Του Κώστα Παπαγεωργίου
Μία από τις μεγαλύτερες ενδείξεις θάρρους και τόλμης στη ζωή είναι να φεύγεις από μία κατάσταση όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Να αφήνεις μία όμορφη, ευχάριστη, βολική, ευτυχισμένη καθημερινότητα για να διεκδικήσεις κάτι άλλο, κάτι μεγαλύτερο, κάτι σπουδαιότερο. Αλήθεια πόσοι άραγε μπαίνουν στη διαδικασία να σκεφτούν κάτι τέτοιο;
Το να δραπετεύσεις από όλα τα παραπάνω είναι δύσκολο ακόμη στην αντίθετη περίπτωση, πόσο μάλλον όταν είσαι ξαπλωμένος πάνω στα ροδοπέταλα της ευτυχίας και απολαμβάνεις την ζεστή, “χουχουλιάρικη” comfort zone σου κάτω από τον καυτό ήλιο της πανέμορφης Λισαβόνας.
Τι είναι άραγε αυτό που παρακινεί έναν νέο άνθρωπο να αποδράσει από την υπέροχη μεσογειακή μητέρα-πατρίδα του, να αφήσει στη μέση μία δουλεία που κατευθύνεται με μαθηματική ακρίβεια προς την επιτυχία, να πει προσωρινό αντίο σε όλους τους ανθρώπους που αγαπά και τον αγαπούν για να μετακομίσει στο ψυχρό, βροχερό, μελαγχολικό Μάντσεστερ και να κυνηγήσει μία ουτοπία;
Η υπέρμετρη φιλοδοξία; Η περιέργεια; Η αναγνώριση; Ο φόβος της μη ύπαρξης δεύτερης ευκαιρίας;
Η ψυχή του Ρούμπεν Αμορίμ το γνωρίζει πραγματικά και τον οδηγεί στην απόφαση να βάλει τέλος στην προηγούμενη ζωή του, να πακετάρει μία βαλίτσα με ρούχα και μαγικές αναμνήσεις, να ανέβει στο αεροπλάνο και να τρέξει να ζήσει κάτι που ενδεχομένως και να μην πρόλαβε καν να ονειρευτεί, κάτι που μοιάζει με όνειρο θερινής νύχτας.
Η απόφαση πάρθηκε αστραπιαία. Ο Πορτογάλος κόουτς δέχεται την πρόταση από τον αγγλικό σύλλογο να αναλάβει το τιμόνι μετά την απόλυση του Έρικ Τεν Χαγκ και το τελεσίγραφο είναι συγκεκριμένο. Τρεις μέρες. Τόσες έχει στη διάθεσή του ο τέως τεχνικός της Σπόρτινγκ για να αποφασίσει αν θα πει το ναι ή το όχι. Δεν υπάρχει περιθώριο περαιτέρω ζύμωσης ούτε φυσικά η δυνατότητα αυτός ο γάμος να γίνει αργότερα, το καλοκαίρι ίσως που θα βόλευε τους πάντες. It’s now or never.
Εκείνη την περίοδο στα τέλη του Οκτώβρη η δουλεία στη Λισαβόνα πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο. Η Σπόρτινγκ κάνει πλάκα εντός συνόρων με τις νίκες να διαδέχονται η μία την άλλη, η παρουσία της στο UCL κρίνεται εξαιρετική και άπαντες μιλούν για ένα project που έχει όλα τα φόντα να γράψει ιστορία. Εκείνος όμως μοιάζει να μη θέλει να επαναπαυτεί, να μην θέλει να χάσει την ευκαιρία.
Δεν είναι και μικρό πράγμα να σε ζητά η τεράστια Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ακόμη και στα χειρότερά της , είναι άκρως κολακευτικό για έναν rookie προπονητή να έχει στα χέρια του κάτι τέτοιο, είναι τρομακτικά διαφορετικό το στάτους των δύο συλλόγων, το στάτους των δύο πρωταθλημάτων, η αναγνώριση, η φήμη, το πρεστίζ που μεταδίδεται σε όλα τα μέλη της.
Ο Αμορίμ απαντά θετικά στην πρόταση, αποχαιρετά μέσα σε μεθυστική ατμόσφαιρα την πόλη που τον γέννησε και την λατρεμένη του Σπόρτινγκ σε μία μνημειώδη νύχτα όπου οι «πράσινοι» διαλύουν με τεσσάρα την Μάντσεστερ Σίτι στο «Αλβαλάδε», βραβεύεται για την προσφορά του, τον πετούν ψηλά ζητωκραυγάζοντας και την επομένη μπαίνει στο αεροπλάνο και φεύγει για Αγγλία. Σαν αστραπή.
Με το που προσγειώνεται στη Γηραιά Αλβιόνα και πιάνει δουλειά στο Carrington αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή ότι οι άνθρωποι εκεί βλέπουν το ποδόσφαιρο από μία εντελώς διαφορετική οπτική. Σοκάρεται από τη φρενίτιδα των ΜΜΕ και την ανταπόκριση του κόσμου και πετάει τη χαρακτηριστική ατάκα: “Σε τέσσερις μέρες εδώ έχω μιλήσει με περισσότερους δημοσιογράφους από ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην Πορτογαλία”.
Επιβεβαιώνει επίσης αυτό που είχε στο μυαλό του, ότι πηγαίνει σε μία «αποστολή αυτοκτονίας» καθώς βλέπει από την πρώτη προπόνηση ότι τα αγωνιστικά προβλήματα της νέας του ομάδας είναι τεράστια, κάτι παραπάνω από εμφανή, γνωρίζει ότι πρέπει να δουλέψει πάρα πολύ και ποιοτικά και ποσοτικά.
Σαν προπονητής διαθέτει μία ξεκάθαρη αγωνιστική φιλοσοφία, δε μπαίνει σε καλούπια, είναι αποφασισμένος να κάνει τους παίκτες του να υπηρετήσουν το σύστημά του και όχι να προσαρμοστεί εκείνος πάνω σε αυτούς. Ζόρικο.
Με το που ξεκινάει η περιπέτειά του στο Νησί, η ομάδα του διαγράφει μία απίστευτα σουρεαλιστική πορεία με τα γεγονότα που εκτυλίσσονται να μην έχουν καμία σύνδεση, καμία αλληλουχία μεταξύ τους.
Στις υποχρεώσεις τις για το πρωτάθλημα η Γιουνάιτεντ παραπαίει, διαλύει το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο, οι ήττες έρχονται βροχή, η εικόνα της μέσα στο χορτάρι μοιάζει θλιβερή, παρουσιάζει σημάδια ξεχαρβαλωμένου συνόλου χωρίς καμία ομοιογένεια, σύνδεση μεταξύ των μελών του, δίχως αυτοπεποίθηση. Ο ίδιος μοιάζει προβληματισμένος σε κάθε πλάνο της κάμερας, σκεπτικός, ανήμπορος συνήθως να αλλάξει κάτι με τις παρεμβάσεις του.
Την ίδια στιγμή, οι «κόκκινοι διάβολοι» ξεκινούν μία εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία στο Europa League. Δεν εντυπωσιάζουν με τις εμφανίσεις τους, δεν παίζουν ξαφνικά ωραίο ποδόσφαιρο, οι παθογένειές τους μέσα στις τέσσερις γραμμές δεν εξαφανίζονται, δεν κρύβονται, είναι ορατές έως και εξόφθαλμες από το μέσο φίλαθλο όμως εδώ υπάρχει μία μικρή αλλά σημαντικότατη διαφορά. Κερδίζουν.
Η ομάδα παίρνει νίκες και οι νίκες φέρνουν προκρίσεις. Χαμόγελα, ηρεμία, προσωρινή ανακούφιση από τον πόνο των πληγών, επιστροφή στο σπίτι και φτου και απ την αρχή…
Το ευρωπαϊκό ταξίδι λειτουργεί όπως ακριβώς ένα ισχυρό παυσίπονο για τον οργανισμό. Δεν χτυπάει το πρόβλημα στη ρίζα του, δεν σκοτώνει την αιτία του, δρα απλώς καταπραϋντικά και εξαφανίζει προσωρινά τα συμπτώματα της ασθένειας. Σε αυτές τις μικρές και σύντομες στιγμές ανακούφισης η Γιουνάιτεντ και ο Αμορίμ μπορούν να χαμογελούν έστω και λίγο ξανά. Μέχρι την επόμενη έξαρση.
Το κλαμπ φτάνει σε σημείο που αντιλαμβάνεται πως οτιδήποτε μπορεί να συμμαζευτεί από τα ασυμμάζευτα μίας καταστροφικής σεζόν, θα γίνει μέσω της ευρωπαϊκής διάκρισης και εκεί εστιάζουν άπαντες.
Ο Πορτογάλος στις συνεντεύξεις του δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, είναι εκφραστικότατος, μιλάει ανοιχτά για διαφορετική διάθεση, προσέγγιση, ζήλο στην προετοιμασία των αγώνων μεταξύ Αγγλίας και Ευρώπης, κάνει τον απολογισμό του, υπερτονίζει τα λάθη των παικτών και του ίδιου στις αναμετρήσεις, δε διστάζει να μιλήσει με βαριά λόγια για την κατάσταση της ομάδας του.
Την ίδια στιγμή δε χρυσώνει το χάπι, δηλώνει ξεκάθαρα πως η κατάκτηση του Europa League από την ομάδα του δε συνιστά μία μεγάλη επιτυχία για το σύλλογο με βάση την ιστορία και το brand name του. Εν μέρει έχει απόλυτο δίκιο, από την άλλη πλευρά πάντως αν η Γιουνάιτεντ κατορθώσει εν τέλει να κάνει το τελευταίο βήμα και κερδίσει την συντοπίτισσα Τότεναμ στον τελικό της 21ης Μαΐου, στα μάτια τα δικά μου θα ισοδυναμεί με μία επιτυχία εφάμιλλη με την κατάκτηση του Champions League στα χρόνια του Σερ Άλεξ.
Είναι κάτι τόσο μεγάλο το να κατακτήσεις το δεύτερο σημαντικότερο ευρωπαϊκό τρόπαιο και να προκριθείς παράλληλα στο επόμενο UCL στη χειρότερη σεζόν της σύγχρονης ιστορίας σου.
Για τον ίδιο τον Αμορίμ δεν ξέρω αν θα συνιστά μία μεγάλη προσωπική επιτυχία, αναμφίβολα όμως θα πρόκειται για μία σημαντική χαρά σε μία πρώτη διαδρομή που πέρασε μέσα από καταιγίδες και πολλά μποφόρ, αλλά και μία πρώτη μικρή δικαίωση του παράτολμου ρίσκου του να αφήσει πίσω όλες του τις ανέσεις προκειμένου να διεκδικήσει μία νέα καλύτερη ζωή που βάση των αρχικών συνθηκών έμοιαζε να κατευθύνεται σε προδιαγεγραμμένο ναυάγιο.
Εξάλλου όπως είπε κάποτε ο Αμερικανός πολιτικός Ρόμπερτ Κένεντι: ‘’Μόνο αυτοί που τολμούν να αποτύχουν παταγωδώς, μπορούν και να επιτύχουν μεγαλειωδώς’’.