
Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Η Παρί Σεν Ζερμέν κατάφερε μετά από πολλά χρόνια αμύθητων επενδύσεων να βρεθεί στον τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης αλλά το κατόρθωμά της έχει πολλούς αστερίσκους. Το Τσάμπιονς Λιγκ του κορωνοϊού περιλαμβάνει μονά νοκ – αουτ παιχνίδια σε ουδέτερα γήπεδα χωρίς κόσμο, όχι τους συνήθεις, δύσκολους διπλούς προημιτελικούς και ημιτελικούς.
Επιπλέον η Παρί δεν απέκλεισε κάποιο μεγαθήριο του ποδοσφαίρου αλλά την Αταλάντα (και μάλιστα in extremis) και την Λειψία. Υπό αυτήν την έννοια, η πρόκριση των Παριζιάνων δεν σημαίνει ότι απέκτησαν βαριά φανέλα (αν βέβαια κερδίσουν την κούπα και μάλιστα με την Μπάγερν αντίπαλο, τότε θα συζητάμε αλλιώς). Απέκτησαν όμως πιο βαριά φανέλα σε σχέση με εκείνη που είχαν στο ξεκίνημα της σεζόν.
Οι φορές που μια ομάδα ξεκινά ως φαβορί τη χρονιά και φτάνει πράγματι στην κατάκτηση του τροπαίου είναι οι εξαιρέσεις όχι ο κανόνας. Η φετινή Μπάγερν που μοιάζει ασταμάτητη (μένει να αποδειχθεί αν είναι) έγινε τέτοια από την μέση της σεζόν κι έπειτα, όταν ανέλαβε ο Φλικ. Πέρυσι, η Λίβερπουλ του Κλοπ την είχε αποκλείσει σχεδόν στο ρελαντί. Η Μπαρτσελόνα του Μέσι αποτυγχάνει διαρκώς να φτάσει τελικό από το 2015. Ο Πεπ αποτυγχάνει από την Μπάρτσα κι έπειτα. Το κατόρθωμα των τριών συνεχών κατακτήσεων της Ρεάλ Μαδρίτης του Ζινεντίν Ζιντάν είναι πραγματικά μοναδικό και θεωρώ ότι θα μείνει ανεπανάληπτο για πολλά χρόνια (σαφώς σημαντικότερο όσο και δυσκολότερο από τα πέντε συνεχόμενα της “Βασίλισσας” την δεκαετία του 50’).
Τα παραπάνω τα λέω απλώς για να τονίσω ότι τελικά, ενώ η κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ είναι επιτυχία, η μη – κατάκτηση του δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτυχία όταν εξαρτάται από πολλές παραμέτρους (άρα και το ρήμα «αποτυγχάνω» που χρησιμοποίησα στην προηγούμενη παράγραφο δεν είναι το σωστό).
Το γεγονός ότι η Παρί έχει ξοδέψει ένα σκασμό λεφτά αλλά δεν το έχει πάρει, εκτός του ότι κακώς θεωρείται αποτυχία, αποδίδεται συχνά στην έλλειψη βαριάς φανέλας. Θα έλεγα ότι εν μέρει αυτό έχει βάση – ο περυσινός, απίθανος αποκλεισμός από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μου έρχεται αμέσως στο μυαλό. Ωστόσο στο ίδιο διάστημα των δικών της «αποτυχιών», η Μπαρτσελόνα ζει μια διαρκή ευρωπαϊκή τρικυμία και πολλές άλλες μεγάλες ομάδες δεν έχουν πλησιάσει καν τον τελικό.
Όπως έχω γράψει κι άλλες φορές με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων στο ελληνικό ποδόσφαιρο, το βάρος της φανέλας δεν είναι θέσφατο. Ουδείς σύλλογος όταν δημιουργήθηκε είχε βαριά φανέλα. Την απέκτησε στην πορεία. Και ναι, το χρήμα και οι ισχυρές διοικήσεις αποτελούν βασική προϋπόθεση για να χτιστεί αυτό το περίφημο βάρος! Άρα το βάρος αποκτάται. Και όπως αποκτάται μπορεί να χαθεί κιόλας, Αν η Νότιγχαμ Φόρεστ του σπουδαίου Μπράιν Κλαφ υπήρξε μεγάλη ομάδα κάποια στιγμή στην ιστορία της, είναι μεγάλη και σήμερα; Είναι μεγαλύτερη από την Μάντσεστερ Σίτι π.χ.?
Ρωτάω, δίχως να απαντάω, μόνο για να καταλήξω στο εξής:
Το βάρος της φανέλας, όχι απλώς αποκτάται, αλλάζει και εξελίσσεται: στην κυριολεξία, αγοράζεται κιόλας. Οι περισσότερες μεγάλες ομάδες της Ευρώπης το αγόρασαν.
Ή τέλος πάντων αγόρασαν τα πρώτα «κιλά» που μετά οδήγησαν στα επόμενα και στα επόμενα, μέχρι να φτάσουν να θεωρούνται σταθερά και εξ’ ορισμού μεγάλες.
Ασφαλώς η μεγαλύτερη καταξίωση είναι η διάρκεια. Αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσεις. Η αντιπαθητική, νεόπλουτη Παρί τελειώνει την σεζόν, τουλάχιστον ως φιναλίστ του Τσάμπιονς Λιγκ.
Εφόσον συνεχίσει έτσι, στο πολύ κοντινό μέλλον θα πάψουμε να την θεωρούμε νεόπλουτη και θα την θεωρούμε μεγάλη. Με τα λεφτά του Κατάρ; Ναι, με τα λεφτά του Κατάρ. Τα λεφτά των Ανιέλι π.χ. μπορούν να κάνουν ένα club μεγάλο ενώ τα λεφτά των Καταριανών όχι;
Πηγή: Sport DNA

















