στη Μίλαν ως τον Ντι Βάιο της Μπολόνια και τον Ντε Σάνκτις της Σαλερνιτάνα. Και οι κάπτεν που, όσο πολυεθνικές και να έχουν γίνει οι ομάδες, δεν θα πάψουν ποτέ να είναι Ιταλοί. Ο Ντι Λορέντσο, ο Ιμόμπιλε, ο Ντ’Αμπρόζιο, ο Καλάμπρια, ο Ραφαέλ Τολόι, ο Πελεγκρίνι με τον Μαντσίνι και τον Κριστάντε στη Ρόμα, ο Μπονούτσι, ο Μπιράγκι στη Φιορεντίνα. Μπορείς να έχεις τους Κβαρατσχέλια και τους Ραφαέλ Λεάο, τους Λαουτάρο και τους Ντιμπάλα, τους Ντι Μαρία και τους Αμραμπάτ, αλλά ο αρχηγός θα είναι Ιταλός, τελεία, παύλα, παράγραφος. Η διαχρονική italianita, η “ιταλικότητα” ας το πούμε, είναι αρετή που δεν φεύγει από τη μόδα. Και οι Ιταλοί, δεν είναι για να τους κάνουμε εμείς μαθήματα στις τάσεις της μόδας.

Μιλώντας (ακόμη και) για διαιτητές που κι αυτοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής διαδικασίας. Φυσικά ανάγεται στη σφαίρα του αδιανόητου, να κληθεί ξένος σε ιταλικό ματς. Λατρεύουν και εκεί να σκοτώνονται, με αυτονόητο “πρώτο και καλύτερο” τον Ζοζέ, για διαιτησίες. Αν όμως ρωτήσει κανείς τον ίδιο τον Ζοζέ, χίλιες φορές ο Ζοζέ προτιμά να σκοτώνεται με Ιταλό διαιτητή παρά με ξένο. Πρόσφατα άλλωστε, πριν τα disgrace της Βουδαπέστης στον Αγγλο Τέιλορ, είχε πει το αμίμητο “δεν τον πάω τον Ορσάτο” (ο Ορσάτο είναι ο νούμερο-ένα διαιτητής σήμερα στη χώρα) “λένε πως με αυτόν δεν κερδίζουμε ποτέ, αλλά μακάρι να ήταν ο Ορσάτο στο κάθε παιγνίδι μας, γιατί δεν χάνει τον έλεγχο σε καμία στιγμή, ξέρει να επιβάλλεται με ηρεμία”. Εχει κορυφαία σημασία, να σκοτώνεσαι μεν, με κάποιον που νιώθεις πως είναι στην ίδια σελίδα δε.

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This